Εκπρόσωποι συνδικαλιστικών οργανώσεων. Η διακοπή καταβολής των συντάξεων δεν είναι αντισυνταγματική. Η διακοπή καταβολής των συντάξεων των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων μειώνει μεν το ύψος του εισοδήματος των δικαιούχων αυτών από συντάξεις, δεν θίγει όμως τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, διότι οι δικαιούχοι αυτοί εξακολουθούν να λαμβάνουν συνταξιοδοτικές παροχές λόγω απασχολήσεως. ΣτΕ 660/2016 Πρόεδρος: ο κ. Ν. Σακελλαρίου Εισηγητής: η κ. Π. Μπραΐμη Δικηγόροι: ο κ. Δ. Μπούρλος, η κ. Βασ. Κουζιώρτη, η κ. Θεοδώρα Αντωνίου (...) Με την αγωγή αυτή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να καταβάλει στους ενάγοντες ως αποζημίωση τα ποσά των συντάξεων που στερήθηκαν κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2013 λόγω της διακοπής καταβολής τους βάσει των διατάξεων της περ. 4 της υποπαρ. ΙΑ.6 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/12. Η πιο πάνω αγωγή εισάγεται στο Α' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της από 11 Φεβρουαρίου 2014 πράξεως της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/10 και της από 14 Απριλίου 2014 πράξεως του Προέδρου του Α' Τμήματος. (...) 12. Από τις ανωτέρω διατάξεις που παρατέθηκαν στις σκέψεις 8 και 9, προκύπτει ότι οι επικουρικές συντάξεις που χορηγούνταν στους εκπροσώπους συνδικαλιστικών οργανώσεων παρουσίαζαν σε σχέση με τις λοιπές επικουρικές συντάξεις ιδιαιτερότητες, οι οποίες ήταν οι ακόλουθες: α) χορηγούνταν λόγω ιδιότητας και όχι λόγω απασχολήσεως, κατά παρέκκλιση από το γενικώς ισχύον συνταξιοδοτικό σύστημα, με ιδιαίτερα ευνοϊκές προϋποθέσεις, β) δεν απαιτείτο προηγούμενη συνταξιοδότηση από φορέα κύριας ασφαλίσεως, γ) δεν εφαρμόζονταν σε αυτές οι διατάξεις περί διπλοσυνταξιούχων και δ) χορηγούνταν παράλληλα με την επικουρική σύνταξη λόγω απασχολήσεως. Όπως προκύπτει δε από το από 19.9.2014 έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως προς το Δικαστήριο, οι ενάγοντες, πλην των Κ.Χ. (8ος) και Θ.I. (10ος), οι οποίοι ελάμβαναν, λόγω απασχολήσεως, μόνο κύρια σύνταξη, ελάμβαναν, πέραν της κυρίας συντάξεως λόγω απασχολήσεως, δύο επικουρικές συντάξεις από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ, καθολικό διάδοχο του ΙΚΑ-TEAM σύμφωνα με το άρθρο 6 του Ν. 3029/02 Α' 160, και ήδη ΕΤΕΑ, μετά την ένταξη του ΕΤΕΑΜ σ' αυτό κατά το άρθρο 36 του Ν. 4052/12 Α' 41): μία λόγω απασχολήσεως και μία λόγω της συνδικαλιστικής ιδιότητας. 13. Εξάλλου, στους πόρους του Ταμείου (ΤΕΑΕΥΕΕΟ), κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 8, περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, εισφορά 0,5% στα έσοδα που εισπράττουν γενικώς οι φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, πλην εκείνων που ασφαλίζουν πρόσωπα ασκούντα ελευθέρια επαγγέλματα, και το 10% των εσόδων της Εργατικής Εστίας. Όπως αναφέρεται στο έγγραφο των απόψεων της Διοικήσεως προς το Δικαστήριο, τα έσοδα από τις δύο αυτές πηγές κάλυπταν κατά την ημερομηνία της συγχωνεύσεως του ΤΕΑΕΥΕΕΟ στο ΕΤΕΑΜ το 85% περίπου των συνολικών εσόδων του, έναντι 4% περίπου που απέδιδαν οι εισφορές ασφαλισμένων και εργοδοτών (3% + 3%), οι οποίες υπολογίζονταν σε πολύ χαμηλές τεκμαρτές ασφαλιστικές κλάσεις, το υπόλοιπο δε 11% προερχόταν από προσόδους της περιουσίας. Επιπλέον, σε όσους από τους ασφαλισμένους του ΤΕΑΕΥΕΕΟ απονεμήθηκε κατά τη λήξη της ασφαλίσεώς τους, εκτός από τη συνταξιοδοτική παροχή, και εφάπαξ βοήθημα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι οφειλόμενες εισφορές συμψηφίζονταν με το εφάπαξ βοήθημα. Για την καταβολή δε του εφάπαξ βοηθήματος δεν προβλέφθηκε στον Κανονισμό Παροχών του Κλάδου Προνοίας, που παρατέθηκε ανωτέρω, καταβολή εισφορών των ασφαλισμένων αλλά προβλέφθηκε μόνο ως πόρος του Κλάδου αυτού το 1/23 των εν γένει εσόδων του Κλάδου Συντάξεων του Ταμείου, στα οποία περιλαμβάνονταν και ασφαλιστικές εισφορές των ασφαλισμένων. Δηλαδή, οι ασφαλισμένοι του ΤΕΑΕΥΕΕΟ που έλαβαν συνταξιοδοτική παροχή και εφάπαξ βοήθημα, ενώ κατέβαλαν μόνο τις ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονταν στο Καταστατικό του Ταμείου για τον Κλάδο Συντάξεων, έλαβαν δύο ασφαλιστικές παροχές: μία περιοδική (σύνταξη) και μία εφάπαξ (εφάπαξ βοήθημα). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τα ποσά των συντάξεων που έλαβαν οι ενάγοντες μέχρι τη διακοπή τους (1.1.2013) ήταν πολλαπλάσια των ασφαλιστικών εισφορών που είχαν καταβάλει(...) 14. Από την εισηγητική έκθεση του Ν. 4093/12 (σκέψη 11) προκύπτει ότι με την επίμαχη ρύθμιση (διακοπή καταβολής της συντάξεως στους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων λόγω της ιδιότητάς τους αυτής) ο νομοθέτης απέβλεψε, πρωτίστως, στον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού συστήματος με την κατάργηση μιας προνομιακής παροχής, κατά τα εκτεθέντα στις δύο προηγούμενες σκέψεις, σε μια συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων που λαμβάνει και συνταξιοδοτικές παροχές λόγω απασχολήσεως, δευτερευόντως δε στην εξοικονόμηση πόρων από την κατάργηση της συντάξεως αυτής. 15. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η διακοπή καταβολής των ως άνω συντάξεων των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων μειώνει μεν το ύψος του εισοδήματος των δικαιούχων αυτών από συντάξεις, δεν θίγει όμως τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, διότι οι δικαιούχοι αυτών εξακολουθούν να λαμβάνουν συνταξιοδοτικές παροχές λόγω απασχολήσεως, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, δεν τίθεται, κατά τα ήδη εκτεθέντα στη σκέψη 13, ζήτημα παραβιάσεως της ανταποδοτικότητας μεταξύ καταβληθεισών εισφορών και οφειλομένων από το Ταμείο παροχών, όπως προβάλλουν οι ενάγοντες. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η επίδικη ρύθμιση, όπως προεκτέθηκε, απέβλεψε πρωτίστως στον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού συστήματος και δευτερευόντως στην εξοικονόμηση πόρων, είναι απορριπτέοι οι προβαλλόμενοι λόγοι: α) ότι η ρύθμιση αυτή παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ' του Συντάγματος, διότι το νομοθετικό μέτρο της καταργήσεως των συντάξεων των εκπροσώπων των εργατοϋπαλληλικών οργανώσεων παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη του στόχου της δημοσιονομικής εξυγίανσης, αφού το όφελος για τον κρατικό προϋπολογισμό εμφανίζεται μικρό έως ασήμαντο σε σχέση με τη θυσία στην οποία υποβάλλονται οι ενάγοντες και β) ότι το επίμαχο νομοθετικό μέτρο είναι αντισυνταγματικό, διότι, κατά παράβαση του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, δεν συνοδεύεται από αναλογιστική μελέτη που να τεκμηριώνει την προσφορότητά του για τη βιωσιμότητα των ταμείων ή την προαγωγή της κοινωνικής ασφαλίσεως. Συνακόλουθα αβασίμως προβάλλεται ότι η επίμαχη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 70 του Μέρους XII της Διεθνούς Συμβάσεως "περί του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφάλειας", που είχε υπογραφεί στο Στρασβούργο στις 16.4.1964 και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 1136/81 (Α' 61), επιδιώκει δε την καθιέρωση ενός ελαχίστου ορίου κοινωνικής ασφάλειας υψηλότερου εκείνου που προβλέπει η με αριθμ. 102 Διεθνής Σύμβαση Εργασίας. Και τούτο, διότι με τις διατάξεις του άρθρου 70 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλειας απευθύνονται απλές κατευθυντήριες υποδείξεις προς τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους όσον αφορά την περιοδική εκπόνηση των οικονομικών και αναλογιστικών μελετών αναγκαίων για την εξασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας των οργανισμών που παρέχουν κοινωνικοασφαλιστικές παροχές, περαιτέρω δε τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υιοθετήσουν μέτρα για την εκπόνηση αντιστοίχου περιεχομένου μελετών πριν από την μεταβολή του ύψους των χορηγούμενων παροχών ή των ασφαλιστικών εισφορών και των λοιπών κοινωνικών πόρων μέσω των οποίων χρηματοδοτούνται τα συστήματα αυτά. Στην επίδικη περίπτωση, όμως, ζήτημα παραβιάσεως των πιο πάνω διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 70 του Μέρους XII της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως δεν τίθεται, προεχόντως διότι, όπως ήδη εκτέθηκε, το επίμαχο μέτρο δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος που είναι εναρμονισμένες με τις προβλέψεις της εν λόγω Διεθνούς Συμβάσεως (πρβ. ΣτΕ 1286/12 Ολομ. σκ. 13). 16. Περαιτέρω, η ως άνω διακοπή από 1.12.2013 της καταβολής των συντάξεων των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων δεν αντίκειται ούτε στην αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η οποία πηγάζει από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, δεδομένου ότι, όπως έχει εκτεθεί, αυτοί λαμβάνουν, πλην της καταργηθείσας επικουρικής συντάξεως λόγω ιδιότητας, και άλλες συνταξιοδοτικές παροχές λόγω απασχολήσεως. Για το λόγο δε αυτόν, δεν απαιτείτο περαιτέρω εκτίμηση από το νομοθέτη των επιπτώσεων του επίμαχου νομοθετικού μέτρου στο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων αυτών με τη σύνταξη σχετικής μελέτης, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη σκέψη 6. Εξάλλου, αν και αναφέρουν στην αγωγή τους οι ενάγοντες ότι "το συνολικό ποσό από συντάξεις (κύριες και επικουρικές) που συγκεντρώνουν οι εκπρόσωποι των εργατοϋπαλληλικών οργανώσεων ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 700 ευρώ, ενώ η επικουρική σύνταξη που καταργείται κυμαίνεται ανάμεσα στα 160 και 220 ευρώ", δεν προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία για το ύψος των κύριων και επικουρικών συντάξεων που λαμβάνουν ώστε να μπορεί να κριθεί εάν υπάρχει κίνδυνος για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, όπως ισχυρίζονται. Άλλωστε, μετά τις 2287-8/15 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκε ότι οι διατάξεις των Ν. 4051/12 και 4093/12 περί μειώσεως συνταξιοδοτικών παροχών (κύριων και επικουρικών) είναι αντισυνταγματικές, οι κύριες και επικουρικές συντάξεις λόγω απασχολήσεως που λαμβάνουν οι ενάγοντες θα επανέλθουν στο επίπεδο που ήταν πριν από τις περικοπές με τους ως άνω νόμους, και, επομένως, θα υπάρξει αύξηση των εισοδημάτων τους από συντάξεις. 17. Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα "περιουσιακής φύσεως", καθώς και τα κεκτημένα "οικονομικά συμφέροντα". Καλύπτονται, κατ' αυτόν τον τρόπο, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον έως την προσφυγή στο δικαστήριο δίκαιο, ότι μπορεί να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλόμενου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλόμενου κράτους. Ενόψει των ανωτέρω, περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αποτελούν και οι έναντι των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αξιώσεις για τη χορήγηση προβλεπόμενων από τη νομοθεσία του συμβαλλόμενου κράτους κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, τόσο στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υποχρεωτικώς είχε καταβάλει στο παρελθόν εισφορές, όσο και στην περίπτωση που η χορήγηση της συγκεκριμένης παροχής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη καταβολή εισφορών, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται, κατά περίπτωση, από το εθνικό δίκαιο. Πάντως, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου δεν κατοχυρώνεται το δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ύψους, με συνέπεια να μην αποκλείεται, καταρχήν, διαφοροποίηση του ύψους της συνταξιοδοτικής παροχής αναλόγως με τις επικρατούσες εκάστοτε συνθήκες. Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, καταρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών και τον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού συστήματος. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημόσιου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη προς αυτόν (πρβ. ΣτΕ 668/12 Ολομ. σκ. 34, 1286/12 Ολομ. σκ. 15). 18. Όπως εκτέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 14, η λήψη του επίμαχου νομοθετικού μέτρου απέβλεψε σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος συνίσταται πρωτίστως στον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού συστήματος και δευτερευόντως στην εξοικονόμηση πόρων. Το μέτρο αυτό, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της καταργηθείσας συνταξιοδοτικής παροχής, που παρατέθηκαν στη σκέψη 12 και της χρηματοδοτήσεως της κυρίως από έσοδα των ασφαλιστικών οργανισμών και της Εργατικής Εστίας, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη σκέψη 13, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως για την επίτευξη του σκοπού αυτού, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, λαμβανομένου άλλωστε υπ' όψιν ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την επίτευξη σκοπού δημοσίου συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Περαιτέρω, με το επίμαχο μέτρο, το οποίο αναφέρεται σε κατάργηση μόνο της ειδικής επικουρικής συντάξεως, που χορηγείτο στους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων λόγω της ιδιότητάς τους, και ως εκ τούτου συνεπάγεται μείωση των συνολικώς καταβαλλομένων στους ενάγοντες συνταξιοδοτικών παροχών και όχι στέρηση αυτών, εξασφαλίζεται, καταρχήν, ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, συντρέχοντος εν προκειμένω γενικού συμφέροντος και την ανάγκη προστασίας των περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων, ενόψει και του ότι, για λόγους κοινωνικής μέριμνας προς τις πλέον ευπαθείς ομάδες, προβλέφθηκε στο νόμο, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ότι, κατ' εξαίρεση, εξακολουθούν να καταβάλλονται οι ως άνω συντάξεις στους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων και στα δικαιοδόχα μέλη τους, εφόσον δεν εργάζονται και δεν λαμβάνουν σύνταξη από άλλο φορέα κύριας ή επικουρικής ασφαλίσεως ή το Δημόσιο. Συνεπώς, δεν υφίσταται παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αλλά ούτε και της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, εφόσον δεν κατοχυρώνεται από καμία συνταγματική ή άλλη διάταξη δικαίωμα ορισμένου ύψους συντάξεων και δεν αποκλείεται, καταρχήν, η διαφοροποίηση αυτών ανάλογα με τις συντρέχουσες εκάστοτε συνθήκες. Αβασίμως λοιπόν οι ενάγοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα (πρβ. ΣτΕ 1283,1286/12 Ολομ. και βλ. ΕΔΔΑ Skorkiewicz κατά Πολωνίας, απόφαση επί του παραδεκτού της 1.6.1999, No 39860/98, Domalewski κατά Πολωνίας, απόφαση επί του παραδεκτού της 15.6.1999, No 34610/97, Kjartan Asmundsson κατά Ισλανδίας, απόφαση της 30.3.2005, No 60669/00, Lakicevic and Others κατά Μοντενέγκρο και Σερβίας, απόφαση της 13.3.2012, Νos 27458, 37205, 37207, 33604/07, σκ. 60 επ. ιδίως δε σκέψη 70, Stefanetti και άλλοι κατά Ιταλίας, απόφαση της 15.4.2014, Nos 21838, 21849, 21852, 21855, 21860, 21863, 21869 και 21870/10, σκ. 60 επ.). Επίσης, ενόψει του σκοπού που επιδιώκεται με το επίμαχο μέτρο και της φύσεως του μέτρου αυτού, που συνίσταται, κατά τα προεκτεθέντα, σε περιορισμό και όχι στέρηση περιουσιακών δικαιωμάτων, δεν απαιτείτο για τον περιορισμό αυτόν η πρόβλεψη από το νομοθέτη αποζημιώσεως (βλ. ΣτΕ 1283,1286/12 Ολομ., πρβ., άλλωστε, αποφάσεις ΕΔΔΑ: τέως Βασιλεύς της Ελλάδος και λοιποί κατά Ελλάδος, της 23.11.2000, No 25701/94, σκέψη 89, Ιερές Μονές κατά Ελλάδος, της 9.12.1994, σκ. 71, James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, No 8793/79, σκ. 54). 19. Στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ' αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου". Με την κρινόμενη αγωγή προβάλλεται ότι η διακοπή της καταβολής των συντάξεων των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι αντίθετη στην κατοχυρωμένη από το ως άνω άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Η προστασία αυτή, σύμφωνα με τους ενάγοντες, περιλαμβάνει και την υποχρεωτική (κύρια και επικουρική) ασφάλιση των συνδικαλιστικών στελεχών κατά το διάστημα που απέχουν από την εργασία τους λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης. Ειδικότερα, όπως προβάλλουν, η πρόβλεψη της εν λόγω συντάξεως απέβλεψε στην προστασία των προσώπων που διετέλεσαν εκπρόσωποι εργατικών και επαγγελματικών οργανώσεων από την τυχόν απώλεια εισοδήματος και τη συγκέντρωση μικρότερου συνολικά χρόνου ασφαλίσεως λόγω άδικων απολύσεων, διώξεων κ.λπ., τις οποίες υφίστανται εξαιτίας της συνδικαλιστικής τους δράσης. 20. Ο νομοθέτης ανταποκρίθηκε στη συνταγματική του υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα νομοθετικά μέτρα για την προστασία της δράσης των συνδικαλιστικών στελεχών. Ειδικότερα, με το άρθρο 17 του Ν. 1264/82 "Για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων" (Α' 79) θέσπισε τις συνδικαλιστικές άδειες. Σύμφωνα με την παρ. 4 του ως άνω άρθρου ο χρόνος απουσίας των συνδικαλιστικών στελεχών κατά τη διάρκεια της αδείας τους θεωρείται χρόνος πραγματικής εργασίας για όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την εργασιακή και ασφαλιστική σχέση, και το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών για το χρόνο της συνδικαλιστικής άδειας καταβάλλεται από την οικεία συνδικαλιστική οργάνωση. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των συνδικαλιστικών στελεχών (συνδικαλιστές ΓΣΕΕ, Πρόεδροι και Γενικοί Γραμματείς Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών, βλ. άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 2224/94, Α' 112) λαμβάνουν κατά τον χρόνο απουσίας τους λόγω συνδικαλιστικής άδειας το σύνολο των αποδοχών τους. Τέλος, με το άρθρο 14 του Ν. 1264/ 82 με τίτλο "Προστασία και διευκολύνσεις συνδικαλιστικής δράσης" τα συνδικαλιστικά στελέχη προστατεύονται από τυχόν παράνομες απολύσεις, διώξεις κ.λπ. εξαιτίας της συνδικαλιστικής τους δράσης. Ενόψει δε των μέτρων αυτών που έχει λάβει ο κοινός νομοθέτης για την προστασία της συνδικαλιστικής ελευθερίας, στην οποία (προστασία) δεν περιλαμβάνεται και η χορήγηση συνταξιοδοτικής παροχής στους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ως άνω λόγος ότι η διακοπή καταβολής της εν λόγω συντάξεως στους εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων αντίκειται στο άρθρο 23 παρ. 1 του Συντάγματος. 21. Η αρχή της ισότητας, η οποία καθιερώνεται με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας, μεταξύ των οποίων και τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτόν έλεγχο που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αυθαίρετης επιβαρύνσεως ή της αφαιρέσεως δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από τον προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια. Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω δέσμευση του νομοθέτη υφίσταται και κατά την εκδήλωση της κατ' άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος κρατικής μέριμνας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων και επιβάλλει τη συμμετοχή αυτών με ίσους όρους στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως (ΣτΕ 1286/12 Ολομ. σκ. 9 κ.α.). 22. Με την κρινόμενη αγωγή προβάλλεται ότι η διακοπή καταβολής της επίμαχης συντάξεως είναι αντίθετη στην αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) και στην ειδικότερη έκφανση αυτής που αφορά την ισότητα στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος). Και τούτο, διότι το ακραίο μέτρο της διακοπής της συνταξιοδοτήσεως και, επομένως, της εξ ολοκλήρου απώλειας της ως άνω επικουρικής συντάξεως, εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο για τη συγκεκριμένη κατηγορία συνταξιούχων, η οποία καλείται, έτσι, να συνεισφέρει με τρόπο υπέρμετρο στα δημόσια βάρη έναντι των άλλων κατηγοριών συνταξιούχων αλλά και έναντι άλλων κατηγοριών αιρετών συνταξιούχων (βουλευτές - αιρετοί των ΟΤΑ), στους οποίους δεν διακόπτεται η καταβολή της συντάξεως αλλά μειώνονται μόνο τα ποσά αυτής (άρθρο πρώτο παρ. Β, περ. 1α του Ν. 4093/12). Ο λόγος αυτός, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι ενάγοντες δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τις λοιπές κατηγορίες των συνταξιούχων, οι οποίες, άλλωστε, με τον ίδιο νόμο υφίστανται μειώσεις στις συντάξεις τους, αφού αυτοί (οι ενάγοντες) ελάμβαναν, μέχρι την εισαγωγή της επίμαχης ρυθμίσεως, πέραν των συνταξιοδοτικών παροχών λόγω απασχολήσεως, που λαμβάνουν και οι άλλες κατηγορίες συνταξιούχων, επιπλέον σύνταξη λόγω της ιδιότητάς τους ως συνδικαλιστικών στελεχών. Εξάλλου, ο προαναφερθείς λόγος είναι απορριπτέος και κατά το δεύτερο σκέλος του, διότι οι κατηγορίες των συνταξιούχων βουλευτών και των αιρετών των ΟΤΑ δεν είναι όμοιες με εκείνη των εναγόντων και, επομένως, είναι επιτρεπτή η διαφορετική αντιμετώπιση αυτών σε σχέση με τους ενάγοντες. Κατά τα λοιπά δε, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, απαραδέκτως επιδιώκεται ο περαιτέρω έλεγχος της ορθότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής επιλογής. 23. Στο άρθρο 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος κυρώθηκε με το νόμο 1426/ 84 (Α' 32), ορίζεται ότι: "Για εξασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος για κοινωνική ασφάλεια, τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση 3. Να καταβάλουν προσπάθειες για την ανύψωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας σε υψηλότερο επίπεδο", ενώ στο άρθρο 34 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της EE (2010/C 83/02) ορίζεται ότι: "1. Η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε περιπτώσεις όπως η μητρότητα, η ασθένεια, το εργατικό ατύχημα, η εξάρτηση, το γήρας καθώς και σε περίπτωση απώλειας της απασχόλησης, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ένωσης και στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές". 24. Με την κρινόμενη αγωγή προβάλλεται ότι η διακοπή καταβολής της ως άνω συντάξεως στους ενάγοντες είναι αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και 34 παρ. 1 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της EE. Ο λόγος αυτός, κατά το μέρος που αναφέρεται στο άρθρο 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το επίμαχο μέτρο της διακοπής καταβολής της συντάξεως στους εκπροσώπους συνδικαλιστικών οργανώσεων αποσκοπεί, κατά τα ήδη εκτεθέντα, κυρίως στον εξορθολογισμό του ασφαλιστικού συστήματος και, επομένως, λαμβανομένων υπ' όψιν και όσων προαναφέρθηκαν, δεν παραβιάζει την ως άνω διάταξη, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες (πρβ. ΣτΕ 1464/95 Ολομ., σκ. 5, 278/ 07 σκ. 6, 3258/13 σκ. 6). Εξάλλου, ο ανωτέρω λόγος, και κατά το μέρος που αναφέρεται σε παράβαση διατάξεως του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της EE, είναι επίσης απορριπτέος, διότι οι διατάξεις του κειμένου αυτού διέπουν τις δράσεις των κρατών μελών μόνο όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ενώσεως και δεν αφορούν, συνεπώς, τη λήψη από το κράτος μέλος μέτρων αμιγώς εσωτερικής πολιτικής (ΣτΕ 1286/12 Ολομ. σκ. 21), όπως εν προκειμένω. 25. Τέλος, με την υπό κρίση αγωγή προβάλλεται ότι η διακοπή καταβολής της επίμαχης συντάξεως στα δικαιοδόχα μέλη των εκπροσώπων των εργατοϋπαλληλικών οργανώσεων συνιστά παραβίαση της υποχρεώσεως του Κράτους για προστασία της οικογένειας που απορρέει από το άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι με την κατάργηση αυτή τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση των ανθρώπων αυτών που είναι συνήθως προχωρημένης ηλικίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, εφόσον η καταβολή συντάξεως στα δικαιοδόχα μέλη δεν προβλέπεται ως αυτοτελές δικαίωμα των προσώπων αυτών αλλά εξαρτάται από την ύπαρξη ή μη δικαιώματος του αρχικού δικαιούχου, δηλαδή του εκπροσώπου των εργατοϋπαλληλικών οργανώσεων, ο νόμος δε που προβλέπει διακοπή της συντάξεως του προσώπου αυτού, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεν είναι αντίθετος στο Σύνταγμα ή σε άλλες διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος, δεν τίθεται ζήτημα αντιθέσεως προς τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της οικογένειας της διακοπής της συντάξεως στα δικαιοδόχα μέλη των εκπροσώπων συνδικαλιστικών οργανώσεων. 26. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη.