Υπέρβαση ορίων βραχείας ασθενείας - Πότε σιωπηρή παραίτηση μισθωτού Σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του το δικαστήριο εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή ασθενείας, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και αφού ληφθούν υπόψει και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεώς του να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως. Η βούληση αυτή του μισθωτού πρέπει να προκύπτει σαφώς από την όλη του συμπεριφορά, η δε σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αφορώσα αόριστη νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. ΑΠ 2073/2017 Πρόεδρος: Η κ. Χρυσούλα Παρασκευά Εισηγητής: Η κ. Σοφία Καρυστηναίου Δικηγόροι: Ο κ. Νικ. Αναγνωστόπουλος [...] Κατά τη διάταξη 5 παρ. 3 του ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 Α.Κ., συνάγεται ότι, σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχείας ή στην κατά το ν. 3514/1928 στράτευση αυτού, αλλά σε άλλη αιτία, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεώς του να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως. Η βούληση αυτή του μισθωτού πρέπει να προκύπτει σαφώς από την όλη του συμπεριφορά, η δε σχετική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αφορώσα αόριστη νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Με το ως άνω άρθρο 3 του ν. 4558/1930 καθορίσθηκαν τα όρια μέσα στα οποία μπορεί η διάρκεια μιας ασθένειας να θεωρείται βραχεία, ήτοι αυτή που διαρκεί: α) ένα μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν μέχρι τέσσερα έτη, β) τρεις μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από τέσσερα και μέχρι δέκα (10) έτη, γ) τέσσερις μήνες για όσους υπηρετούν περισσότερο από δέκα έτη και δ) έξι μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν περισσότερο από δέκα πέντε έτη (Ολ.Α.Π. 30/1990, Ολ.Α.Π. 32/1988). Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή (Ολ.Α.Π. 7/2006). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκείς αιτιολογίες) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε σε συνδυασμό με το διατακτικό της να κριθεί περαιτέρω αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία της διατάξεως που εφαρμόσθηκε. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, διότι σημασία έχει το τι αποδείχθηκε και όχι γιατί αποδείχθηκε και το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει ανέλεγκτα στην κρίση αυτή, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα ακόλουθα περιστατικά: «Ο ενάγων δυνάμει ατύπου συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθη στις 14.9.2000 από τον εναγόμενο, προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του στο τμήμα παραγωγής ως χειριστής μηχανήματος (extruder) παραγωγής και διαμόρφωσης πλαστικών σακουλών, κατά το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, ήτοι με ωράριο από Δευτέρα έως Παρασκευή από τις 6:00 π.μ. έως τις 14:00 μ.μ., συνολικά δε 40 ώρες εβδομαδιαίως. Ο ενάγων στις 2.3.2007 υπέστη καρδιακό επεισόδιο και νοσηλεύτηκε στο Περιφερειακό Γενικό Noσοκομείο Ν. Ιωνίας "Η...", όπου διεγνώσθη στεφανιαία νόσος οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου και υπεβλήθη σε αγγειοπλαστική στεφανιαίων αρτηριών με τοποθέτηση stents (βλ. την από 2.3.2007 διάγνωση του καρδιολόγου του Π.Γ.Ν."..." Σ.Π., καθώς και την από 10.3.2007 των ιατρών-καρδιολόγων του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής Κ.Α.Τ.). "Έτσι, λόγω των ανωτέρω σοβαρών προβλημάτων της υγείας του απείχε από την εργασία του, καθόσον κρίθηκε ανίκανος για εργασία με διαδοχικές αποφάσεις της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής. Ειδικότερα, απείχε από την εργασία του και επιδοτήθηκε λόγω ανικανότητας προς εργασία από το Ι.Κ.Α. από 3.3.2007 έως 24.3.2007, από 25.3.2007 έως 8.4.2007, από 16.4.2007 έως 8.5.2007, από 10.5.2007 έως 31.5.2007 και από 4.6.2007 έως 31.7.2007, ήτοι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, καθ' υπέρβαση των χρονικών ορίων που τίθενται από τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις. Για να λάβει μάλιστα τις επιδοτήσεις αυτές, η σύζυγος του ενάγοντος μετέβαινε στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης του εναγομένου, όπου ο τελευταίος, σφράγιζε τις σχετικές βεβαιώσεις, τις οποίες κατόπιν προσκόμιζε στο Ι.Κ.Α. Συνεπώς, ο εναγόμενος διά της συζύγου του ενάγοντος, η οποία του προσκόμιζε τις ανωτέρω βεβαιώσεις ενημερώνοντάς τον ταυτόχρονα για την υγεία του συζύγου της, γνώριζε την κατάσταση της υγείας του τελευταίου χωρίς να απαιτείται ειδικός και περιοριστικός τρόπος απόδειξής της με την προσκόμιση κάποιου ιατρικού πιστοποιητικού, αλλά αρκούσε προς τούτο και η μαρτυρία της συζύγου του ενάγοντος. Έτσι, ο εναγόμενος, τουλάχιστον μέχρι τις 4.6.2007, ημερομηνία κατά την οποία και υπέγραψε την τελευταία βεβαίωση προς το Ι.Κ.Α., γνώριζε για την κατάσταση της υγείας του ενάγοντος. "Ο ενάγων, μέχρι την 2.3.2007, ημέρα κατά την οποία παρουσιάστηκε το πρόβλημα υγείας του, είχε υπηρεσία στον εναγόμενο περίπου επτά (7) χρόνια, δηλαδή λιγότερη από 10 έτη. Έτσι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, μέχρι την 2.6.2007 (τρεις μήνες αποχής), η αποχή του από την εργασία του ήταν δικαιολογημένη και καλώς απείχε από αυτήν. Μετά όμως δεν βελτιώθηκε η κατάσταση της υγείας του, γι' αυτό και κρινόταν ανίκανος προς εργασία από την αρμόδια επιτροπή του Ι.Κ.Α., η οποία τελικά τον έκρινε ανίκανο προς εργασία μέχρι και 31.7.2007. «Ειδικότερα, εξαιτίας της καταστάσεως της υγείας του, ήταν αδύνατον να εργαστεί στην κοπιαστική εργασία της επιχείρησης του εναγομένου. Αλλά ούτε ήταν δυνατόν να τον απασχολήσει ο εναγόμενος σε κάποια άλλη θέση, δεδομένου ότι πρόκειται για μια μικρή βιοτεχνική επιχείρηση, που, όπως κατέθεσε η μάρτυρας του ενάγοντος, απασχολεί περί τα 10 άτομα, οπότε οι υπαλληλικές θέσεις που δεν απαιτούσαν σωματική κόπωση ήταν περιορισμένες. Εξάλλου, η πάθησή του ήταν σοβαρή και οι προοπτικές επανόδου του στην εργασία του ελάχιστες. Γι' αυτό και κύριο μέλημά του ήταν να λάβει σύνταξη από τον ασφαλιστικό του φορέα (Ι.Κ.Α.). Για το λόγο δε αυτό στις 30.10.2007 παρέλαβε από την πληρεξούσια δικηγόρο του εναγομένου όλα τα απαιτούμενα έγγραφα προκειμένου να τα υποβάλει στην αρμόδια υπηρεσία για συνταξιοδότηση. "Έτσι, ο εναγόμενος, με την από 11.7.2007 εξώδικη δήλωσή του, την οποία κοινοποίησε στον ενάγοντα στις 18.7.2002, του γνωστοποίησε την εκ μέρους του (ενάγοντος) λύση της συμβάσεως εργασίας του, θεωρώντας ότι η αποχή του από την εργασία πέραν των προβλεπομένων νομίμων χρονικών ορίων χωρίς περαιτέρω ενημέρωση για την κατάσταση της υγείας του καθιστά ανέφικτη την εκτίμηση τόσο της χρονικής διάρκειας της απουσίας του όσο και την προοπτική επανόδου στην εργασία. "Με δεδομένες τις πιο πάνω συνθήκες και από τον συνδυασμό και την αλληλουχία των γεγονότων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με βάση τις αρχές της καλής πίστεως, αφού λήφθηκαν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη, ήχθη στην κρίση ότι η αποχή του ενάγοντος πέραν του ορίου των τριών (3) μηνών βραχείας ασθενείας, μέχρι τις 31.7.2007, έπρεπε να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βουλήσεώς του για μονομερή λύση της συμβάσεως εργασίας του, διότι ναι μεν η ασθένειά του δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητά του και ενημέρωνε τον εργοδότη του για την πορεία της ασθενείας του τουλάχιστον μέχρι τις 4.6.2007, οπότε ο τελευταίος υπέγραψε τελευταία δήλωση εργοδότη περί μη ανάληψης εργασίας, πλην όμως κρίθηκε ότι, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως της ασθενείας του (στεφανιαία νόσος-οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου), της μακράς διάρκειας της αποχής του από την εργασία του συνεπεία της εν λόγω ασθενείας του, του ότι και μετά τη λήξη της επιδοτήσεώς του από το Ι.Κ.Α. λόγω ανικανότητας στις 31.7.2007 δεν αποδεικνυόταν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο η πλήρης ίαση της παθήσεώς του, ώστε επανερχόμενος αυτός στην εργασία του, η οποία κατά τα ανωτέρω απαιτεί κυρίως μυϊκή δύναμη, να μπορέσει να αποδώσει σε αυτήν, και του ότι η επιχείρηση του εναγομένου ήταν μικρή και απασχολούσε μαζί με τον ενάγοντα περί τα 10 άτομα, έτσι ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα σε περίπτωση επανόδου του στην επιχείρηση ανάθεσης σε αυτόν άλλου είδους εργασίας που να είναι λιγότερο κοπιαστική. "Η κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου είναι πλήρως αιτιολογημένη, βασιζόμενη σε πραγματικά γεγονότα που αποδείχθηκαν και με τη συνδρομή των ως άνω νομικών κανόνων που εφαρμόσθηκαν. Εφόσον λοιπόν η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος θεωρείται ότι καταγγέλθηκε σιωπηρά από αυτόν και όχι από τον εναγόμενο, ο τελευταίος δεν έχει καταστεί υπερήμερος ούτε ο ενάγων δικαιούται αποζημίωση απολύσεως». Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τις αντίθετες εφέσεις των διαδίκων και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε επίσης απορρίψει τα αιτήματα της αγωγής περί Α) αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής αποζημιώσεως, Β) καταβολής σ' αυτόν μισθών υπερημερίας από της ακύρου καταγγελίας και Γ) υποχρεώσεως του εναγομένου να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, με την απειλή χρηματικής ποινής, και Δ) άλλως περί καταβολής σ' αυτόν της αποζημιώσεως απολύσεως. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε τους αναφερθέντες στην παράγραφο 2 της απόφασής αυτής κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, ενώ διέλαβε στην απόφασή του σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες. Ειδικότερα, με σαφείς και επαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι η παραπάνω αποχή του αναιρεσείοντος από την εργασία του, κατ' αντικειμενική κρίση με βάση τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως, μετά από εκτίμηση των γεγονότων ότι α) το όριο των τριών μηνών βραχείας ασθενείας που ισχύει γι' αυτόν έληξε την 2.6.2007, μέχρι το οποίο λάμβανε αναρρωτικές άδειες και ενημέρωνε τον εργοδότη του εναγόμενο, πλην όμως έκτοτε δεν τον ειδοποίησε για την πορεία της υγείας του, β) ότι ούτε μεταγενέστερα βελτιώθηκε η κατάσταση της υγείας του, γι' αυτό και κρίθηκε ανίκανος προς εργασία μέχρι την 31.7.2007, χωρίς να το κοινοποιήσει στον εργοδότη του, γ) ότι ο εναγόμενος προέβη σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του την 11.7.2007, ήτοι 48 μέρες μετά τη λήξη της τελευταίας αναρρωτικής του άδειας και την πάροδο του προβλεπόμενου από τις άνω διατάξεις ορίου των τριών μηνών. Συνακόλουθα αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με τους οποίους ο αναιρεσείων ισχυρίζεται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολό της. Δικαστική δαπάνη δεν επιβάλλεται εφόσον ο αναιρεσίβλητος λόγω της απουσίας στου δεν υποβλήθηκε σε έξοδα.