Συνδικαλιστικό στέλεχος και απόλυση Από τον ν. 1264/82 αρθ. 14 θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη. Απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παρ. 10 του άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε. Άρνηση εργαζομένου σε επιχείρηση ταχυμεταφορών και συνδικαλιστικού στελέχους να χρησιμοποιεί συσκευή GPS κατά την εργασία του και απόλυση. Κρίθηκε μη καταχρηστική. Δευτεροβάθμια Επιτροπή αρθ. 15 ν. 1264/82 Αριθ. 1/2017 Πρόεδρος: η κα Ευθυμία Κούσβα, Πρόεδρος Πρωτοδικών Μέλη: ο κ. Χρησ. Μελανίδης (Ε.Β.Ε.Α.), η κα Σοφία Καζάκου (Γ.Σ.Ε.Ε.) Δικηγόροι: οι κ.κ. Δημ. Λυκοκάπης - Αντ. Βάγιας Με την από 1.7.2016 κλήση του εκκαλούντος νομίμως επαναφέρεται στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 η από 4.3.2010 έφεσή του κατά της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "*-Διεθνείς Μεταφορές και Διευκολύνσεις Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία" και της υπ' αριθμ. 2/2010 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 3868/2015 απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας. Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την από 21.12.2009 αίτησή της ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, επικαλούμενη επίμονη και αδικαιολόγητη άρνηση του εκκαλούντος να εκτελέσει την εργασία για την οποία είχε προσληφθεί και σοβαρή εξύβριση του νομίμως διορισμένου εκπροσώπου της εκ μέρους του, ζήτησε να αποφανθεί η αρμόδια Επιτροπή του ν. 1264/1982 ότι συντρέχουν οι λόγοι καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του εκκαλούντος ως έχοντος την ιδιότητα του μέλους του πενταμελούς Δ.Σ. του σωματείου με την επωνυμία "Βάση Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου". Επί της ανωτέρω αιτήσεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2/2010 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής του ν. 1264/1982 με την οποία έγινε κατά πλειοψηφία δεκτή η ως άνω από 21.12.2009 αίτηση της εφεσίβλητης και επετράπη στην τελευταία να καταγγείλει τη σύμβαση αορίστου χρόνου του εκκαλούντος κατά τα ειδικώς οριζόμενα στο σκεπτικό της απόφασης. Επί της ανωτέρω αποφάσεως της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής ο καθ' ου η αίτηση ήδη εκκαλών άσκησε την από 4.3.2010 έφεσή του, διά της οποίας ζήτησε να εξαφανιστεί η υπ' αριθμ. 2/2010 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής και να απορριφθεί η από 21.12.2009 αίτηση της εφεσίβλητης. Επί της ανωτέρω εφέσεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1/2010 απόφαση της παρούσας Επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982, με την οποία απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η από 4.3.2010 έφεση του εκκαλούντος. Ο εκκαλών με την από 15.11.2010 αίτησή του ενώπιον του Συμβουλίου Επικράτειας ζήτησε να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 1/2010 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 15 του ν. 1264/1982. Επί της ανωτέρω αιτήσεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3868/2015 απόφαση, διά της οποίας το Συμβούλιο Επικράτειας, αφού ακύρωσε την υπ' αριθμ. 1/2010 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, ανέπεμψε την υπόθεση στην τελευταία για να αποφανθεί με νέα νόμιμη σύνθεση. Από τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 5, 10 και 15 του ν. 1264/1982, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ' αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παράγραφο 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 Α.Κ.). Οι πιο πάνω διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσεως, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση των σχέσεών του με αυτόν. Η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι περιοριστική και έτσι δεν επιτρέπεται αυτή για λόγους άλλους που δεν προβλέπει η παραπάνω διάταξη ούτε με διεύρυνσή τους με τη μέθοδο της αναλογίας (Α.Π. 443/2016, Α.Π. 860/2015, Α.Π. 364/2007 Επιθ. ΙΚΑ 2009, 314). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 10 του ν. 1264/1982, "Η καταγγελία της σχέσης εργασίας των προσώπων που προστατεύονται σύμφωνα με όσα αναγράφονται στο άρθρο αυτό, επιτρέπεται μόνον: α) ... δ) όταν ο εργαζόμενος επίμονα και αδικαιολόγητα αρνήθηκε να εκτελέσει την εργασία για την οποία έχει προσληφθεί". Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν νομότυπα με επιμέλεια των διαδίκων τόσο στο ακροατήριο της πρωτοβάθμιας Επιτροπής, oι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, όσο και ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία "*- Διεθνείς Μεταφορές και Διευκολύνσεις Ανώνυμη Εμπορική Εταιρεία" αποτελεί εταιρεία του κλάδου παροχής υπηρεσιών ταχυμεταφοράς για αποστολή εγγράφων, μικροδεμάτων και δεμάτων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, διατηρώντας ένα από τα μεγαλύτερα αυτόνομα δίκτυα καταστημάτων ταχυμεταφορών με υποκαταστήματα σε ολόκληρη τη χώρα. Ο καθ' ου η αίτηση ήδη εκκαλών την 17.1.1994 προσελήφθη από την αιτούσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως εξωτερικός διανομέας-ταχυμεταφορέας (courier) με χρήση δικύκλου, έχει δε εκλεγεί μέλος του Δ.Σ. του σωματείου με την επωνυμία "Βάση Εργαζομένων Οδηγών Δικύκλου", όπως προκύπτει από το από 29.6.2009 πρακτικό αρχαιρεσιών. Η αιτούσα την 6.7.2008 κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του καθ' ου, πλην όμως η καταγγελία αυτή ακυρώθηκε αμετακλήτως με την υπ' αριθμ. 3081/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, ο καθ' ου επανήλθε στην εργασία του την 15.5.2009, ενώ του κατεβλήθησαν εκ μέρους της αιτούσας οι επιδικασθέντες μισθοί υπερημερίας. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι κατά το χρονικό διάστημα της απουσίας του καθ' ου η αιτούσα, προκειμένου να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της στο χώρο της ταχυμεταφοράς, μετέβαλε τον τρόπο εργασίας των ταχυμεταφορέων. Ειδικότερα, οι τελευταίοι δεν εκτελούσαν πλέον την παράδοση και παραλαβή δεμάτων συμπληρώνοντας τα στοιχεία του παραλήπτη και αποστολέα αντίστοιχα στο ειδικό έντυπο (voucher) το οποίο υπογραφόταν από τους τελευταίους, αλλά προμήθευσε τους διανομείς της με συσκευές ηλεκτρονικών φορητών τερματικών (PDA) με δέκτη GPS, με στόχο την αναβάθμιση των υπηρεσιών προς τους πελάτες του δικτύου. Με τη χρήση των ανωτέρω συσκευών η αιτούσα αποσκοπούσε στην επιτάχυνση των εργασιών κατά την παράδοση και παραλαβή των αποστολών, καθώς και στη μείωση των εσωτερικών εργασιών διαχείρισης λαθών στα καταστήματα, διά της πλήρους αυτοματοποίησης των εργασιών καταχώρησης. Ειδικότερα, με τη χρήση των ανωτέρω συσκευών καθίστατο δυνατή η ηλεκτρονική λήψη και αυτόματη ενημέρωση του on-line συστήματος της εταιρίας με το ονοματεπώνυμο και την ώρα παραλαβής και παράδοσης, καθώς και των σχετικών υπογραφών, με την οποία θα καταργούνταν πλέον η χειρόγραφη συμπλήρωση των αποδεικτικών παράδοσης και καταχώρηση στο σύστημα. Περαιτέρω, η νέα συσκευή παρείχε, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα παρακολούθησης πορείας και στάσεως διανομέα, καθώς και τη δρομολόγηση διανομέα σε λειτουργικά ενδεδειγμένες διευθύνσεις για την ορθολογικότερη κατανομή των δρομολογίων μεταξύ των διανομέων. Η χρήση της ανωτέρω συσκευής προβλέπεται στον Κανονισμό Γενικών Αδειών της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), ο οποίος ρυθμίζει τις κατηγορίες των Γενικών Αδειών, τον τρόπο καταβολής των τελών για την εγγραφή των ταχυδρομικών επιχειρήσεων στο Μητρώο Ταχυδρομικών Επιχειρήσεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια αφορά τις Γενικές Άδειες. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση 686/2013 (Φ.Ε.Κ. Β' 1700/2013), η οποία αντικατέστησε την όμοια περιεχομένου απόφαση 504/2009 (Φ.Ε.Κ. Β' 46/19.1.2009): "Οι επιχειρήσεις που παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες υπό καθεστώς Γενικής Άδειας οφείλουν να: 1) ... 2. τηρούν Ειδικό Σύστημα Παρακολούθησης και Εντοπισμού Ταχυδρομικών Αντικειμένων (Ε.Σ.Π.Ε.Τ.Α.), το οποίο: α) επιτρέπει την παρακολούθηση και εντοπισμό του ταχυδρομικού αντικειμένου ταχυμεταφορών και την ενημέρωση των χρηστών/καταναλωτών για τη διακίνηση της αποστολής τους, μέσω ιδίως διαδικτύου, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τηλεφώνου και να ενημερώνεται για κάθε μεταβολή των στοιχείων που αφορούν στην ταυτότητα ή τη διακίνηση του ταχυδρομικού αντικειμένου, κατά τη διαδρομή του, από τον αποστολέα έως τον παραλήπτη. Η καταχώρηση του ταχυδρομικού αντικειμένου είναι μονοσήμαντα ορισμένη στο Ε.Σ.Π.Ε Τ.Α. της αδειοδοτημένης επιχείρησης και του δικτύου της, β) σε περίπτωση συνεργασίας με άλλες ταχυδρομικές επιχειρήσεις, ανταλλάσσει, με τα πληροφοριακά συστήματα αυτών, πληροφορίες που έχουν σχέση με την παρακολούθηση και τον εντοπισμό του ταχυδρομικού αντικειμένου και με την πληροφόρηση των χρηστών/καταναλωτών, γ) έχει τη δυνατότητα ηλεκτρονικής καταχώρησης, διαχείρισης και διακράτησης για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των έξι (6) μηνών, ιδίως, των παρακάτω πληροφοριών για κάθε ταχυδρομικό αντικείμενο: αριθμό ή κωδικό ταυτοποίησης ταχυδρομικού αντικειμένου, στοιχεία αποστολέα/παραλήπτη, ημερομηνία, τόπο και ώρα παραλαβής, ημερομηνία, τόπο και ώρα επίδοσης και όνομα ατόμου που παρέλαβε το ταχυδρομικό αντικείμενο, βάρος ή κλιμάκιο βάρους ταχυδρομικού αντικειμένου, είδος ταχυδρομικού αντικειμένου με ελάχιστη διάκριση σε φάκελο/δέμα και ημερομηνία/ ες και ώρα/ες αποτυχημένων προσπαθειών επίδοσης" (άρθρο 10). Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η χρήση της εν λόγω συσκευής και η ένταξή της σε ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης των ταχυδρομικών αντικειμένων απαιτείται πλέον από όλες τις επιχειρήσεις ή υπηρεσίες που χρησιμοποιούν το σύστημα ταχυμεταφοράς (βλ. ενδεικτικά πρόσκληση για συμμετοχή σε πρόχειρο διαγωνισμό για Παροχή Υπηρεσιών Ταχυμεταφοράς της ανώνυμης εταιρείας "Εθνικό Δίκτυο Έρευνας και Τεχνολογίας", Διακήρυξη Δημοπρασίας της Ε.Υ.Δ.Α.Π.). Για τη χρήση της ανωτέρω συσκευής και την ανυπαρξία επικίνδυνων επιπτώσεων από αυτή η αιτούσα ενημέρωσε ειδικότερα την Πρωτοβάθμια Συνδικαλιστική Οργάνωση με την επωνυμία "Σωματείο Εργαζομένων * Α.Ε.Ε." και αφού πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις και επαφές των δύο μερών η διοίκηση του Πρωτοβάθμιου Σωματείου δεν έθεσε περαιτέρω θέματα, ούτε προκύπτει ότι αντέδρασε σχετικά με τη χρήση της. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι τόσο και ο καθ' ου η αίτηση όσο και οι συνάδερφοί του εκπαιδεύτηκαν για ικανό χρονικό διάστημα στη χρήση της ανωτέρω συσκευής, πλην όμως ο καθ' ου αρνούνταν επίμονα να την παραλάβει και να τη χρησιμοποιήσει επικαλούμενος λόγους υγείας και προσβολής των προσωπικών του δεδομένων, λόγους τους οποίους επικαλείται με τους πρώτο και τρίτο λόγο της έφεσής του, θεωρώντας ότι η χρήση αυτής είναι αντίθετη στο ν. 2472/1997 λόγω έλλειψης άδειας από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Κατόπιν της ανωτέρω άρνησης του καθ' ου και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης η αιτούσα με την από 12.10.2010 καταγγελία σύμβασης εργασίας κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου για σπουδαίο λόγο καταβάλλοντας ταυτόχρονα στον καθ' ου το ποσό των 20.200 ευρώ ως αποζημίωση (βλ. την από 12.10.2010 καταγγελία σύμβασης εργασίας σε συνδυασμό με την από 13.10.2010 αναγγελία καταγγελίας σύμβασης εργασίας). Έκτοτε, ο καθ' ου σταμάτησε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην αιτούσα. Εν προκειμένω και αναφορικά με τους ανωτέρω λόγους της έφεσης αποδείχτηκε ότι η εν λόγω συσκευή αποτελεί έναν φορητό υπολογιστή, μεσαίου μεγέθους, φορητό τερματικό με επιλογές επικοινωνίας και ενσωματωμένο πληκτρολόγιο, που λειτουργεί σαν πλήρες κινητό τηλέφωνο, απευθύνεται σε εφαρμογές που απαιτούν επικοινωνίες μέσω GSM και δορυφορική πλοήγηση (GPS). Ειδικότερα, απευθύνεται, όπως προαναφέρθηκε, σε εταιρείες που παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες, ενώ η χρήση της αποτελεί προαπαιτούμενο για την έγκριση της άδειάς τους. Όσον αφορά στην επικαλούμενη από τον καθ' ου επιβλαβή για την υγεία ακτινοβολία που εκπέμπεται από τις συγκεκριμένες συσκευές από κανένα ιατρικό ή άλλου είδους επιστημονικό έγγραφο δεν αποδείχτηκε ότι η ακτινοβολία που εκπέμπεται από την ανωτέρω συσκευή συνιστά κίνδυνο για την υγεία του εργαζόμενου σε βαθμό τέτοιο ώστε να κρίνεται ακατάλληλη η χρήση της από τον τελευταίο. Εξάλλου, σχετικά με τον κίνδυνο χρήσης του φορητού τερματικού σε έλεγχο που πραγματοποιήθηκε από την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας στις εγκαταστάσεις της αιτούσας, όπου φυλάσσεται το σύνολο των επίδικων συσκευών, διαπιστώθηκε ότι σε όλες τις θέσεις μέτρησης δεν διαπιστώθηκαν υπερβάσεις ή πιθανές υπερβάσεις ορίων ασφαλούς έκθεσης του κοινού, όπως αυτά ορίζονται στην κείμενη νομοθεσία, και συνεπώς τηρούνται τα όρια αυτά σε όλα τα προαναφερθέντα σημεία που πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις (βλ. την υπ' αριθμ. πρωτ. Μ.Ι./411/6066/10.12.2009 έκθεση μετρήσεων των επιπέδων της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας σε χώρους του κτιρίου όπου στεγάζεται η * Α.Ε.Ε. Διεθνείς μεταφορές και διευκολύνσεις Α.Ε. επί της οδού ... αριθμ. ... στον ... Αττικής). Η ως άνω κρίση του δικαστηρίου δεν αναιρείται από την προσκομιζόμενη από τον καθ' ου από 18.1.2010 ψυχιατρική γνωμάτευση του Διευθυντή ψυχιάτρου ΨΝΑ Θ.Μ., η οποία αφορά ενδεχόμενες ψυχιατρικής φύσεως επιπτώσεις της παρακολούθησης της θέσεως του εργαζομένου μέσω των ανωτέρω συσκευών, χωρίς όμως να αναλύει επιστημονικά το ζήτημα της εντάσεως και των συνεπειών της εκπεμπόμενης ακτινοβολίας. Περαιτέρω, ενόψει της φύσεως και του χαρακτήρα της λειτουργίας των ανωτέρω συσκευών, δεν αποδείχτηκε ότι συντρέχει περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου και εν προκειμένω του καθ' ου. Ειδικότερα, είναι μεν γεγονός ότι οι ανωτέρω συσκευές παρέχουν στην αιτούσα εργοδότρια εταιρία τη δυνατότητα εντοπισμού του διανομέα, του δρομολογίου που αυτός εκτελεί καθώς και των στάσεων που πραγματοποιεί. Η ως άνω συλλογή, όμως, δεδομένων δεν δύναται να θεμελιώσει προσβολή της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας εργαζομένου κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 2472/1997 για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τούτο, διότι η συγκεκριμένη συλλογή δεδομένων σχετικά με τη θέση και την πορεία του εργαζομένου τελεί σε άμεση σχέση με το αντικείμενο της εργασιακής σχέσεως, το οποίο συνίσταται στην έγκαιρη μεταφορά και παράδοση του υλικού από το διανομέα στον εκάστοτε προκαθορισμένο προορισμό. Εξάλλου, παρόμοιο έλεγχο σχετικά με τη θέση και την πορεία του εργαζομένου μπορούσε να ασκήσει η αιτούσα και με τον προγενέστερο τρόπο διακίνησης των αντικειμένων (εγγράφων, δεμάτων, κ.λπ.) ελέγχοντας τις ώρες και τους τόπους που σημειώνονταν από το διανομέα-καθ' ου στα ειδικά έντυπα (voucher) ως ώρες και τόποι αντίστοιχα παράδοσης και παραλαβής. Ο εφοδιασμός δε του προσωπικού με τα ηλεκτρονικά φορητά τερματικά (PDA) και ο on-line εντοπισμός του διανομέα κρίνεται στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας, που επιβάλλει το άρθρο 4 του ανωτέρω νόμου, πρόσφορο μέτρο για την εύρυθμη, αυτοματοποιημένη και εν τέλει ταχεία διεκπεραίωση της παράδοσης και παραλαβής των αποστολών, με αποκλειστικό σκοπό τον εντοπισμό του διανομέως, στα πλαίσια ορθολογικότερης κατανομής των δρομολογίων και όχι τη συλλογή προσωπικών δεδομένων. Πέραν δε των ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο μέτρο του εντοπισμού του εργαζομένου δεν επεκτείνεται στην προσωπική συμπεριφορά αυτού και ως εκ τούτου δεν μπορεί, εξ απόψεως τηρήσεως της αρχής της αναγκαιότητας, να χαρακτηριστεί επαχθές για τον τελευταίο, αφ' ης στιγμής η συλλογή πληροφοριών περιορίζεται στον εντοπισμό της θέσης του διανομέως, χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου της προσωπικής συμπεριφοράς, των προσωπικών χαρακτηριστικών ή των προσωπικών επαφών των εργαζομένων (βλ. σχετ. Μον. Πρωτ. Πειρ. 1869/2010 αδημ., 115/2001 Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ΕΕργΔ 2001, 913), δεδομένης της απουσίας οποιασδήποτε δυνατότητας οπτικοακουστικού ελέγχου από την αιτούσα. Εξάλλου, δεν αποδείχτηκε ότι τα ως άνω συλλεγέντα δεδομένα χρησιμοποιούνται καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο, για άλλες αιτίες, πλην των προαναφερθεισών, από τις οποίες θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για την προσωπικότητα και αξιοπρέπεια του καθ' ου-εργαζομένου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, η άρνηση συμμόρφωσης του καθ' ου η αίτηση σύμφωνα με τις οδηγίες της εργοδότριας εταιρείας για τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας του, καθώς επίσης και η συνέχιση απ' αυτόν της εργασίας με τον τρόπο που αυτός θεωρεί καταλληλότερο, συνιστά άρνηση εκτέλεσης, και μάλιστα επίμονη και αδικαιολόγητη, δεδομένου ότι αυτή δεν εκτελείται με τον τρόπο που ο εργοδότης αποφάσισε ως αποτελεσματικότερο για τη λειτουργία της παραπάνω επιχείρησής του στα πλαίσια του διευθυντικού του δικαιώματος. Η εμμονή δε αυτή του καθ' ου στην ως άνω άρνησή του αποδεικνύεται από το ότι ο τελευταίος ούτε ενώπιον της παρούσας Επιτροπής, ούτε ενώπιον της Πρωτοβάθμιας αλλά και ούτε ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, στην οποία προσέφυγε τον Αύγουστο του 2016 ενόψει της συζήτησης της υπό κρίση εφέσεως, δεν προσφέρθηκε να χρησιμοποιήσει την επίδικη συσκευή στην περίπτωση κατά την οποία επέστρεφε στην εργασία του. Με το δεύτερο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η αιτούσα ζητεί την απόλυσή του καθ' υπέρβαση των ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., καθόσον ζητά την απόλυσή του λόγω εκδικητικής διάθεσης αντί να τον μεταθέσει με την ίδια ειδικότητα προκειμένου να παρέχει τις υπηρεσίες του σε Τράπεζα όπου οι εργαζόμενοι δεν χρησιμοποιούν την επίδικη συσκευή. Ο λόγος αυτός της εφέσεως κρίνεται απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, καθόσον προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, χωρίς να αποδειχθεί ότι συντρέχει κάποιος λόγος από τους αναφερόμενους στο άρθρο 527 Κ.Πολ.Δ. (Ολ. Α.Π. 472/1983 ΝοΒ 32, 48, Α.Π. 1447/2010 ΕλλΔνη 2011, 570). Άλλωστε για να θεωρηθεί άκυρη ως καταχρηστική η καταγγελία, απαιτείται αυτή να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η προπαρατεθείσα διάταξη (Α.Π. 179/2016, Α.Π. 1096/2003). Ένα μέλος, όμως, της Επιτροπής, και ειδικότερα η εκπρόσωπος της Γ.Σ.Ε.Ε. Σοφία Καζάκου είχε την άποψη ότι: Η έφεση του εκκαλούντος πρέπει να γίνει δεκτή για τους παρακάτω λόγους: Το άρθρο 14 παρ. 10 του ν. 1264/1982 αναφέρει περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας των προστατευόμενων συνδικαλιστικών στελεχών. Η άρνηση από τον εργαζόμενο εκτέλεσης της εργασίας για την οποία έχει προσληφθεί προκειμένου να αποτελέσει λόγο καταγγελίας πρέπει να είναι επίμονη και αδικαιολόγητη (άρθρο 14 παρ. 10 στ. δ' ν. 1264/1982). Η προϋπόθεση που αναφέρεται στο αδικαιολόγητο της άρνησης αποκλείει όλες εκείνες τις περιπτώσεις που οφείλονται σε εύλογες αμφισβητήσεις των ορίων του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη (Άρι Καζάκου, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, Γ' Έκδοση, 2013, σ. 351, I. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο - Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, τόμ. 1, σ. 379). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, κάθε αμφιβολία αναφορικά με τη νομιμότητα εντολών και οδηγιών του εργοδότη θα πρέπει να ερμηνεύεται υπέρ του εργαζομένου κατ' εφαρμογή του κανόνα ερμηνείας "εν αμφιβολία υπέρ του εργαζομένου" (Άρι Καζάκου, ό.π., σ. 352). Στην προκειμένη περίπτωση με τη χρήση της επίμαχης ηλεκτρονικής συσκευής παραβιάζονται προσωπικά δεδομένα των εργαζομένων, δεδομένου ότι παρέχεται μέσω αυτής η δυνατότητα στον εργοδότη να ελέγχει και να εντοπίζει ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις των εργαζομένων, διεισδύοντας στην προσωπικότητα και την ιδιωτική τους ζωή, από την προστασία της οποίας δεν εξαιρείται η επαγγελματική ζωή τους. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, υπό την προεκτεθείσα σκέψη, παραβιάζει, εκτός των άλλων, και την αρχή της αναλογικότητας, αφού τα δεδομένα που συλλέγονται όχι μόνο δεν είναι συναφή και πρόσφορα, αλλά και περισσότερα από όσα απαιτεί ο σκοπός της επεξεργασίας. Επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε ότι η εταιρία απάντησε τεκμηριωμένα στις επιφυλάξεις του εκκαλούντα σχετικά με την ασφαλή και νόμιμη, σύμφωνα με το ν. 2472/1997, χρήση του επίμαχου μηχανήματος. Στο πλαίσιο αυτό, η αμφισβήτηση της χρήσης της επίμαχης ηλεκτρονικής συσκευής από τον εκκαλούντα είναι εύλογη και κατά συνέπεια δεν συντρέχει ο σχετικός λόγος καταγγελίας. Πρέπει ακόμη να συνεκτιμηθεί ότι ο εκκαλών δεν αρνείται την εκτέλεση της εργασίας, αλλά αμφισβητεί μόνο τη χρήση της συγκεκριμένης συσκευής. Με το δεδομένο αυτό, τυχόν αποδοχή της αίτησης της εργοδότριας εταιρίας, με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, θα οδηγούσε ανεπίτρεπτα σε διεύρυνση των λόγων για τους οποίους θα επιτρεπόταν η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της προστατευόμενης αυτής κατηγορίας μισθωτών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, κατά την άποψη της πλειοψηφίας, εν προκειμένω συντρέχει νόμιμος λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του καθ' ου για παράβαση του άρθρου 14 παρ. 10 στ. δ' του ν. 1264/1982. Επομένως, η Πρωτοβάθμια Επιτροπή, η οποία έστω και εν μέρει με διαφορετική αιτιολογία την οποία η παρούσα Επιτροπή νομίμως αντικαθιστά, έκανε δεκτή κατ' ουσίαν την αίτηση και επέτρεψε με την εκκαλουμένη απόφασή της στην αιτούσα να καταγγείλει τη σύμβαση αορίστου χρόνου του καθ' ου η αίτηση, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών με τους λόγους της έφεσής του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατόπιν τούτων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσία αβάσιμη.