Η ασθένεια των μισθωτών Ημέρες απουσίας - Αποδοχές - Ασφάλιση - Λύση σύμβασης - Βραχεία ασθένεια - Συνέπειες στη σύμβαση - Κανονική άδεια Βασ. Γαμβρούδη, τ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας Από τα άρθρα 648 και 655 του Αστικού Κώδικα προβλέπεται ότι ο μισθός αποτελεί το αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας από τον μισθωτό. Το άρθρο 653 προβλέπει ότι ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τον συμφωνηθέντα ή ειθισμένο μισθό. Σε αντιδιαστολή με τα πιο πάνω τα άρθρα 657 και 658 θεσπίζουν τις προϋποθέσεις διατήρησης αξίωσης επί του μισθού σε περίπτωση προσφοράς εργασίας λόγω κωλύματος. Έτσι το άρθρο 657 προβλέπει ότι "ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωση αυτού επί του μισθού εάν μετά 10ήμερο τουλάχιστον παροχή εργασίας κωλύεται να εργασθεί ένεκα σπουδαίου λόγου μη οφειλομένου εις υπαιτιότητα αυτού. Ποσά καταβληθέντα εξ αιτίας του κωλύματος δυνάμει υποχρεωτικής εκ του νόμου ασφαλίσεως δικαιούται ο εργοδότης να εκπέσει εκ του ποσού". To άρθρο 658 AK προβλέπει ότι "Ο χρόνος για τον οποίο διατηρείται η επί του μισθού αξίωση δεν δύναται να υπερβεί τον μήνα εάν το κώλυμα επήλθε ένα (1) τουλάχιστο έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως, τον ήμισυ δε μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση". Από αυτά προκύπτει ότι για να συμβεί αυτό προϋποτίθενται τα εξής: α) να υπάρχει πραγματική παροχή εργασίας τουλάχιστο 10 ημερών β) να υπάρχει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας γ) να υπάρχει κώλυμα για εργασία, λόγω σπουδαίου λόγου, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του μισθωτού. Από την μέχρι σήμερα ισχύουσα νομολογία των δικαστηρίων προκύπτει ότι σπουδαίος λόγος υπάρχει όταν έχουμε: - ασθένεια - τοκετό - κλήση στο δικαστήριο ως μάρτυρας - απουσία λόγω άσκησης εκλογικού δικαιώματος - παράσταση ως ενόρκου στο δικαστήριο κ.λπ. Όταν λοιπόν συντρέχουν οι πιο πάνω προϋποθέσεις οι μισθωτοί δικαιούνται να αξιώσουν το μισθό του χρόνου της απουσίας, λόγω αυτού του ανυπαιτίου κωλύματος. Ο χρόνος για τον οποίο διατηρείται η αξίωση επί του μισθού, όταν συντρέχει περίπτωση ασθενείας (εξετάζεται διεξοδικά ως η κυριότερη αιτία κωλύματος) είναι ένας (1) μήνας όταν η ασθένεια επήλθε ένα χρόνο μετά την έναρξη της συμβάσεως και μισός μήνας όταν η ασθένεια επήλθε μετά 10ήμερο εργασία και πριν συμπληρωθεί ο χρόνος. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτός θα λάβει τόσα ημερομίσθια όσες οι εργάσιμες ημέρες του μηνός ή του 15θημέρου εντός των οποίων συμπίπτει η ασθένεια. Μετά τη συμπλήρωση των ορίων αυτών ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση καταβολής αποδοχών άσχετα από τον αριθμό ημερών ασθενείας ή άλλων κωλυμάτων που έχει ο μισθωτός κατά τη διάρκεια του έτους. Κατά το χρονικό διάστημα απουσίας του μισθωτού, λόγω ασθενείας, και καταβολής των αποδοχών των ημερών αυτών ο εργοδότης οφείλει αυτές υπολογιζόμενες όχι επί των νομίμων αποδοχών αλλά επί των καταβαλλομένων πραγματικά. Αυτό δε για να εισπράξει ο μισθωτός ό,τι θα εισέπραττε και εργαζόμενος. Από τις αποδοχές ασθενείας που λαμβάνει ο μισθωτός, σύμφωνα με το άρθρο 657 ΑΚ δικαιούται ο εργοδότης να εκπέσει όλα τα ποσά που καταβλήθηκαν σ' αυτόν δυνάμει υποχρεωτικής από το νόμο ασφάλισης. Η προαιρετική ιδιωτική ασφάλιση δεν λαμβάνεται υπόψη για την περίπτωση αυτή. Δικαιούται δηλαδή ο εργοδότης να εκπέσει τις παροχές που έλαβε ο μισθωτός από τον δημόσιο ασφαλιστικό του οργανισμό (ΙΚΑ κ.λπ.). Σύμφωνα με τον ΑΚ από τα ημερομίσθια που είναι καταβλητέα στον ασθενήσαντα μισθωτό ο εργοδότης δικαιούται να αφαιρέσει το επίδομα ασθενείας που καταβλήθηκε στο μισθωτό από τον ασφαλιστικό του φορέα. Όταν ο ασθενήσας εργαζόμενος, παρά το γεγονός ότι δικαιούται επιδόματος ασθενείας από τον ασφαλιστικό φορέα δεν φρόντισε, για οποιοδήποτε λόγο που αφορά τον ίδιο και να λάβει το επίδομα αυτό τότε ο εργοδότης μπορεί να καθυστερήσει την εξόφληση των υποχρεώσεών του μέχρι ο μισθωτός να προσκομίσει την βεβαίωση του ασφαλιστικού φορέα ή να αφαιρέσει το ασφαλιστικό επίδομα το οποίο δικαιούται ο μισθωτός και δεν το έχει εισπράξει πραγματικά. Η αξίωση των μισθωτών για την καταβολή των αποδοχών της ασθενείας που διήρκεσε σ' όλο το έτος, διατηρείται άσχετα από το εάν η ασθένεια ήταν συνεχής ή τμηματική (για περιοδικά διαστήματα). Το έτος μέσα στο οποίο διατηρεί αυτή την αξίωση λαμβάνεται υπόψη όχι ημερολογιακά αλλά πραγματικά (εργασιακό έτος). Εάν π.χ. κάποιος μισθωτός προσελήφθη την 17 Μαΐου 2016 ως εργασιακό έτος θεωρείται το χρονικό διάστημα από 17.5.2016 έως την 16.5.2017. Εάν επέλθει ασθένεια μετά την 16-5 διεκδικεί τις αποδοχές του δευτέρου εργασιακού έτους (αποδοχές μηνός με αντίστοιχο χρόνο ασθενείας). Σημειώνεται ότι όταν η ασθένεια διαρκεί μέχρι 3 ημέρες υπάρχει ιδιαιτερότητα και η οποία πρέπει να επισημανθεί. Σύμφωνα με τον ΑΝ 178/67 άρθρ. 5 σε περίπτωση αποχής εκ της εργασίας λόγω ασθενείας για διάστημα 1-3 ημερών ο εργοδότης υποχρεούται σε πληρωμή μόνον των μισών ημερομισθίων απουσίας. Εάν ο μισθωτός ασθενήσει και απουσιάσει από την εργασία του για διάστημα μέχρι 3 ημέρες, οσεσδήποτε φορές μέσα στο χρόνο, δεν δικαιούται να λάβει επίδομα ασθενείας από το IΚΑ. Εάν η ασθένεια διαρκέσει περισσότερο από 3 ημέρες π.χ. 10 ημέρες ο μισθωτός δικαιούται να λάβει από το IΚΑ επίδομα ασθενείας μόνο για τις 7 ημέρες, γιατί αφαιρείται το 3ήμερο αναμονής. Ο τριήμερος αυτός χρόνος αναμονής μόνο μια φορά μέσα στο χρόνο υπολογίζεται από το ΙΚΑ. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης καταβάλλει για μεν τις 3 πρώτες ημέρες το 1/2 των ημερομισθίων και για τις υπόλοιπες 7 τη διαφορά μεταξύ του ημερομισθίου του και του επιδόματος ασθενείας που έχει καταβάλλει το ΙΚΑ. Αντίστοιχα το ΙΚΑ θα καταβάλλει επίδομα ασθενείας για τις 7 ημέρες αφού το 3ήμερο, ως πρώτο 3ήμερο του έτους, υπολογίζεται ως χρόνος αναμονής. Εάν στη συνέχεια ο μισθωτός απουσιάσει, λόγω ασθενείας, μέσα στον ίδιο χρόνο οσεσδήποτε φορές επί 4 ημέρες και άνω θα λάβει από το IΚΑ επίδομα ασθενείας για όλες τις ημέρες, χωρίς να υπολογισθεί ο χρόνος αναμονής. Εάν πρόκειται για εργατικό ατύχημα το επίδομα ασθενείας καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα. Το ποσό του ημερήσιου επιδόματος ασθενείας ανέρχεται στο 50% του τεκμαρτού ημερομισθίου της ασφαλιστικής κλάσης στην οποία κατατάσσεται ο ασφαλισμένος, βάσει του μέσου όρου των αποδοχών του κατά τις τελευταίες 30 ημέρες εργασίας που πραγματοποίησε στο προηγούμενο από την αναγγελία της ασθένειας ημερολογιακό έτος. Το επίδομα ασθενείας θεωρείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και υπόκειται ως εκ τούτου σε φορολογία, όπως και οι άλλες αποδοχές των μισθωτών. Υπόχρεος για την παρακράτηση είναι το ΙΚΑ. Η καταβολή του επιδόματος ασθενείας γίνεται από το υποκατάστημα στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία του ο ασφαλισμένος. Εξαίρεση προβλέπεται για την περίπτωση που η πληρωμή του επιδόματος ασθενείας γίνεται μέσω των μεγάλων και οργανωμένων επιχειρήσεων. Παραδείγματα υπολογισμού αποδοχών ασθενείας Παράδειγμα 1 Έστω π.χ. ότι ένας υπάλληλος προσελήφθη την 17.5.2012 και απουσίασε λόγω ασθενείας, με ειδική αναρρωτική άδεια από ιατρό του ΕΦΚΑ από 22.5.2017 μέχρι και 9.6.2017. Οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε 1.000 ευρώ και από το ΙΚΑ έλαβε 210 ευρώ για τον μήνα Μάιο και 180 ευρώ για τον μήνα Ιούνιο. Οι ημέρες αργίας που περιλαμβάνονται στο χρονικό διάστημα από 22/5 έως και 9/6 είναι οι Κυριακές 28/5 και 4/6. Οι αποδοχές θα υπολογισθούν ως εξής: Ο υπάλληλος αυτός δικαιούται αδείας ασθενείας για ένα μήνα δεδομένου ότι συμπλήρωσε ένα (1) έτος υπηρεσίας. Με δεδομένο ότι οι εργάσιμες ημέρες που απασχολήθηκε στην επιχείρηση κατά τον Μάιο 2017 είναι 18 ημέρες (21-3=18). Από 1-21/5 παρεμβάλλονται 2 Κυριακές και 1 εξαιρετέα εορτή. Οι ημέρες ασθενείας από 22/5-31/5 είναι 9 ημέρες (10-1 Κυριακή). Για τον μήνα Ιούνιο οι ημέρες ασθενείας είναι 8 (9-1 Κυριακή). Οι αποδοχές που θα λάβει θα είναι: Για Μάιο 2017 Αποδοχές ημερών εργασίας 18/25x1.000=720 ευρώ Αποδοχές 3ημέρου ασθενείας 3/25x1.000:2=60 ευρώ Αποδοχές ασθενείας πέραν 3ημέρου 6/25x1.000=240 Μείον ΙΚΑ 210=30 Σύνολο 720+60+30=810 ευρώ Για Ιούνιο 2017 Αποδοχές ημερών ασθενείας 8 (9-1 Κυριακή) 8/25x1.000=320 Το πρώτο 3ήμερο υπολογίστηκε στον Μάϊο Επί πλέον θα λάβει βέβαια και τις αποδοχές των ημερών που θα εργασθεί από 10/6 μέχρι 30/6. Παράδειγμα 2 Έστω ασφαλισμένος με προϋπηρεσία άνω του έτους στον ίδιο εργοδότη και ασθενήσας εντός του αυτού εργασιακού έτους ως εξής: 1η φορά ασθένεια επί 9 ημέρες 2η φορά ασθένεια επί 3 ημέρες 3η φορά ασθένεια επί 7 ημέρες 4η φορά ασθένεια επί 2 ημέρες 5η φορά ασθένεια επί 17 ημέρες Σύνολο ημερών ασθενείας 38 ημέρες Από το ΙΚΑ θα λάβει τα εξής επιδόματα ασθενείας 1η φορά Θα λάβει επίδομα για 6 ημέρες Μια φορά κάθε έτος το πρώτο 3ήμερο θεωρείται χρόνος αναμονής και το ΙΚΑ ουδέν καταβάλλει. 2η φορά Ουδέν θα λάβει 3η φορά Θα λάβει επίδομα για 7 ημέρες 4η φορά Ουδέν θα λάβει 5η φορά Θα λάβει επίδομα ασθενείας για 17 ημέρες Από τον εργοδότη θα λάβει: 1η φορά Θα λάβει το ήμισυ των 3 πρώτων ημερών και τη διαφορά των υπόλοιπων εργάσιμων ημερών 2η φορά Θα λάβει το ήμισυ των 3 ημερών 3η φορά Θα λάβει τη διαφορά των εργασίμων ημερών του 7ημέρου 4η φορά Θα λάβει το ήμισυ των 2 ημερών 5η φορά Θα λάβει τη διαφορά των υπολειπομένων ημερών μέχρι να συμπληρώσει 26 συνολικά ημέρες ή 1 μισθό Σημείωση Οι αποδοχές ασθενείας υπόκεινται και αυτές σε ΦΜΥ κανονικά, όπως και οι άλλες τακτικές μηνιαίες αποδοχές. Ασθένεια και Κανονική άδεια Όπως είναι γνωστό ο ΑΝ 539/45, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα προβλέπει τα της χορήγησης των κανονικών αδειών των εργαζομένων. Το άρθρο 2 του πιο πάνω νόμου καθορίζει ότι "Δεν περιλαμβάνονται εις την ετήσιαν άδειαν μετ' αποδοχών α) αι επίσημοι ή αι κατ' έθιμον εορτάσιμοι ημέραι και β) αι διακοπαί εργασίας αι οφειλόμενοι εις ασθένειαν". Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω σε περίπτωση που ο εργαζόμενος, κατά το χρονικό διάστημα διαρκείας της κανονικής τους αδείας, ασθενήσει με οποιαδήποτε ασθένεια που αποδεικνύεται προσηκόντως, όπως ορίζει ο ΑΚ, τότε η κανονική του άδεια διακόπτεται και συνεχίζεται είτε μετά τη λήξη του χρόνου της χορηγηθείσας κανονικής αδείας, είτε σε άλλο χρόνο, ύστερα από συνεννόηση με τον εργοδότη του. Αν ο μισθωτός απουσιάσει από την εργασία του λόγω ασθενείας και υπερβεί τα όρια της βραχείας ασθενείας, όπως αυτά καθορίζονται από το Ν. 4558/30, τότε οι ημέρες απουσίας πέραν των ορίων αυτών συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας. Αυτό σημαίνει ότι ο μισθωτός χάνει το δικαίωμα αδείας για το χρόνο της απουσίας του, εφόσον οι αδικαιολόγητες απουσίες καλύπτουν τις μέρες αδείας. Αυτό είναι σωστό γιατί στηρίζεται και στο άρθρο 440 ΑΚ κατά το οποίο "Δια του συμψηφισμού αποσβέννυνται, εφόσον καλύπτονται, αι μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίαι απαιτήσεις, εάν αύται είναι ομοειδείς κατ' αντικείμενον και ληξιπρόθεσμοι". Εκεί όμως που τα πράγματα περιπλέκονται είναι εάν ο συμψηφισμός αυτός επεκτείνεται και στις αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας. Κατά τις αποφάσεις των δικαστηρίων δεν οφείλονται αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας όταν δεν οφείλεται άδεια. Σχετικές είναι οι αποφάσεις Α.Π. 177/71, Α.Π. 167/68, ΕΑ 10268/78, Α.Π. 337/90 (ΕΑΕΔ 1990 σελ. 535), ΕΑ 6840/84, Α.Π. 1088/87, Α.Π. 1056/88, Εφ. Θεσ. 3603/99, Εφ. Πατρών 870/96. Το Υπουργείο Εργασίας όμως με τα έγγραφά του Εγγρ. 1054/81 (ΕΑΕΔ 1981 σελ. 777 και 1983 σελ. 218), Εγγρ. 1517/85 (ΕΑΕΔ 1986 σελ. 408), Εγγρ. 241/81 (ΕΑΕΔ 1981 σελ. 895) έχει αντίθετη άποψη. Υποστηρίζεται ότι δεν χωρεί συμψηφισμός των οφειλομένων αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας. Οι Επιθεωρήσεις Εργασίας υπακούοντας στην υπερκείμενη αρχή ορθώς πράττουν και ακολουθούν τις κατευθύνσεις αυτές και οι πληροφορίες που παρέχουν στους συναλλασσομένους με αυτές εργοδότες και εργαζόμενους εναρμονίζονται με την άποψη αυτή. Έτσι από μέρους τους συστήνεται στους εργοδότες η καταβολή των αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας στους μισθωτούς εκείνους που συνέχισαν εργαζόμενοι μετά τη λήξη της βραχείας ασθένειας και επανόδου των στην εργασία. Κατά την άποψή μας η θέση αυτή του Υπ. Εργασίας δεν είναι νομικώς ισχυρή, γιατί πέραν του ότι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ισχύουσα νομολογία παραγνωρίζεται και το γεγονός ότι οι αποδοχές αδείας και επιδόματος αδείας δεν αποτελούν αυτοτελές και ανεξάρτητο δικαίωμα του μισθωτού, αλλά παρεπόμενο του κυρίου δικαιώματος που είναι το δικαίωμα λήψεως αδείας, είναι δηλαδή άμεσα εξαρτημένες από το κύριο δικαίωμα λήψεως της αδείας. Για την άρση της αμφισβήτησης και την αποσαφήνιση του θέματος επιβάλλεται όπως με τροποποίηση του νόμου επιλυθεί η διχογνωμία αυτή προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Ασθένεια εργαζομένου και έλεγχος Τα άρθρ. 657 και 658 ΑΚ ορίζουν ότι η αποχή του εργαζομένου από την εργασία του ένεκα σπουδαίου λόγου μη οφειλομένου σε υπαιτιότητά του όπως π.χ. ασθένεια αφ' ενός δεν επιφέρει λύση της συμβάσεως, όταν δεν υπερβεί τα όρια βραχείας απουσίας και αφ' ετέρου πως και υπό ποιες προϋποθέσεις διατηρεί την αξίωση επί των αποδοχών. Σε περίπτωση ασθενείας, στα πλαίσια της υποχρεώσεως πίστεως του μισθωτού, έχει αυτός την υποχρέωση να ειδοποιήσει εγκαίρως περί της ασθενείας του τον εργοδότη. Την ασθένειά του η οποία προσηκόντως αποδεικνύεται ο μισθωτός υπέχει υποχρέωση όπως γνωστοποιήσει με κάθε πρόσφορο ή κατάλληλο τρόπο στον εργοδότη του ώστε να μπορέσει αυτός να οργανώσει τη λειτουργία της επιχείρησης με βάση το δεδομένο της απουσίας του (αντικατάσταση, μετάθεση άλλων κ.λπ.). Όπως τονίστηκε η απόδειξη της ασθένειας γίνεται με τον προσήκοντα τρόπο. Δεν ορίζεται ειδικός και περιοριστικός τρόπος αποδείξεως της ασθενείας. Αυτονόητο είναι, εκτός εξαιρέσεων, η ασθένεια να κρίνεται από τον θεράποντα ιατρό του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργαζόμενος έχει τις προϋποθέσεις για περίθαλψη από ασφαλιστικό οργανισμό, οπότε και η βεβαίωση αποδείξεως της ικανότητας ή όχι χορηγείται από τον ιατρό του ασφαλιστικού οργανισμού. Όταν ο εργαζόμενος δεν έχει τις απαιτούμενες προϋποθέσεις περιθάλψεως από ασφαλιστικό οργανισμό, για οποιοδήποτε λόγο, τότε η βεβαίωση αποδείξεως της ασθενείας του μπορεί να χορηγηθεί και από ιδιώτη γιατρό. Στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη αυτός έχει τη δυνατότητα και μέσα στα όρια που επιβάλλει το άρθρ. 281 ΑΚ περί καλής πίστεως, να ελέγχει αν το επιθυμεί την ασθένεια του μισθωτού. Ο έλεγχος συνίσταται στη διαπίστωση της ασθενείας και από δικό του γιατρό, ιδίως όταν υπάρχουν υπόνοιες ότι η ασθένεια είναι προσχηματική. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να ασκείται καλόπιστα διότι διαφορετικά οδηγούμεθα σε καταστρατηγήσεις και υπερβάσεις των δικαιωμάτων με όλες τις συνέπειες. Κατά τεκμήριο τα μεγαλύτερα δυνατά εχέγγυα αξιοπιστίας παρέχει η βεβαίωση ιατρού ασφαλιστικού οργανισμού. Όταν ο εργαζόμενος παρά το γεγονός ότι ασθένησε δεν γνωστοποιήσει αυτό στον εργοδότη τότε αυτός μπορεί με εξώδικο πρόσκληση-δήλωση να τον καλέσει όπως προσκομίσει τα σχετικά δικαιολογητικά. ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ Πρόσκλησης - Δήλωσης Σας υπενθυμίζουμε ότι από .......... μεταξύ της επιχειρήσεώς μας και υμών έχει συναφθεί σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου η οποία δεν έχει λυθεί μέχρι σήμερα. Επειδή όμως από .......... απέχετε από τα καθήκοντά σας και είναι άγνωστος ο λόγος της απουσίας σας, χωρίς να μας έχετε ενημερώσει σχετικά, σας καλούμε όπως εντός 3 ημερών από τη λήψη του παρόντος εξωδίκου μας ενημερώσετε για τα αίτια της αποχής και για το χρόνο της επανόδου σας στην εργασία, προσκομίζοντας και τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Στην αντίθετη περίπτωση από μέρους μας θα θεωρηθεί αντισυμβατική η συμπεριφορά σας αυτή υποδηλούσα πρόθεση οικειοθελούς αποχώρησης, οπότε και λύεται η μεταξύ μας εργασιακή σύμβαση. Συνέπειες στη σύμβαση εργασίας Σύμφωνα με το άρθ. 5 του ν. 2112/20 αποχή υπαλλήλου από την εργασία οφειλομένη σε βραχείας σχετικώς διαρκείας ασθένεια, προσηκόντως αποδεδειγμένη, ή προκειμένου περί γυναικός εις λοχεία, δεν θεωρείται ως λύση της συμβάσεως εκ μέρους αυτού. Το πότε η ασθένεια θεωρείται ως βραχείας διαρκείας το καθορίζει ο ν. 4558/30 άρθρ. 3 που είναι: 1 μήνας για υπηρετούντες μέχρι 4 έτη 3 μήνες για υπηρετούντες μέχρι 10 έτη 4 μήνες για υπηρετούντες μέχρι 15 έτη 6 μήνες για υπηρετούντες άνω των 15 ετών Στο νόμο αναγράφεται ότι η ασθένεια πρέπει να είναι "προσηκόντως αποδεδειγμένη". Αυτό σημαίνει ότι ο μισθωτός έχει υποχρέωση να αποδείξει και να δικαιολογήσει την ασθένεια με τον ενδεδειγμένο και αποδεκτό τρόπο π.χ. πιστοποιητικό γιατρού, βεβαίωση ΙΚΑ, νοσοκομείου κ.λπ. Σύμφωνα με τα περί καλής πίστεως ισχύοντα ο μισθωτός οφείλει να γνωστοποιεί εγκαίρως την ασθένεια του στον εργοδότη . Σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία των δικαστηρίων (Α.Π. 542/97 - Α.Π. 543/97 - Α.Π. 288/66 - Πρωτ. Αθην. 1886/62) αφού δεν υπάρχει διάταξη που να προβλέπει το αντίθετο, ο εργοδότης μπορεί να προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, τηρώντας βέβαια τους τύπους που απαιτούνται. Σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του, λόγω ασθενείας, η χρονική διάρκεια της οποίας υπερβαίνει τα όρια βραχείας απουσίας που τίθενται, τότε η λύση ή μη της εργασιακής συμβάσεως κρίνεται σε κάθε περίπτωση από το δικαστή. Από τον δικαστή εκτιμάται η αιτία της αποχής, η διάρκειά της, η υπαιτιότητα ή μη του μισθωτού και γενικά οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κατ' αντικειμενική κρίση. Ασφάλιση Οι μισθωτοί οι οποίοι απουσιάζουν λόγω ασθενείας δικαιούνται να λάβουν, όπως τονίστηκε, τις αποδοχές του μηνός ή του 15θημέρου αναλόγως. Ο χρόνος αυτός θεωρείται ως χρόνος εργασίας και κατά συνέπεια υπάρχει υποχρέωση ασφάλισης. Αντίθετα για τους μισθωτούς που απουσιάζουν από την εργασία τους, λόγω ασθενείας, χωρίς να δικαιούνται μισθό από τον εργοδότη, αφού συμπλήρωσαν το όριο του ενός μηνός ή 15θημέρου, δεν υπάρχει δυνατότητα ασφάλισης για το χρόνο αυτό. Αυτό δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι τυχόν μπορεί να παίρνουν επίδομα ασθενείας από τον ασφαλιστικό τους φορέα. Για την τυχόν απορία περί της ασφάλισης και των εισφορών των 3ημέρων ασθενείας, κατά τις οποίες ημέρες λαμβάνει το ήμισυ των αποδοχών, το ΙΚΑ με την εγκύκλιο 68/2.6.1992 αναφέρει ότι οφείλονται εισφορές επί του συνόλου των προβλεπομένων αποδοχών και όχι επί του ημίσεως αυτών. Απασχόληση κατά την ημέρα αναπαύσεως (Σάββατο ή Κυριακή) σε περίπτωση 5θημέρου και ασφάλιση Στην περίπτωση αυτή ο εργαζόμενος δεν δικαιούται προσθέτου ημέρας εργασίας στην ασφάλιση, διότι η ημέρα αυτή έχει ήδη καλυφθεί ασφαλιστικά (εργασία 5 ημέρες και ασφάλιση 6). Για την απασχόληση κατά την Κυριακή και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχει λάβει άλλη αναπληρωματική ανάπαυση των εβδομάδα που ακολουθεί τότε δικαιούται να αναγνωρίσουν μια επί πλέον ημέρα εργασίας στην ασφάλιση. Ασθένεια και αποζημίωση Για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος ασθενείας (χρόνος αναστολής της συμβάσεως εργασίας). Η σύμβαση εργασίας ισχύει μέχρι την καταγγελία της από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η πέραν των ορίων της βραχείας ασθενείας αποχή δεν θεωρείται ως καταγγελία της σχέσης εργασίας και εφόσον ισχύει η σύμβαση ο χρόνος αναστολής της παροχής εργασίας, λόγω ασθενείας, συνυπολογίζεται στο χρόνο υπηρεσία για τον καθορισμό της αποζημιώσεως (Εφετ. Θεσ/κης 518/87 και Εφετ. Θεσ/κης 2920/88). Ασθένεια και εβδομαδιαία ανάπαυση Η απουσία από την εργασία λόγω ασθενείας δεν επηρεάζει την συνήθη τάξη χορηγήσεως ημέρας εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Ο εργαζόμενος ο οποίος επιστρέφει από την ασθένειά του και αναλαμβάνει εργασία δικαιούται να λάβει και την ημέρα ανάπαυσης την οποία θα ελάμβανε όταν δεν είχε παρεμβληθεί η ασθένεια. Αυτό δέχεται το ΝΣΚ με την αριθ. 815/63 γνωμοδότησή του. Προϋποθέσεις λήψεως επιδόματος ασθενείας Σύμφωνα με το άρθρο 36 του ν. 3996/2011 οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ δικαιούνται επιδόματος ασθενείας εφόσον, πέραν των άλλων προϋποθέσεων που ορίζονται από τις διατάξεις του Κανονισμού του, έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 120 Ημέρες Ασφάλισης, κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Προκειμένου για οικοδόμους οι ημέρες ασφάλισης ανέρχονται σε 100. Η ασφαλιστική ικανότητα για τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ διαρκεί από 1ης Μαρτίου κάθε έτους μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του επόμενου. Σε περίπτωση απώλειας του βιβλιαρίου ασθενείας ο ασφαλισμένος πρέπει να υποβάλει υπεύθυνο δήλωση για τον εφοδιασμό με νέο. Ασθένεια εργαζομένου και ΑΠΔ Στην περίπτωση κατά την οποία ασθενήσει ένας εργαζόμενος και είναι βέβαιη η πληροφορία για την ασθένειά του τότε αυτή καταχωρείται σε ξεχωριστή στήλη στην Κανονική Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (ΑΠΔ) της αντίστοιχης μισθολογικής Περιόδου. Εάν αυτό δεν είναι δυνατό, πρέπει τα ασφαλιστικά στοιχεία της ασθενείας να καταχωρηθούν το αργότερο στην αμέσως επόμενη μισθολογική περίοδο, για την αποφυγή των κυρώσεων. Όταν πρόκειται για απεικόνιση διαφορετικών περιόδων ασθένειας, για την ίδια μισθολογική περίοδο (π.χ. δύο τριήμερα) πρέπει να καταχωρηθεί σε ξεχωριστές στήλες της ΑΠΔ κάθε περίοδος ασθενείας, συμπληρώνοντας ανάλογα τις σχετικές ενδείξεις. Νοσοκομειακή περίθαλψη Η νοσοκομειακή περίθαλψη υπάγεται στις παροχές ασθενείας σε είδος και για τη χορήγησή της απαιτείται όπως ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 120 ημέρες εργασίας στο προηγούμενο ημερολογιακό έτος. Αυτή παρέχεται δωρεάν σε νοσοκομεία, θεραπευτήρια και κέντρα νοσηλείας του ΕΟΠΥΥ. Περιλαμβάνει την νοσηλεία του πάσχοντος, την ενδιαίτηση και την ιατρική, νοσηλευτική και φαρμακευτική αγωγή και θεραπεία, αλλά και κάθε συνδρομή για την αποκατάσταση της υγείας του. Η εισαγωγή του ασθενή για νοσηλεία γίνεται με έντυπο αναγγελίας του νοσοκομείου ή της κλινικής. Η παραπομπή του ασθενή για νοσηλεία πραγματοποιείται μετά από ιατρική γνωμάτευση του θεράποντα ιατρού, στην οποία θα αναγράφονται οι λόγοι που επιβάλουν την αναγκαιότητα της περίθαλψης. Στο έντυπο αναγγελίας αναγράφεται υποχρεωτικά η διάγνωση. Ο ασθενής μπορεί να επιλέξει νοσοκομείο ή κλινική μεταξύ των συμβεβλημένων με τον ΕΟΠΥΥ. Διασυνοριακά εργαζόμενοι και περίθαλψη Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίθαλψη των διασυνοριακά εργαζόμενων (π.χ. εργαζόμενος Έλληνας που εργάζεται στη Βουλγαρία και επιστρέφει στην Ελλάδα ή και το αντίστροφο) αλλά και για την διεθνική παροχή υπηρεσιών (απόσπαση εργαζομένων σε έδαφος άλλης χώρας) η Ελληνική Εργατική Νομοθεσία, προσαρμοζόμενη στις διατάξεις σχετικών οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης νομοθέτησε σχετικά (ν. 4213/13 - ΕΑΕΔ 2014 σ. 337 και Π.Δ. 219/00). Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 4213/13 η διασυνοριακή υγειονομική περίθαλψη παρέχεται σύμφωνα με α) την ισχύουσα εθνική νομοθεσία β) τα εθνικά πρότυπα και τις κατευθυντήριες γραμμές ποιότητας και ασφάλειας και το σύστημα αξιολόγησης που θα διέπει τους φορείς παροχής υγειονομικής περίθαλψης γ) τη νομοθεσία της ΕΕ και τα πρότυπα ασφαλείας. Οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης στο ελληνικό έδαφος εφαρμόζουν στους ασθενείς από άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ τον ίδιο πίνακα αμοιβών υγειονομικής περίθαλψης που ισχύει και για ασθενείς σε συγκρίσιμη ιατρική κατάσταση που υπάγονται στο εθνικό σύστημα κοινωνικής Ασφάλισης. Απαγορεύεται η διάκριση λόγω εθνικότητας σε βάρος ασθενών άλλων κρατών-μελών της ΕΕ. Σχετική είναι και η αριθ. γ9α/76908/14 απόφαση Υπουρ. Υγείας (ΦΕΚ 2425 Β 11.9.14). Υγειονομική κάλυψη ανασφάλιστων κ.λπ. Σύμφωνα με το άρθρο 33 του ν. 4368/2016 (ΦΕΚ 21Α 21.2.16 - ΕΑΕΔ 2016 σελ. 345) ανασφάλιστοι και ευάλωτες κοινωνικές ομάδες έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης στις Δημόσιες Δομές Υγείας και δικαιούνται νοσηλευτικής και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Η νοσηλευτική περίθαλψη παρέχεται μέσω των νοσοκομείων, νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ΝΠΙΔ κ.λπ. του ΕΣΥ. Η φαρμακευτική περίθαλψη παρέχεται από τα συμβεβλημένα με τον ΕΟΠΥΥ ιδιωτικά φαρμακεία. Δικαιούχοι είναι οι αναφερόμενοι στην παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4368/16.