Μεταβολές στο "Δίκαιο της Απεργίας" (Προβληματικός ο σχηματισμός "απαρτίας" και της λήψης απόφασης της "πλειοψηφίας" των μελών συνδικαλιστικής οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία - Ν. 4512/2018 άρθρο 211 ΦΕΚ 5/Α/17.1.2018) Απ. Μετζητάκου πρ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και πρ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Πρόλογος - Γενικά περί της απεργίας - Η νομική φύση της απεργίας - Προϋποθέσεις για την κήρυξη της απεργίας - Σύννομος σκοπός - Συλλογικό συμφέρον - Φορείς προστασίας του συλλογικού συμφέροντος - Διάκριση από ατομικές αξιώσεις - Διαφορές νομικής φύσης - Νομοθετικοί περιορισμοί - Η καλή πίστη ως γενεσιουργός αιτία για την κήρυξη της απεργίας - Απαραίτητη η προειδοποίηση και η γνωστοποίηση των αιτημάτων της απεργίας - Βασική προϋπόθεση η απόφαση της Γεν. Συνέλευσης ή του Διοικητικού Συμβουλίου κατά τις διακρίσεις του νόμου - Μεταβίβαση της αρμοδιότητας σε άλλο όργανο για την λήψη απόφασης είναι ανεπίτρεπτη - Δυνατότης εξουσιοδότησης στο Δ.Σ. μόνο για ορισμένα ζητήματα - Η έλλειψη απόφασης συνεπάγεται "αδέσποτη" απεργία - Απόφαση αντίθετη στον νόμο είναι ακυρώσιμη ή άκυρη - Επιτρεπτή η κήρυξη ολιγόωρων στάσεων εργασίας - Η κήρυξη απεργίας στις "Ενώσεις Προσώπων" στο "Δημόσιο" στις "κοινωνικοποιημένες" επιχειρήσεις και στα "παραρτήματα" αυτών - Αρμοδιότητες Σωματείων για την κήρυξη απεργίας - Η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις - Ποιες θεωρούνται "πρωτοβάθμιες" οργανώσεις επί των οποίων εφαρμόζεται η νεοεισαχθείσα διάταξη περί "ποσοστιαίας απαρτίας" - Εξαίρεση των πρωτοβαθμίων οργανώσεων ευρύτερης ή πανελλαδικής έκτασης - Η απεργία στις "δευτεροβάθμιες" και "τριτοβάθμιες" οργανώσεις και στα "Εργατικά Κέντρα" - Διαδικασία για την λήψη απόφασης της απεργίας - Μυστική ψηφοφορία με "σχετική" πλειοψηφία - Ο σχηματισμός της "ποσοστιαίας απαρτίας" - Δικαίωμα συμμετοχής στην λήψη απόφασης μόνο των "οικονομικά τακτοποιημένων" μελών – Η πλειοψηφία των 3/4 των παρόντων μελών για την λήψη της απόφασης - Προσωπικό ασφάλειας και η σύνθεσή του - Η διαδικασία καθορισμού της σύνθεσης του προσωπικού ασφαλείας - Οι "ειδικές ρυθμίσεις" υπό τον τύπο "επιχειρησιακής" Σ.Σ.Ε. - Ο "δημόσιος διάλογος" και η διαδικασία διεξαγωγής του - Συνέπειες παράνομης απεργίας - Ποινικός κολασμός - Δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης χωρίς καταβολή αποζημίωσης - Η συμμετοχή εργαζομένου σε παράνομη απεργία ως "οικειοθελής αποχώρηση" ή ως "πειθαρχικό" αδίκημα κ.λπ. Πρόλογος Αφορμή για την εκπόνηση της μελέτης που ακολουθεί, αποτέλεσε το περιεχόμενο των διατάξεων του πολυσυζητηθέντος "πολυνομοσχεδίου" και ήδη ψηφισθέντος Ν. 4512/2018 άρθρ. 211. Μεταξύ των νομοθετηθέντων νέων μέτρων περιλαμβάνεται και εκείνο που αφορά τις προϋποθέσεις για την κήρυξη απεργίας. Ειδικότερα, η προσθετική διάταξη στο άρθρο 8 του Ν. 1264/82 που ρυθμίζει την απαιτούμενη πλέον αυξημένη "ποσοστιαία απαρτία" κατά την συζήτηση και την λήψη απόφασης της πλειοψηφίας των μελών από την συνδικαλιστική οργάνωση που κηρύσσει την απεργία αποτέλεσε καθοριστικό σημείο και "εστία τριβής" και σύγκρουσης μεταξύ των πολιτικών στα έδρανα της βουλής, των ειδικών επιστημόνων στις τηλεοπτικές παρουσιάσεις τους και κυρίως των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών στελεχών στις πορείες και στις συγκεντρώσεις που πραγματοποιήθηκαν στις μεγάλες πόλεις της χώρας. Το ζήτημα αυτό -που γέμισε για αρκετό χρόνο και τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων- καλλιέργησε συνείδηση στο κοινωνικό σύνολο ότι, εμμέσως και εκ πλαγίου και μάλιστα υπό την πίεση των δανειστών-εταίρων μας μεθοδεύεται βαθμιαία η κατάργηση άσκησης του δικαιώματος της απεργίας. Αντιθέτως από την κυβερνητική πλευρά υποστηρίχθηκε και συνεχίζεται να υποστηρίζεται ότι, η επιχειρηθείσα νομοθετική μεταβολή του συγκεκριμένου τομέα του δικαίου της απεργίας -η οποία αποτελεί και υποχρέωση εκπλήρωσης των "προαπαιτουμένων" για την επίτευξη της αναμενόμενης "αξιολόγησης"- αποβλέπει στην συσπείρωση των εργαζομένων με την ένταξή τους στις αρμόδιες συνδικαλιστικές οργανώσεις και συνεπώς στοχεύει στην τόνωση και την επίτευξη μιας πραγματικής "αυτονομίας" του συνδικαλιστικού κινήματος. Ενόψει των εκατέρωθεν συγκρουομένων απόψεων που δημιουργούν εντάσεις ή ψευδαισθήσεις και σύγχυση στο κοινωνικό σύνολο και ειδικά στους εργαζομένους, θεωρήσαμε σκόπιμο και αναγκαίο να παρουσιάσουμε στον αναγνώστη μια συνοπτική και ολοκληρωμένη περιγραφή του διαμορφωθέντος μετά και την εισαχθείσα νέα διάταξη δικαίου της απεργίας, ελπίζοντας ότι, την "αμφίσημη" τυχόν πλευρά και τις ενδεχόμενες να προκύψουν αμφιβολίες του νέου δικαίου θα αποσαφηνίσουν και θα ερμηνεύσουν καλύτερα τα αρμόδια δικαστήρια της χώρας, την πλούσια νομολογία των οποίων κατά κόρον επικαλούμεθα. Γενικά περί της απεργίας Υπενθυμίζεται, κατ' αρχήν ότι η απεργία είναι δικαίωμα συνταγματικής τάξης την οποία θεσπίζει και κατοχυρώνει το άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος 1975, με σκοπό την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, που επιδιώκονται βέβαια εντός των ορίων της γενικής νομιμότητας του άρθρου 23 παρ. 1 του Συντάγματος. Η συνταγματική αυτή προστασία του, προς "απεργείν" δικαιώματος, πλαισιώνεται με ποικιλία κανόνων δικαίου διαφορετικής βαθμίδας, ήτοι, με ειδικότερες, κατά καιρούς ισχύσασες ή ισχύουσες νομοθετικές ρυθμίσεις, ή διεθνείς συμβάσεις εργασίας που επικυρώθησαν από τον εσωτερικό νομοθέτη. Τέτοιες ρυθμίσεις ήταν παλαιότερα ο Ν. 2151/50 άρθρ. 8, το Β.Δ. 15/20.5.1920 άρθρ. 27, το Ν.Δ. 890/71 που ανατράπηκε από το Ν.Δ. 42/74, ο Ν. 330/1976 άρθρα 32 έως 38, ο βασικός ισχύων Ν. 1264/1982 άρθρα 19 έως 22 ορισμένες διατάξεις του οποίου τροποποιήθηκαν ή συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα με τα νομοθετήματα 1365/1983 άρθρ. 4, 1915/1990 άρθρ. 3 και 2224/1990 άρθρα 2 και 3 και προσφάτως ο Ν. 4512/2018, άρθρ. 211. Παράλληλα όπως προαναφέρθηκε το απεργιακό δικαίωμα αναγνωρίσθηκε με την ΔΣΕ 87/1948 που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 4204/1961 προς δε και το Ν.Δ. 53/1974 που επικύρωσε το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής σύμβασης της 4.11.1950 και τέλος τον Ν. 1426/1984 που επικύρωσε το άρθρο 6 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Εν τούτοις, παρά το πλήθος των προαναφερθεισών διατάξεων, δεν έχει μέχρι σήμερα διατυπωθεί κάποιος σαφής νομοθετικός ορισμός της απεργίας. Ωστόσο από αυτά που, κατά καιρούς, υποστήριξε η επιστήμη και η νομολογία των δικαστηρίων, προκύπτει ως γενικός κανόνας ότι η απεργία είναι η ομαδική προσωρινή και ηθελημένη αναστολή εκτέλεσης της εργασίας, που αποφασίζεται από τις Γεν. Συνελεύσεις ή τα Διοικ. Συμβούλια των αρμόδιων συνδικαλιστικών σωματείων των εργαζομένων, με στόχο την διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των μισθωτών, ήτοι την ύπαρξη συννόμου σκοπού εντός των ορίων της καλής πίστης. Η έλλειψη μιας των ως άνω προϋποθέσεων δεν συνιστά απεργία με την καθιερωμένη στην επιστήμη έννοια του όρου. Προϋποθέσεις για την κήρυξη της απεργίας α) Σύννομος σκοπός - Συλλογικό συμφέρον - Αντικείμενο της απεργίας Μία από τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος της απεργίας είναι η ύπαρξη συννόμου σκοπού που αναγνωρίζεται από το δίκαιο. Ήτοι σκοπού που αποβλέπει στην διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, κοινωνικών, εργασιακών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων. Υπενθυμίζεται ότι, η προϋπόθεση αυτή ως γενεσιουργός αιτία του απεργιακού αγώνα απορρέει ευθέως και κυρίως τόσο εκ του Συντάγματος 1975, άρθρ. 23, παρ. 2 όσο και εκ του νόμου 1264/82, άρθρ. 19, αλλά και του προϊσχύσαντος Ν. 330/76, άρθρ. 34, προς δε έχει σφυρηλατηθεί, ως τοιαύτη και από την νομολογία των δικαστηρίων. Συνεπώς για την στοιχειοθέτηση της εννοίας της απεργίας απαραίτητη είναι η ύπαρξη του "συλλογικού συμφέροντος". Με τον όρο αυτό νοείται το συμφέρον των επί μέρους ατομικών συμφερόντων των μελών ορισμένης κατηγορίας εργαζομένων, το οποίο μπορεί να εμφανίζεται σε διάφορες βαθμίδες, δηλαδή, ως συμφέρον του συνόλου του προσωπικού μιας επιχείρησης, ή ως συμφέρον επαγγελματικής κατηγορίας εργαζομένων, ή ακόμη και ευρύτερης έκτασης. Οι επαγγελματικές οργανώσεις των μισθωτών, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά οι φορείς αυτού του συμφέροντος, το οποίο, υπόψει δεν είναι ίδιο (ξεχωριστό) συμφέρον των οργανώσεων, ως νομικών προσώπων. Επισημαίνεται ότι, σκοπός των επαγγελματικών οργανώσεων είναι η θεραπεία του συλλογικού συμφέροντος, όπως αυτό ειδικά περιγράφεται στα οικεία καταστατικά και αφορά θέματα οικονομικά, κοινωνικά, επαγγελματικά, ασφαλιστικά, πολιτιστικά, συνεταιριστικά, αλληλεγγύης και λοιπά συναφή. Έτσι λοιπόν θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, το συλλογικό συμφέρον είναι κατ' ουσία η συνισταμένη σειράς πλειόνων ατομικών ομογενών συμφερόντων, χωρίς όμως να είναι το άθροισμα αυτών. Δηλαδή το συλλογικό συμφέρον θα πρέπει να ενδιαφέρει και να αφορά ένα σύνολο εργαζομένων που θεωρούνται ως "σύνολο". Με την παραπάνω σκέψη και έννοια δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί "συλλογικό συμφέρον" για προβαλλόμενες ατομικές αξιώσεις, υπέρ ορισμένων εργαζομένων, προς δε, δεν μπορεί να νοηθεί προσβολή του συλλογικού συμφέροντος, ή απόλυση εργαζομένου για επαγγελματική ανικανότητα και η εκ του λόγου τούτου απειλή απεργίας με στόχο την επαναπρόσληψή του. Αντίθετα, η δίωξη ενός και μόνου εργαζομένου που γίνεται λόγω συνδικαλιστικής δραστηριότητάς του, θίγει οπωσδήποτε το συλλογικό συμφέρον και ως εκ τούτου δικαιολογεί ενδεχομένως την πραγματοποιούμενη απεργία. Επίσης έχει γίνει δεκτό ότι, πλήττεται το συλλογικό συμφέρον στις περιπτώσεις που επιχειρούνται ομαδικές απολύσεις, για τις οποίες υπάρχει φόβος ότι θα επεκταθούν και στο λοιπό προσωπικό. Ερώτημα ανακύπτει στις περιπτώσεις απεργίας που πραγματοποιείται για την επίλυση διένεξης ή διαφοράς νομικής φύσης η οποία μπορεί να λυθεί με την προσφυγή στα τακτικά δικαστήρια. Επισημαίνεται ότι, οι "νομικές" διαφορές, ήτοι εκείνες που προκύπτουν από την ερμηνεία διατάξεων του νόμου και των οποίων η επίλυση ανήκει στην δικαστική εξουσία, διακρίνονται σαφώς από τις διαφορές "συμφερόντων" και συνεπώς δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της απεργίας (Εφ. Αθην. 9477/83, Α.Π. 526/66, Μον. Πρωτ. Αθην. 1012/85, Μον. Πρωτ. Θεσ. 233/89). Ωστόσο υποστηρίζεται ότι, μπορεί να κηρυχθεί απεργία για νομικές διαφορές, ιδίως στις περιπτώσεις που ο εργοδότης παραβιάζει διατάξεις της κειμένης νομοθεσίας, ή δεν εφαρμόζει Σ.Σ.Ε. που τον δεσμεύει, ή αθετεί και δεν εφαρμόζει μέτρα ασφαλείας και υγιεινής των εργαζομένων. Η εργοδοτική αυτή συμπεριφορά, θίγει κατά τον Λ. Ντάσιο το προαναφερθέν συλλογικό συμφέρον. Με ιδιαιτερότητα τονίζεται ότι οι διαφορές "συμφερόντων" αφορούν την διαμόρφωση των εργασιακών σχέσεων και ειδικότερα την αμοιβή ή τις συνθήκες της εργασίας, δηλαδή δικαιώματα που δεν απορρέουν από κάποιο ισχύον νομικό καθεστώς αλλά αφορούν συμφέροντα οικονομικής ως επί το πλείστον υφής. Η λύση αυτών των διαφορών και η γενικότερη εξισορρόπηση των συγκρουομένων συμφερόντων δεν βρίσκεται προδιαγεγραμμένη στον νόμο, αλλά αυτή μπορεί να προχωρήσει, όχι υπό την στάθμιση "νομικών" αλλά οικονομικών, τεχνικών και κοινωνικών δεδομένων. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι το ιδιότυπο των συλλογικών διαφορών συμφέροντος και ως τέτοιες διαφορές δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο απεργίας. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι σύννομος ο σκοπός ως γενεσιουργός αιτία άσκησης του δικαιώματος της απεργίας εφόσον τα προβαλλόμενα αιτήματα, είτε αντίκεινται στους νομοθετικούς περιορισμούς οι οποίοι χαράσσουν τα όρια των ρυθμιζομένων θεμάτων, είτε διότι εκφεύγουν ολοσχερώς της αυστηρής έννοιας των εργασιακών σχέσεων. Η διεθνοποίηση των εργασιακών σχέσεων εμφανίζεται ως συνέπεια που είναι συνδεδεμένη με πλείστους όσους παράγοντες. Φαινόμενα διεθνοποίησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στον τομέα της εργασίας είναι ότι, η συνδικαλιστική δράση εκτείνεται συγχρόνως σε πολλούς τομείς, π.χ. στον επιχειρησιακό, τον τοπικό, τον κλαδικό, τον εθνικό, τον πολιτικό ακόμη δε και τον υπερεθνικό. Γεγονός που σημαίνει ότι, οι επαγγελματικές οργανώσεις των εργαζομένων επεκτείνουν την δράση τους σε τομείς, όχι καθαρά επαγγελματικούς αλλά και σε ευρύτερους που αφορούν την καλυτέρευση του ποιοτικού επιπέδου της ζωής των μελών τους. Η νομοθετική αδυναμία συλλογικοποίησης των παραπάνω θεμάτων στις συλλογικές σχέσεις, μπορεί ενδεχομένως να είναι και εκείνη που καθιστά μια απεργία ως παράνομη. β) Καλή πίστη - Προειδοποίηση για την κήρυξη απεργίας Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, το δικαίωμα της απεργίας πρέπει να ασκείται μέσα στα όρια της καλής πίστης κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ και μάλιστα ύστερα από σχετική προειδοποίηση του οικείου εργοδότου, ή της επαγγελματικής οργάνωσης στην οποία ανήκει. Η σχετική διάταξη του άρθρου 19, παρ. 1, εδαφ. γ του Ν. 1264/82, επιβάλλει την υποχρέωση στην συνδικαλιστική οργάνωση να προειδοποιήσει τον εργοδότη, τουλάχιστον 24 ώρες πριν από την πραγματοποίηση της απεργίας. Στόχος και σκοπός της παραπάνω διάταξης είναι να αποτρέψει τον αιφνιδιασμό του εργοδότη και παράλληλα να διαφυλάξει τους εργαζομένους από μια στιγμιαία και πρόχειρη απόφασή τους. Όμως δεν αρκεί μόνο αυτό για να πληρωθεί η έννοια της καλής πίστης. Το προτιθέμενο να απεργήσει σωματείο θα πρέπει προηγουμένως έγκαιρα να έχει γνωστοποιήσει προς την άλλη πλευρά τα σχετικά αιτήματά του δίδοντας εύλογο και ικανό χρόνο για συζήτηση και ρύθμισή τους. Με τον τρόπο αυτό, δεν τηρείται μόνο ο νόμος αλλά κυρίως και επί πλέον εξασφαλίζονται συνθήκες ευνοϊκές με τις οποίες τα συγκρουόμενα μέρη μπορούν να προέλθουν σε ουσιαστική επίλυση των θεμάτων-διαφορών που τους απασχολούν και μάλιστα σε ειρηνικό επίπεδο. Αιτήματα διαφορετικά από εκείνα που γνωστοποιήθηκαν καταστρατηγούν την "καλή πίστη". Υπόψει πάντως ότι, η απεργία που πραγματοποιείται χωρίς την 24ωρη προειδοποίηση είναι παράνομη (Α.Π. 515/84, Εφ. Αθην. 10048/90, Εφ. Αθην. 2522/90, Εφ. Αθην. 10599/87, Εφ. Αθην. 1702/85, Εφ. Αθην. 4522/84, Μον. Πρωτ. Αθην. 1495/98, Μον. Πρωτ. Αθην. 1641/98, Μον. Πρωτ. Αθην. 1067/85, Εφ. Θεσ. 2285/83). Η απεργία αυτή παραμένει παράνομη, έστω και αν για την συνέχισή της έχει γίνει 24ωρη προειδοποίηση του εργοδότου. Αν η αρχική απεργία έληξε ή διακόπηκε, τότε για την επανάληψή της ή την συνέχισή της απαιτείται να γίνει νέα προειδοποίηση του εργοδότου. Αν πάλι η απεργία διακόπηκε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, τότε δεν χρειάζεται νέα προειδοποίηση. Στις στάσεις εργασίας και στην διαλείπουσα απεργία επιβάλλεται συγκεκριμένη προειδοποίηση. Αυτό διότι, αν η προειδοποίηση είναι γενική ή αφηρημένη και δεν προσδιορίζει την περιοδικότητα της απεργίας (έναρξη και λήξη) τότε οι απεργούντες θα μπορούν να απέχουν από την εργασία τους οποτεδήποτε ισχυριζόμενοι ότι, απεργούν, ήτοι στοιχείο που δεν εναρμονίζεται με την έννοια και τις αρχές της καλής πίστης. Υπενθυμίζεται τέλος ότι, η προειδοποίηση μπορεί να γίνει είτε εγγράφως, ή τηλεγραφικά, ή με τέλεξ ακόμη και προφορικά (Εφ. Αθην. 10599/87, Εφ. Αθην. 1702/85, Μον. Πρωτ. Αθην. 1298/87, Μον. Πρωτ. Πειρ. 834/85, Μον. Πρωτ. Ιωαν. 57/83 κ.λπ.). Σε ό,τι αφορά την προειδοποίηση απεργίας στον χώρο του ακραιφνούς δημοσίου, ή των επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, για τους δημοσίους υπαλλήλους ή για τους εργαζομένους με σχέση ιδιωτικού δικαίου στους παραπάνω οργανισμούς, ο νομοθέτης προέβλεψε ειδικούς περιορισμούς. Σύμφωνα με τα άρθρα 20, παρ. 2 και 30, παρ. 8 του Ν. 1264/82, η απεργία δεν μπορεί να πραγματοποιηθρεί πριν περάσουν 4 πλήρεις ημέρες από την γνωστοποίηση των αιτημάτων. Απεργία που πραγματοποιείται χωρίς την προηγουμένη γνωστοποίηση είναι παράνομη (Εφ. Αθην. 1/92, Μον. Πρωτ. Αθην. 1495/98, Μον. Πρωτ Αθην. 3250/91, Μον. Πρωτ. Αθην. 3049/92, Μον. Πρωτ. Αθην. 3706/91, Μον. Πρωτ. Αθην. 2182/94 κ.λπ.). Η παραπάνω γνωστοποίηση γίνεται εγγράφως που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή στα αρμόδια καθ' ύλη Υπουργεία, ή στα εποπτεύοντα τοιαύτα τους εν λόγω οργανισμούς. Η, κατ' άλλο τρόπο γνωστοποίηση συνεπάγεται και οδηγεί στο παράνομο της απεργίας (Μον. Πρωτ. Αθ. 2975/83). Υπόψει ότι στους προαναφερθέντες χώρους του Δημοσίου τομέως, αλλά και του ευρυτέρου τοιούτου, υφίσταται πρόσθετη υποχρέωση, για την έναρξη δημοσίου διαλόγου (Ν. 2224/94, άρθρ. 3 παρ. 1). Παράλειψη της ως άνω υποχρέωσης "διαλόγου" οδηγεί στην παρανομία της απεργίας (Εφ. Πατρ. 917/2000, Μον. Πρωτοδ. Αθ. 1505/2001). Διευκρινίζεται ότι η διεξαγωγή του δημοσίου διαλόγου δεν αναστέλλει το δικαίωμα της απεργίας (Ν. 2224/94, άρθρ. 3 παρ. 5). Στα πλαίσια τήρησης των αρχών της "καλής πίστης" ως γενεσιουργού προϋπόθεσης για την κήρυξη απεργίας, ανήκει και η υποχρέωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης για την διάθεση "προσωπικού ασφαλείας". Πρόκειται για μηχανισμό που στοχεύει στην προστασία, την διασφάλιση και την πρόληψη καταστροφών ή ατυχημάτων των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και ακόμη περισσότερο την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. γ) Απόφαση του Σωματείου - Αρμοδιότητα κήρυξης απεργίας Τρίτη προϋπόθεση για την νόμιμη κήρυξη της απεργίας είναι η λήψη απόφασης από την Γενική Συνέλευση των μελών του Σωματείου ή του Διοικητικού Συμβουλίου της οργάνωσης κατά τις διακρίσεις του άρθρου 20, παρ. 1 του Ν. 1264/82. Στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις η απεργία κηρύσσεται με απόφαση της Γεν. Συνέλευσης που είναι και το ανώτατο όργανο. Ωστόσο, η Γεν. Συνέλευση που πήρε την απόφαση για απεργία, μπορεί να εξουσιοδοτήσει το Διοικ. Συμβούλιο, για την πραγματοποίηση της απεργίας και τον καθορισμό των άλλων λεπτομερειών που αναφέρονται στην έναρξη και την λήξη αυτής, την έκταση και την διάρκειά της, την μορφή, τον προσδιορισμό του προσωπικού ασφαλείας κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται η Γεν. Συνέλευση να παραχωρήσει στο Δ.Σ. "λευκή εξουσιοδότηση" ώστε η απόφαση για την απεργία να μεταφέρεται από την Γεν. Συνέλευση στο Δ.Σ. της οργάνωσης (Μον. Πρωτ. Αθην. 1067/85, Μον. Πρωτ. Πειρ. 716/85, Μον. Πρωτ. Αθην. 3476/85, Μον. Πρωτ. Χαλκ. 128/85, Εφ. Αθην. 9477/83, Εφ. Αθην. 8272/80, Εφ. Θεσ. 303/82, Μον. Πρωτ. Αθ. 3706/91 κ.λπ.). Μελλοντικά αιτήματα που ενδεχομένως να προκύψουν, είναι ανεπίτρεπτο να εξουσιοδοτηθούν εν λευκώ στο Δ.Σ. (Μον. Πρωτ. Θεσ. 2642/84, Μον. Πρωτ. Αθ. 3706/91) καθώς επίσης είναι ανεπίτρεπτη η παραχώρηση στο Δ.Σ. να κηρύξει ή όχι απεργία κατά την κρίση του (Μον. Πρωτ. Πειρ. 716/85). Υπόψει τέλος ότι, απεργία που πραγματοποιείται χωρίς προηγουμένη απόφαση της Γεν. Συνέλευσης είναι αδέσποτη (άρθρα 19 και 24 επ. του Ν. 1264/82), πλην όμως δεν αποκλείεται να νομιμοποιηθεί με μεταγενέστερη απόφαση της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Γενικότερα, απόφαση που αντίκειται στον νόμο ή στο καταστατικό του Σωματείου είναι ακυρώσιμη, ενδεχομένως δε να είναι και απολύτως άκυρη όταν η ληφθείσα απόφαση, αντίκειται σε διάταξη δημοσίας τάξης, η παραβίαση της ποίας είναι αθεράπευτη έστω και με την πάροδο της αποκλειστικής προθεσμίας που απαιτείται για την ακύρωσή της. Έχει κριθεί, κατά καιρούς ότι, είναι άκυρη και όχι απλώς ακυρώσιμη η απόφαση απεργίας που έχει συγκληθεί από προσωρινή διοίκηση περιορισμένης εξουσίας (Α.Π. 895/81), καθώς και απόφαση Γεν. Συνέλευσης που έχει συγκληθεί από μη νόμιμο συγκροτημένο Διοικ. Συμβούλιο (Εφ. Αθ. 302/81, Εφ. Αθ. 2390/79, Εφ. Αθ. 2809/80) ή που έχει συγκληθεί κατά παράβαση του καταστατικού του οικείου Σωματείου (Μον. Πρωτ. Αθ. 1290/84). Για την απόλυτα άκυρη απόφαση δεν απαιτείται προσβολή, γιατί αυτή θεωρείται νομικά ανύπαρκτη και συνεπώς η ακυρότητά της μπορεί να προβληθεί οποτεδήποτε και κυρίως αυτεπαγγέλτως. (Βλέπετε περισσότερα στο πόνημα του Γ. Λεβέντη "Συνδικαλιστικό Δίκαιο - Απεργία Τόμος Α'). Τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω για την λήψη απόφασης απεργίας στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις εφαρμόζονται κατ' αναλογία και στις περιπτώσεις που η απεργία κηρύσσεται με απόφαση των Διοικ. Συμβουλίων (Μον. Πρωτ. Αθ. 1067/85). Αντίθετη άποψη διατυπώνεται από τον Γ. Λεβέντη που θεωρεί ότι, δεν συντρέχει στις περιπτώσεις λήψης απόφασης από το Δ.Σ. "ταυτότητα νομικού λόγου" ώστε να δικαιολογείται η ανάλογη εφαρμογή, εκτός αν κάτι τέτοιο επιβάλλεται από το καταστατικό της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Αρμοδιότητες των συνδ. οργανώσεων για την κήρυξη της απεργίας Όπως προαναφέρθηκε, η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης (Ν. 1264/82, άρθρο 20 παρ. 1). Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό αποτελεί, σύμφωνα με την αμέσως παραπάνω διάταξη, η περίπτωση των πρωτοβαθμίων συνδικαλιστικών οργανώσεων ευρύτερης περιφέρειας, ή πανελλαδικής έκτασης, στις οποίες η απεργία κηρύσσεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, εκτός αν το καταστατικό ορίζει διαφορετικά. Το αυτό ισχύει και για τις πρωτοβάθμιες συνδ. οργανώσεις των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων του άρθρου 2, παρ. 1 του Ν. 1365/83 στις οποίες η απεργία κηρύσσεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης. Στις παραπάνω οργανώσεις πρώτου βαθμού ευρύτερης ή πανελλαδικής έκτασης η ψηφοφορία για την λήψη της απόφασης γίνεται στις έδρες των κεντρικών και περιφερειακών παραρτημάτων που προβλέπονται από τα καταστατικά τους. Η απόφαση πάλι για κήρυξη απεργίας από τοπικά παραρτήματα συνδικαλιστικής οργάνωσης ευρύτερης Περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης -πλην του νομού Αττικής- για θέματα τοπικού χαρακτήρα, λαμβάνεται από την συνέλευση των κατά τόπους παραρτημάτων και εγκρίνεται από το κεντρικό διοικητικό συμβούλιο της οικείας συνδ. οργάνωσης. Τέλος στις "ανωτέρου βαθμού" συνδ. οργανώσεις των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων, η κήρυξη οποιασδήποτε μορφής απεργίας λαμβάνεται με απόφαση του Διοικ. Συμβουλίου και μάλιστα με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του. Εξειδικεύοντας τα ανωτέρω, ανάγκη πρωτίστως να διευκρινισθεί ποίες θεωρούνται "πρωτοβάθμιες" συνδ. οργανώσεις, στις οποίες η λήψη απόφασης για την κήρυξη απεργίας, ανήκει στο όργανο της Γεν. Συνέλευσης. Η ανάγκη διευκρίνισης, για το παραπάνω ζήτημα προέκυψε εσχάτως κατά την συζήτηση του σχετικού "πολυνομοσχεδίου" καθόσον ορισμένοι ομιλητές στο κοινοβούλιο ή και σε τηλεοπτικές παρουσίες τους, υποστήριξαν εσφαλμένα κατά την άποψή μας, ότι στον χώρο των πρωτοβαθμίων συνδ. οργανώσεων ανήκουν μόνο τα "επιχειρησιακά" σωματεία και συνεπώς η πρόσφατη διάταξη του νέου νομοθετήματος περί ποσοστιαίας απαρτίας για την λήψη απόφασης απεργίας βρίσκει έδαφος εφαρμογής μόνο επί των "επιχειρησιακών" συνδ. οργανώσεων. Με βάση τα κρατούντα τόσο στην κειμένη νομοθεσία, την πλούσια δικαστηριακή νομολογία τα διδάγματα της επιστήμης και την διαμορφωθείσα πρακτική που έχει γίνει κοινή συνείδηση, ως πρωτοβάθμιες συνδ. οργανώσεις στις οποίες την λήψη απόφασης για κήρυξη απεργίας την λαμβάνει Γενική Συνέλευση των μελών, είναι οι ακόλουθες: α) Τα "επιχειρησιακά" σωματεία του άρθρου 3, παρ. 5 του Ν. 1876/90 τα οποία καλύπτουν το σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ανεξάρτητα από την κατηγορία, την θέση ή την ειδικότητα εκάστου εργαζομένου. Αν στην επιχείρηση δραστηριοποιούνται, δύο ή περισσότερες οργανώσεις, τότε ανακύπτει το ερώτημα, αν μπορούν και αυτές να κηρύξουν απεργία. Με βάση την αρχή της "αντιπροσωπευτικότητας" του άρθρου 6, της παρ. 2 του Ν. 1876/90, δικαίωμα για την κήρυξη απεργίας στον χώρο μιας επιχείρησης, θα πρέπει να έχει εκείνη η οργάνωση που πληροί τις προϋποθέσεις της προεκτεθείσης διάταξης, δηλαδή τον μεγαλύτερο αριθμό μελών. Όμως, κατά την άποψη πολλών, μεταξύ των οποίων και του καθηγητού Γ. Λεβέντη μια τέτοια αναγνώριση αρμοδιότητας θα εθεωρείτο ως αντισυνταγματική γιατί θα στερούσε την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας από την δεύτερη ή τις άλλες τυχόν υφιστάμενες οργανώσεις. Το πρόβλημα της "αρμοδιότητας" για την κήρυξη της απεργίας, θα ήταν ακόμη πιο πολύπλοκο αν οι λοιπές οργανώσεις καλύπτουν μισθωτούς συγκεκριμένου επαγγέλματος, διεκδικώντας την ρύθμιση ζητημάτων που αφορούν το επάγγελμά τους. Στις περιπτώσεις αυτές, η απαιτουμένη παρουσία του ενός δευτέρου (1/2) των μελών που προβλέπει το νέο νομοθέτημα 4512/2018 για τον σχηματισμό της απαρτίας θα ήταν άκρως δυσχερής. Ήτοι ζήτημα που μας οδηγεί στην συμπερασματική σκέψη ότι θα πρέπει να αναγνωρισθεί ως αρμόδια για την κήρυξη απεργίας, η "πλέον αντιπροσωπευτική" οργάνωση στον χώρο της επιχείρησης κατά την έννοια που επικράτησε στον χώρο των Σ.Σ.Ε. β) Επίσης στον χώρο της επιχείρησης, είναι δυνατή η κήρυξη απεργίας, από την "Ένωση προσώπων" της οποίας η σύσταση γίνεται, όχι από 10 εργαζομένους, που προέβλεπε ο νόμος 1264/82, άρθρο 1 παρ. 3α, αλλά από τα 3/5 τουλάχιστον των εργαζομένων στην επιχείρηση, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού του προσωπικού, όπως καθόρισε ο νεότερος νόμος 4024/2011, άρθρο 37. Πάντα ταύτα όμως υπό την προϋπόθεση ότι, δεν δραστηριοποιείται στο συγκεκριμένο χώρο "επιχειρησιακό" σωματείο. Στις παραπάνω περιπτώσεις, η απεργία κηρύσσεται, όχι με απόφαση των μελών της "Ένωσης" αλλά με την πλειοψηφία των εργαζομένων στην επιχείρηση που δεν επιτρέπεται η απαρτία της να υπολείπεται και αυτή του ενός δευτέρου (1/2) των εργαζομένων της επιχείρησης. Πρόβλημα ανακύπτει στο αν απαιτείται ως προϋπόθεση για την νομιμότητα της "απαρτίας" η υποχρέωση της οικονομικής τακτοποίησης των παρισταμένων, καθόσον ενδέχεται ικανός αριθμός εργαζομένων της επιχείρησης, να μη έχει την ιδιότητα του μέλους και ως εκ τούτου να απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής της οικονομικής εισφοράς. γ) Δικαίωμα κήρυξης απεργίας έχουν και οι πρωτοβάθμιες "ομοιοεπαγγελματικές" οργανώσεις, οι οποίες συνήθως είναι τοπικού χαρακτήρα ή ευρύτερης περιοχής. Η αρμοδιότητα για την προσφυγή σε απεργία και την λήψη της σχετικής απόφασης, ανήκει στις Γενικές Συνελεύσεις των μελών τους. Κατά συνέπεια οι επιπτώσεις από την εφαρμογή της νεοεισαχθείσης διάταξης περί του ποσοστού της απαρτίας των παρισταμένων και της υποχρέωσης της οικονομικής τακτοποίησης αυτών βρίσκει έδαφος εφαρμογής και στις παραπάνω συνδ. οργανώσεις πρώτου βαθμού όταν βεβαίως η κήρυξη της απεργίας στοχεύει την ικανοποίηση αιτημάτων τοπικού μόνο χαρακτήρα που καλύπτει το σωματείο. δ) Το ίδιο ισχύει και για τις πρωτοβάθμιες κλαδικές συνδ. οργανώσεις των οποίων η σύνθεση αποτελείται από εργαζομένους πολλών ομοειδών επιχειρήσεων συγκεκριμένης τοπικής περιοχής. Η απεργία που κηρύσσουν τόσο οι ομοιοεπαγγελματικές όσο και οι κλαδικές πρωτοβάθμιες οργανώσεις μπορεί να στοχεύουν και να περιορίζονται σε μια μόνο επιχείρηση από μισθωτούς του αυτού επαγγέλματος ή του ιδίου κλάδου. Ωστόσο, κατά την υπ' αριθ. 4084/82 απόφαση του Μον. Πρωτ. Θεσ., είναι ανεπίτρεπτη η κήρυξη τέτοιων απεργιών, αν στην συγκεκριμένη επιχείρηση που γίνεται η απεργία, δραστηριοποιείται "επιχειρησιακό" σωματείο με πλειοψηφία των εργαζομένων. Πάντως τέτοιες μεμονωμένες απεργίες εντοπισμένες σε συγκεκριμένη επιχείρηση, ενδέχεται να κριθούν ως καταχρηστικές αφού δι' αυτών επιχειρείται εμμέσως η καταστρατήγηση διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν. 1264/82 που επιβάλλουν την κήρυξη απεργίας από την Γενική Συνέλευση "επιχειρησιακού" σωματείου. Η απεργία στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδ. οργανώσεις Στις προαναφερθείσες συνδ. οργανώσεις, προς δε και τις τοιαύτες ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης, η απεργία κηρύσσεται με απόφαση των Διοικητικών Συμβουλίων αυτών, εκτός αν τα καταστατικά τους ορίζουν διαφορετικά (άρθρ. 20, παρ. 1 Ν. 1264/82). Αυτό γίνεται διότι, οι Γενικές Συνελεύσεις των ανωτέρω οργανώσεων που συγκροτούνται από τους αντιπροσώπους των Σωματείων πρώτου βαθμού είναι δυσκίνητα όργανα, αφού προέρχονται από οργανώσεις, των οποίων η "έδρα" είναι συνήθως απομεμακρυσμένη από τον τόπο της έδρας της δευτεροβάθμιας οργάνωσης και ως εκ τούτου η συγκέντρωση των αντιπροσώπων είναι δυσχερής κάθε φορά που παρίσταται ανάγκη για την λήψη αποφάσεων επί διαφόρων θεμάτων μεταξύ των οποίων και το ζήτημα της απεργίας. Η σχετική διάταξη του άρθρου 20, παρ. 1 του Ν. 1264/82 επί του θέματος αυτού είναι ενδοτικού δικαίου. Επισημαίνεται ότι, με αποφάσεις των Διοικ. Συμβουλίων των Δευτεροβαθμίων οργανώσεων, αλλά και των Πρωτοβαθμίων, επιτρέπεται να κηρύσσονται ολιγόωρες στάσεις εργασίας, εφόσον αυτές δεν πραγματοποιούνται την ίδια ημέρα, ή μέσα στην ίδια εβδομάδα. Αν όμως οι στάσεις εργασίας πραγματοποιούνται εντός των παραπάνω χρονικών διαστημάτων (ημέρας ή εβδομάδας), τότε για την κήρυξή τους απαιτείται απόφαση της Γεν. Συνέλευσης (άρθρ. 19, Ν. 1264/82 Μον. Πρωτ. Πειρ. 716/85). Οι τριτοβάθμιες συνδ. οργανώσεις, κηρύσσουν απεργία, πανελλαδικής έκτασης για εργαζομένους που εκπροσωπούνται, μέσω των δευτεροβαθμίων οργανώσεων που είναι μέλη τους. Στις απεργίες αυτές μπορεί να συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξαρτήτως αν είναι συνδικαλισμένοι, με την προϋπόθεση όμως ότι, επαγγελματικά ή κλαδικά ανήκουν στην συγκεκριμένη δραστηριότητα που καλύπτει η οικεία Συνομοσπονδία (Μον. Πρ. Αθ. 534/93, Μον. Πρ. Αθ. 898/2003). Στις πανελλαδικές ή στις ευρύτερης έκτασης, απεργίες, την υποχρέωση διάθεσης "προσωπικού ασφαλείας" την έχει το επιχειρησιακό σωματείο. Τα Εργατικά Κέντρα και μάλιστα το "πλέον αντιπροσωπευτικό" της περιοχής, μπορεί να κηρύξει απεργία για εργαζομένους επιχειρήσεων, ή εκμεταλλεύσεων στις οποίες όμως δεν δραστηριοποιείται "επιχειρησιακό" ή "κλαδικό" σωματείο, ή "Ένωση Προσώπων" (Ν. 1365/83 άρθρ. 4). Η απεργία αυτή αφορά τις τοπικές περιφέρειες, ή τα επαγγέλματα, ή τους οικονομικούς κλάδους που καλύπτει κάθε Εργατικό Κέντρο. Υπόψει πάντως ότι, οι τοιαύτες απεργίες δεν επιτρέπεται να στοχεύουν και να πραγματοποιούνται σε συγκεκριμένη επιχείρηση υποκαθιστώντας έτσι το αρμόδιο πρωτοβάθμιο σωματείο, "κλαδικό" ή "επαγγελματικό" που ανήκει στην δύναμη του Εργατικού Κέντρου που κήρυξε την απεργία. Πάρα ταύτα είναι δυνατή η ανάληψη ευθύνης για απεργία από το Εργατικό Κέντρο, που πραγματοποιείται σε συγκεκριμένη επιχείρηση (του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα). Πάντα ταύτα με την επισημανθείσα ήδη προϋπόθεση ότι, στην επιχείρηση δεν δραστηριοποιείται "επιχειρησιακό" ή "κλαδικό" σωματείο ή και "Ένωση Προσώπων" (Ν. 1264/82, άρθρ. 20). Τα Τοπικά Παραρτήματα συνδ. οργανώσεων ευρύτερης ή πανελλαδικής έκτασης -τα οποία δεν θεωρούνται αυτοτελείς συνδ. οργανώσεις- δεν επιτρέπεται να αποφασίζουν κήρυξη απεργίας, έστω και τοπικού χαρακτήρα. Η απεργία για τα εν λόγω παραρτήματα αποφασίζεται από το Διοικ. Συμβούλιο ή από την Γεν. Συνέλευση, σωματείου ευρύτερης περιοχής που προβλέπεται από το καταστατικό (Ν. 1264/82, άρθρ. 20, παρ. 8). Η κήρυξη απεργίας στις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις Για το προσωπικό των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων, δηλαδή τους εργαζομένους των επιχειρήσεων "δημόσιου" χαρακτήρα ή "κοινής ωφέλειας" οι οποίες προσδιορίζονται στο άρθρο 19 παρ. 2, εδ. β του Ν. 1264/82, όπως τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του Ν. 1915/90, προς δε και για το προσωπικό των Τραπεζών και ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ανήκουν στον δημόσιο τομέα, όπως καθορίσθηκε από το άρθρο 1, παρ. 6 του Ν. 1256/82 κ.λπ. η κήρυξη της οποιασδήποτε μορφής απεργίας, λαμβάνεται από την Γεν. Συνέλευση της πρωτοβάθμιας συνδ. οργάνωσης, η οποία βρίσκεται σε νόμιμη απαρτία με την παρουσία οποιουδήποτε αριθμού των μελών της (Ν. 1365/83, άρθρ. 4, παρ. 1). Για να ληφθεί δε απόφαση κήρυξης απεργίας, απαιτείται η απόλυτη ψηφοφορία των εγγεγραμμένων μελών της οργάνωσης. Στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις ευρύτερης ή πανελλαδικής έκτασης, η ψηφοφορία για την λήψη απόφασης, γίνεται στις έδρες των κεντρικών ή περιφερειακών παραρτημάτων τους που προβλέπονται από τα οικεία καταστατικά. Αν η απεργία αφορά αιτήματα αποκλειστικού τοπικού χαρακτήρα, τότε η απόφαση για απεργία λαμβάνεται από τις συνελεύσεις των τοπικών παραρτημάτων πλην όμως στην συνέχεια πρέπει να εγκριθεί από το Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο. Για να διαπιστωθεί αν προέκυψε η απόλυτη πλειοψηφία, θα πρέπει να συνυπολογισθούν τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών στα παραρτήματα και το τελικό άθροισμα των ψήφων που δόθηκαν υπέρ της απεργίας. Στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων, την απεργία αποφασίζει το Διοικ. Συμβούλιο, η απόφαση του οποίου λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών του. Αξιοσημείωτο είναι ότι, το άρθρο 4, παρ. 2 του Ν. 1365/83 δίνει την δυνατότητα στις πρωτοβάθμιες οργανώσεις να αποσκιρτήσουν (αποδεσμευθούν) από την απόφαση της υπερκειμένης δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας οργάνωσης. Από τα παραπάνω προκύπτει η απόκλιση από το καθεστώς ισχύος του Ν. 1264/82 του αντιστοίχου που εισήχθη με τον Ν. 1365/83, ήτοι στοιχείο που καταδεικνύει τους περιορισμούς που τέθηκαν με τον Ν. 1365/83, χωρίς βέβαια να αποκλείεται η συμμετοχή των εργαζομένων σε άλλες απεργίες. Η απεργία των δημοσίων υπαλλήλων Η απεργία δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Ν.Π.Δ.Δ. κηρύσσεται από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώσεις μετά από απόφαση της αρμόδιας Γεν. Συνέλευσης (Ν. 1264/82, άρθρ. 30, παρ. 8, εδαφ. β). Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις ολιγόωρων στάσεων εργασίας. Διαδικασία για την λήψη απόφασης της απεργίας Τα ζητήματα, συνέλευσης των μελών περί απαρτίας, λήψης της απόφασης κ.λπ., ρυθμίζονται από το άρθρο 8 του Ν. 1264/82, στο οποίο προστέθηκε με το νέο νομοθέτημα 4512/2018 ειδική διάταξη του άρθρ. 211 που ανατρέπει την αντίστοιχη του προαναφερθέντος δικαίου του άρθρου 8. Υπενθυμίζεται κατ' αρχήν ότι, η απόφαση της Γεν. Συνέλευσης για κήρυξη απεργίας λαμβάνεται πάντοτε με μυστική ψηφοφορία των παρόντων μελών, άλλως η απεργία είναι αδέσποτη εκτός αν νομιμοποιηθεί εκ των υστέρων (άρθρα 19, 24 και 27 του Ν. 1264/82). Υπενθυμίζεται επίσης ότι, η παραπάνω απόφαση λαμβάνεται με σχετική πλειοψηφία των παρόντων, εκτός αν το καταστατικό της συνδ. οργάνωσης, προβλέπει κάτι το διαφορετικό. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, η ρύθμιση της απαρτίας ανήκει στην εσωτερική αυτονομία των οργανώσεων, δηλαδή στην δυνατότητα αυτών να καθορίζουν το ποσοστό της "απαρτίας" των μελών που πρέπει να συμμετέχουν και να παρίστανται στην γεν. συνέλευση και στην εν συνεχεία λήψη απόφασης για θέματα ιδιαίτερης σπουδαιότητας, όπως είναι η έγκριση απολογισμού του Διοικ. Συμβουλίου, η προσχώρηση σε δευτεροβάθμια οργάνωση, η εκλογή αντιπροσώπων σε υπερκείμενες δευτεροβάθμιες οργανώσεις, τα προσωπικά ζητήματα και κυρίως η κήρυξη απεργίας. Αν το καταστατικό του Σωματείου δεν προβλέπει ποσοστό απαρτίας τότε αυτομάτως ισχύει εκείνο που ορίζει ο νόμος. Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του προμνησθέντος άρθρου 8, παρ. 2 του Ν. 1264/82, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του 1/3 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών και αν κατά την πρώτη συζήτηση δεν υπάρχει η ως άνω απαρτία, τότε στην νέα συνέλευση που συγκαλείται σε διάστημα από 2 έως 15 ημέρες, αρκεί η παρουσία τουλάχιστον του 1/4 των μελών και πλειοψηφία των 3/4 των παρόντων για την λήψη της απόφασης. Αν και στην δεύτερη συνέλευση, δεν υπάρχει η απαρτία του 1/4 των μελών, τότε στην τρίτη συνέλευση που ακολουθεί, αρκεί η παρουσία του 1/5 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Στις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 1365/83 η Γεν. Συνέλευση για την λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας βρίσκεται σε νόμιμη απαρτία με την παρουσία οποιουδήποτε αριθμού των μελών της (Ν. 1365/83, άρθρ. 4, παρ. 1), ήτοι διάταξη που ανατρέπει την αντίστοιχη ρύθμιση του Ν. 1264/82, άρθρ. 8 παρ. 2. Όπως προαναφέρθηκε με το νεοεισαχθέν δίκαιο του Ν. 4512/2018, αρ. 211 καθορίζεται νέο σύστημα "ποσοστιαίας απαρτίας" για την λήψη απόφασης απεργίας. Σύμφωνα με την προστιθεμένη διάταξη του άρθρου 211 ορίζεται ότι, "Ειδικά για την συζήτηση και την λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών". Οίκοθεν νοείται ότι η πρόσφατη αυτή διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου-δημόσιας τάξης και συνεπώς υπερισχύει ανατρέπουσα, όχι μόνο την προηγουμένη του άρθρου 8 του Ν. 1264/82 αλλά και οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη που τυχόν προβλέπεται στα καταστατικά των συνδ. οργανώσεων. Συνεπώς η εφαρμογή του νέου συστήματος της "ποσοστιαίας απαρτίας" του 1/2 των μελών στα ζητήματα κήρυξης απεργίας, δυσχεραίνει την διαδικασία λήψης της σχετικής απόφασης με τον αυξημένο αριθμό των παρισταμένων μελών που επιβάλλει. Ωστόσο δεν καταργεί το δικαίωμα της απεργίας, παρ' όλους τους αντίθετους ισχυρισμούς ορισμένων οι οποίοι διατείνονται ότι πρόκειται, περί έμμεσης κατάργησης της απεργίας, στην οποία βαθμιαίως εθίζεται το συνδικαλιστικό κίνημα, λαμβανομένης υπόψει και της συνεχιζομένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Δικαίωμα συμμετοχής στην λήψη απόφασης για κήρυξη απεργίας μόνο των οικονομικά τακτοποιημένων μελών Η νέα διάταξη του άρθρου 211 του Ν. 4512/2018 επιβάλλει ως προϋπόθεση για την νομιμότητα της απαρτίας και την οικονομική τακτοποίηση των μελών της οργάνωσης που κηρύσσει την απεργία, ήτοι υποχρέωση που προβλεπόταν ανέκαθεν. Ειδικότερα από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 8, παρ. 2, του άρθρου 10, παρ. 1, του άρθρου 26, παρ. 1 κ.λπ. του Ν. 1264/82, σαφώς προκύπτει ότι, δικαίωμα ψήφου έχουν τα μέλη εκείνα που έχουν εκπληρώσει τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προς την συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία είναι ενταγμένα. Ανάγκη να υπενθυμισθεί ακόμη ότι, με το άρθρο 6 παρ. 3 του ιδίου ως άνω νόμου, προβλέφθηκε διαδικασία είσπραξης των εισφορών. Έτσι οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, έχουν το δικαίωμα να εισπράττουν από τα μέλη τους, τα δικαιώματα εγγραφής, τις συνδικαλιστικές συνδρομές, καθώς και παντός είδους εισφορές μέσα στους χώρους εργασίας. Η είσπραξη της συνδικαλιστικής συνδρομής επιτρέπεται να γίνεται και με το σύστημα παρακράτησής της από τον εργοδότη (με την επιφύλαξη να μη την δεχθεί ο μισθωτός) και την εν συνεχεία απόδοσή της, στην οικεία συνδ. οργάνωση. Υπόψει ότι, ο παραπάνω μηχανισμός δεν επιβάλλεται υποχρεωτικά από τον νόμο αλλά η ρύθμισή του και οι λοιπές λεπτομέρειες παρέπεμπαν παλαιότερα σε εθνική γενική Σ.Σ.Ε. ή και σε έκδοση Π. Δ/τος. Η εθνική γενική Σ.Σ.Ε. της 3.4.91, άρθρ. 5, αλλά και η προηγηθείσα διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 1915/90, ενεργοποίησαν την διαδικασία παρακράτησης της συνδ. συνδρομής του Ν. 1264/82, και έτσι το θέμα αυτό αποτέλεσε εσωτερικό πρόβλημα των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε ό,τι αφορά το ύψος της συνδρομής, τα ποσοστά κατανομής μεταξύ των οργανώσεων όλων των βαθμίδων καθώς και τις λοιπές τεχνικές λεπτομέρειες. Με ιδιαιτερότητα τονίζεται ότι, η παρακρατουμένη από τον εργοδότη συνδρομή τελεί υπό την προϋπόθεση της ελεύθερης βούλησης του μισθωτού που δέχεται εγγράφως να του γίνεται η παρακράτηση ή και να την ανακαλεί οποτεδήποτε. Σπανίως συμβαίνει ορισμένα καταστατικά συνδ. οργανώσεων να σιωπούν ή και να επιτρέπουν την συμμετοχή και το δικαίωμα ψήφου στις γενικές συνελεύσεις και των μη τακτοποιημένων οικονομικά μελών τους, ήτοι πρόβλημα που με βάση το "εξ αντιδιαστολής επιχείρημα ή της σιωπής" (argumentum e contrario aut e silentio) να παρέχεται δικαίωμα συμμετοχής σε συνελεύσεις για την λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας και στα μη ταμειακώς εντάξει μέλη. Μια καταφατική ή αρνητική απάντηση επί του συγκεκριμένου ερωτήματος δεν είναι εύκολη, ιδίως σ' εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες, είτε, διότι ο εργαζόμενος εδήλωσε την βούλησή του να μη παρακρατείται η συνδικαλιστική συνδρομή του, είτε διότι υφίσταται ρητή ρύθμιση στο καταστατικό της συνδ. οργάνωσης που επιτρέπει την συμμετοχή στην ψηφοφορία και των μη οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Όμως λαμβάνοντας υπόψει την βούληση του νομοθέτου -στον Ν. 1264/82- που στηρίζει την ανεξαρτησία και την αυτοδυναμία του συνδικαλιστικού κινήματος και στην οικονομική τόνωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων με την υποχρέωση παρακράτησης των συνδικαλιστικών και παντός άλλου είδους εισφορών-συνδρομών των μελών, θα πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η υποχρέωση είσπραξης των εν λόγω εισφορών είναι υποχρεωτική για τους προαναφερθέντες λόγους και συνεπώς ορθώς διατυπώνεται και στην νεότερη διάταξη του Ν. 4512/2018 άρθρ. 211 ως βασική προϋπόθεση για την συμμετοχή των μελών στην διαμόρφωση του ποσοστού απαρτίας και την λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας, η οικονομική τακτοποίηση των παρισταμένων. Ερωτήματα που απαιτούν διευκρίνιση Με ιδιαιτερότητα πρέπει να επισημανθούν ορισμένα κενά, ή εύλογα ερωτήματα, που δημιουργεί η νέα διάταξη. Ειδικότερα δε στο ζήτημα, αν ο αυξημένος αριθμός μελών για τον σχηματισμό της απαρτίας του 1/2 των μελών, απαιτεί συγχρόνως και την ανάλογη πλειοψηφία των μελών κατά την λήψη της απόφασης για την κήρυξη της απεργίας, ήτοι του 1/2 των παρισταμένων. Αν ισχύει κάτι τέτοιο τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι απαιτείται παραλλήλως και απόλυτη πλειοψηφία του 50+1% δηλαδή παμψηφία και όχι σχετική πλειοψηφία, όπως προβλέπει το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 1264/82. Αν και η αρμόδια Υπουργός Εργασίας, διευκρίνισε κατά την συζήτηση του νομοσχεδίου στην Βουλή ότι, αρκεί η λήψη απόφασης και με τα 3/4 των παρισταμένων μελών, δηλαδή την ύπαρξη σχετικής πλειοψηφίας, εν τούτοις, κατά την άποψή μας, και προς αποφυγή παρερμηνειών θα έπρεπε η νεοεισαχθείσα, περί ποσοστιαίας απαρτίας, διάταξη του άρθρου 211 να συμπληρωθεί προσδιορίζοντας σαφέστερα την διατήρηση σε ισχύ της "σχετικής πλειοψηφίας" των 3/4 των μελών και όχι παμψηφία του 1/2 των παρισταμένων που απαιτείται μόνο για τον σχηματισμό της απαρτίας. Σε ό,τι αφορά το πεδίο εφαρμογής της νέας διάταξης επί των συνδικαλιστικών οργανώσεων και τον προσδιορισμό αυτών ως πρωτοβαθμίων κ.λπ., έχουμε ήδη αναφερθεί στο οικείο κεφάλαιο με τον τίτλο "Αρμοδιότητες των συνδ. οργανώσεων για την κήρυξη απεργίας". Προσωπικό ασφαλείας - Ειδικές συμφωνίες - Δημόσιος διάλογος Με το ισχύον θεσμικό νομοθετικό πλαίσιο, ήτοι τις διατάξεις των νομοθετημάτων 1264/82 (άρθρ. 21), 1545/85 (άρθρ. 25), 1915/90 (άρθρ. 4), 2224/94 (άρθρ. 4), ρυθμίζονται και τα προαναφερθέντα ζητήματα, ήτοι διαδικασίες με τις οποίες υποχρεούται το Σωματείο που πραγματοποιεί την απεργία, να μεριμνά για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και να αποτρέπει την δημιουργία καταστροφών ή ατυχημάτων. Ειδικότερα υπενθυμίζεται ότι, ενώ με τον προϊσχύσαντα Ν. 330/76 ο καθορισμός του "προσωπικού ασφαλείας" γινόταν ανάλογα με τις ανάγκες κάθε συγκεκριμένης απεργίας και το είδος της επιχείρησης ο επακολουθήσας νόμος 1264/82 άρθρ. 15 σε συνδυασμό με τον αντίστοιχο Ν. 1545/85, άρθρο 25, προέβλεψε την σύσταση "Επιτροπών Προστασίας" των συνδικαλιστών, διαρθρωμένη σε δύο βαθμούς. Οι επιτροπές αυτές επιλαμβάνονται και επί διαφορών κατά τις οποίες ο εργοδότης διαφωνεί για τις ειδικότητες του αναγκαίου προσωπικού ή όταν η συνδ. οργάνωση δεν έχει υποβάλλει σχετική κατάσταση του προσωπικού -κάθε χρόνο- στον οικείο εργοδότη και στο εποπτεύον την επιχείρηση Υπουργείο, προς δε και στο Υπουργείο Εργασίας. Επισημαίνεται ότι η παραπάνω υποχρέωση βαρύνει όλες τις συνδ. οργανώσεις ανεξάρτητα εάν αυτές καλύπτουν ή όχι μισθωτούς των επιχειρήσεων του δημοσίου τομέα. Με τις διατάξεις του άρθρου 4, παρ. 1 του Ν. 1915/90 επιχειρήθηκε ο ενδεικτικός προσδιορισμός των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου με βάση την ελληνική πραγματικότητα. Με την διάταξη του ιδίου ως άνω άρθρου παρ. 2, ο εργοδότης υποχρεωνόταν να γνωστοποιεί στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τις υπηρεσίες ή τις παροχές ή το ποσό κ.λπ., οι οποίες απαιτούντο για την αντιμετώπιση των στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Σε περίπτωση διαφωνίας αποφάσιζε η Επιτροπή του άρθρου 15, η οποία μπορούσε να τροποποιήσει τις εργοδοτικές προτάσεις ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης. Με τον επακολουθήσαντα νόμο 2224/94, ορίσθηκε ότι, όλα τα ζητήματα που αφορούν στον ορισμό του προσωπικού ασφαλείας, αλλά και στην διατήρηση παροχής υπηρεσιών ζωτικής ανάγκης σε περιόδους απεργίας, υπάγονται στην διαδικασία των Σ.Σ.Ε. του Ν. 1876/90. Δηλαδή "ειδικές" ρυθμίσεις οι οποίες υποβάλλονται υπό τον τύπο της "επιχειρησιακής" Σ.Σ.Ε. του Ν. 1876/90. Η άποψη αυτή ενθαρρύνεται και από το γεγονός ότι, ο νομοθέτης απαιτεί την κατάρτιση της ειδικής αυτής συμφωνίας με την υπογραφή αφ' ενός του εργοδότου και αφ' ετέρου της "πλέον αντιπροσωπευτικής" συνδικαλιστικής οργάνωσης των μισθωτών κατά τους ορισμούς του άρθρου 6 του Ν. 1876/90. Σε περίπτωση διαφωνίας επιτρέπεται η προσφυγή στην διαδικασία της μεσολάβησης. Παρ' ότι ο νομοθέτης έθεσε και προθεσμίες για την επιτάχυνση της διαδικασίας της μεσολάβησης (15ημέρες) και γενικά κατάρτισης της ειδικής συμφωνίας εν τούτοις στην πράξη οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις δεν βρήκαν θετική ανταπόκριση, λαμβανομένου υπόψει ότι, σε μια ενδεχόμενη αποτυχία κατάρτισης της συμφωνίας δεν επιτρέπει στα διάδικα μέρη να προσφύγουν στην διαιτησία της οποίας η απόφαση είναι πολύ πιθανόν να προκαλέσει έντονες διενέξεις. Η αδυναμία συμφωνίας επιτρέπει την προσφυγή στην επιτροπή του άρθρ. 15 του Ν. 1264/82 και του Ν. 1543/85 της οποίας η απόφαση είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Υπόψει επίσης ότι, εκτός από το προσωπικό ασφαλείας, ο νομοθέτης προέβλεψε για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων και την στοιχειώδη λειτουργία των υπηρεσιών της επιχείρησης στην οποία πραγματοποιείται η απεργία και την σύσταση του αναγκαίου προσωπικού (Ν.1264/82, άρθρ. 21, παρ. 1). Τέλος, δεν θα πρέπει να λησμονηθεί και η διαδικασία του Δημοσίου διαλόγου την διεξαγωγή του οποίου όρισαν τόσο ο Ν. 1915/90 άρθρο 2, όσο και ο Ν. 2224/94, άρθρο 3. Υπόψει ότι, ο διάλογος αυτός δεν αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της απεργίας, αλλά στην αναστολή αυτής για όσο χρόνο συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για την επίλυση των προβλημάτων που προκάλεσαν την κήρυξη της απεργίας. Υπόψει επίσης ότι η διαδικασία διεξαγωγής δημοσίου διαλόγου, αφορά τους εργαζομένους στο Δημόσιο και τον ευρύτερο αυτού τομέα προς δε και τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας των οποίων οι συνδ. οργανώσεις υποχρεούνται να καλέσουν τον, κατά περίπτωση, οικείο εργοδότη σε δημόσιο διάλογο. Η σχετική πρόσκληση γίνεται εγγράφως και επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Εξάλλου δυνατότητα και ευχέρεια διεξαγωγής διαλόγου παρέχεται και στον εργοδότη ο οποίος έχει πληροφορηθεί τα αιτήματα της απεργίας. Ο χρόνος (προθεσμία) εντός του οποίου θα πρέπει να διεξαχθεί ο διάλογος ορίζεται σε 48 ώρες που αρχίζει από την κοινοποίηση της πρόσκλησης. Σύμφωνα πάντοτε με τον Ν. 2224/94 άρθρ. 3, παρ. 2, τις σχετικές συζητήσεις μεταξύ των μερών διευθύνει ο επιλεγόμενος από τα συγκρουόμενα μέρη μεσολαβητής του Ο.ΜΕ.Δ. Σε περίπτωση μη συμφωνίας, ως προς τον ορισμό του μεσολαβητού, τότε ακολουθείται η διαδικασία της κλήρωσης. Υποχρέωση των μερών είναι να δίδουν στο μεσολαβητή κάθε πληροφορία. Η έκθεση του μεσολαβητού περιέχουσα τις συγκρουόμενες απόψεις στις περιπτώσεις αποτυχίας της επιδιωκομένης συμφωνίας επιτρέπεται να δημοσιευθεί στον ημερήσιο τύπο, έπειτα από συμφωνία των μερών. Συνέπειες παράνομης απεργίας Είναι γνωστό ότι, υπό τον όρο "παράνομη απεργία" νοείται και είναι συνήθως η απεργία που κηρύχθηκε από μη νόμιμο συνεστημένο Σωματείο ή εκείνη για την κήρυξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες από τον νόμο ή το καταστατικό διαδικασίες, ή ακόμη και εκείνη που ασκήθηκε παραβιάζοντας τους ειδικούς περιορισμούς που έθεσε ο συνταγματικός και ο εσωτερικός νομοθέτης, για την διασφάλιση του κοινωνικού συνόλου. Υπενθυμίζεται ότι, ο Ν. 330/76, άρθρο 40, παρ. 3 προέβλεπε ποινικές κυρώσεις για συμμετοχή σε παράνομη απεργία, τις οποίες όμως δεν επανέλαβε ο νεότερος Ν. 1264/82. Το περίεργο είναι ότι, με το άρθρο 23 του Ν. 1264/82, θεσπίσθηκαν ποινικές κυρώσεις για συγκεκριμένες αντισυνδικαλιστικές πράξεις του εργοδότου ή των τρίτων. Έτσι το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι σήμερα, υπό το καθεστώς ισχύος του Ν. 1264/82, η παράνομη απεργία και οι πράξεις που συνδέονται με αυτήν, παραμένουν χωρίς ποινικό κολασμό. Οι έχοντες αντίθετη άποψη προς την αμέσως ανωτέρω, υποστηρίζουν ότι, ναι μεν ο Ν. 1264/82 κατάργησε τον ποινικό κολασμό που προέβλεπε ο νόμος 330/76, πλην όμως δεν θέλησε να μείνει ατιμώρητη η παράνομη απεργία την οποία ενέταξε στις γενικές διατάξεις του κοινού ποινικού νόμου, στα πλαίσια των άρθρων 294, 296, 332, 334 κ.λπ. του Ποινικού Κώδικα. Ανεξάρτητα από την ποινικοποίηση των υπευθύνων μιας παράνομης απεργίας, εκείνο που ισχύει σήμερα είναι ότι, σε τέτοιες καταστάσεις, παρέχεται το δικαίωμα στον εργοδότη να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού, ή να θεωρήσει ότι συντρέχει "σπουδαίος λόγος" καταγγελίας της εργασιακής σχέσης ορισμένου χρόνου. Βέβαια στις παραπάνω περιπτώσεις ερευνάται κατά πόσο ο μετέχων στην απεργία εγνώριζε, το παράνομο της απεργίας, ή άλλα περιστατικά που συνδέονται με την συμπεριφορά του κατά την διάρκεια της απεργίας. Υπενθυμίζεται ακόμη και εκείνη η συνέπεια συμμετοχής του εργαζομένου σε παράνομη απεργία, η οποία θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση του μισθωτού, γεγονός που απαλλάσσει τον εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης. Αρκετές φορές η συμμετοχή του εργαζομένου σε παράνομη απεργία, θεωρείται ως πειθαρχικό αδίκημα που καταλήγει σε απομάκρυνσή του από την επιχείρηση και μάλιστα αζημίως για τον εργοδότη. Πάντως σε κάθε περίπτωση που οι εργαζόμενοι συνεχίζουν να μετέχουν σε απεργία η οποία κρίθηκε δικαστικώς ως παράνομη και για την οποία ενημέρωσε σχετικά ο εργοδότης τους απεργούς, θεωρείται ως "οικειοθελής αποχώρηση" με επακόλουθο τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Υπόψει επίσης ότι, ο χρόνος συμμετοχής του μισθωτού σε παράνομη απεργία, δεν συνυπολογίζεται στον χρόνο εργασίας για την θεμελίωση πολλών δικαιωμάτων (π.χ. δώρων εορτών) πλην του τοιούτου της αδείας (Ν. 3302/2004, άρθρ. 1). Βιβλιογραφία Α. Καρακατσάνη "Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο" 1992, σελ. 359 επ. Γ. Λεβέντη "Συνδικαλιστικό Δίκαιο - Απεργία" 1986, σελ. 279 επ. Του ίδιου "Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο" 2007, σελ. 634 επ. Στ. Γαρδίκα "Το δικαίωμα της απεργίας" ΕΕΔ 1985, σελ. 745. Θ. Θεοδώρου "Συνδικαλιστικό Δίκαιο" 1983. Α. Καζάκου "Πολιτική απεργία - Δίκαιο και Πολιτική" 1984, σελ. 165. Δ. Καλομοίρη "Συμβολαί εις το Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο" 1970. Ι. Καποδίστρια "Σωματειακή και αδέσποτος απεργία ΕΕΔ 1967, σελ. 209. Αθ. Καρδαρά "Η ενάσκηση του δικαιώματος απεργίας στις κοινωφελείς επιχειρήσεις" ΕΕΔ 1989, σελ. 801. Γ. Κουκιάδη "Απεργία και ατομική σχέση εργασίας" 1982, σελ. 173. Αθ. Κρητικού "Μυστική ή φανερή ψηφοφορία στο Δ.Σ. συνδ. οργανώσεως για την κήρυξη απεργίας" ΕΕΔ 1984, σελ. 8. Δ. Κυρίτση "Ο χαρακτηρισμός της απεργίας ως νομίμου, ή παρανόμου" 1978. Ι. Ληξουριώτη "Ο σκοπός του δικαιώματος της απεργίας" ΕΕΔ 1990, σελ. 828. Λ. Ντάσιου "Εργατικό Δικονομικό Δίκαιο" Τομ. Β 1984. Δ. Παπασταύρου "Απεργία" 1995. Γ. Πετρόγλου "Απεργία για ασφαλιστικά θέματα" ΕΕΔ 1988, σελ. 1153. Ν. Αλιπράντη “Απεργία και αντιδράσεις του εργοδότη” Δίκαιο και Πολιτική 1984, σελ. 206. Στ. Βλαστού “Σωματειακή και Συνδικαλιστική Νομοθεσία και Νομολογία” 1991. Θ. Γαροφαλλίδη “ Το δικαίωμα απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων” 1983. Αν. Βάγια “Η νομική προπαρασκευή της απεργίας” ΕΕΔ 1982, σελ. 706. Ι. Ψωμά “Η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της απεργίας” ΕΕΔ 1979, σελ. 617. Δ. Τζανετάτου "Απεργία και κίνδυνος λειτουργίας της εκμεταλλεύσεως" Αθήνα 1980 του ιδίου "Προβληματισμοί για τις συνέπειες της απεργίας" ΕΕΔ 1994. Α. Μετζητάκου - Β. Καρταλτζή - Κων/τίνας Φουντέα "Εργατικό Δίκαιο" 2005, σελ. 691 επ. Α. Μετζητάκου "Εγκόλπιο Συνδικαλιστικών θεμάτων" 1987 σελ. 87 επ. Α. Μετζητάκου "Οι εργασιακές σχέσεις υπό το καθεστώς ισχύος του Ν. 2224/94, σελ. 10 επ. Α. Μετζητάκου “Το δίκαιο της απεργίας πριν και μετά τον Ν. 1915/90 “Συνδικαλιστική Επιθεώρηση 1990, τ. 71/72, σελ. 45. Β. Γαμβρούδη "Το Δίκαιο των εργασιακών σχέσεων" σελ. 495.