Πρόσθετη εργασία παρεμφερής (συναφής) Το άρθρο 259 του Αστικού Κώδικα προβλέπει ότι ο εργαζόμενος, εάν παραστεί ανάγκη εργασίας επί πλέον της συνήθους, υποχρεούται εις αυτήν και η άρνησή του θα προσέκρουε εις την καλήν πίστην. Όπως δέχεται και η νομολογία των δικαστηρίων (Α.Π. 1084/83 - Α.Π. 62/82 - Α.Π. 1563/80 - Α.Π. 1579/87 - Α.Π. 1810/83 - Α.Π. 1292/84 - Α.Π. 1078/91 - Α.Π. 118/97 κ.λπ.) βάσει της αρχής της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, κάθε μισθωτός υποχρεούται να εκτελεί τακτικώς και εργασίες δευτερεύουσες που είναι παρασκευαστικές ή συμπληρωματικές, εν σχέσει προς το κύριο είδος εργασίας του, όταν η παροχή τους δεν προϋποθέτει ειδικές γνώσεις του, δεν τον επιβαρύνει σημαντικά και δεν συνεπάγεται ηθική μείωσή του. Για τις εργασίες αυτές που λέγονται παρεμφερείς ή συναφείς, ο μισθωτός δεν δικαιούται πρόσθετο μισθό, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο. Μέσα στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος ο εργοδότης δικαιούται να αξιώσει από τον μισθωτό την παροχή εργασίας συναφούς προς την κύρια απασχόλησή του, χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Το Υπουργείο Εργασίας στο αριθ. 2060/89 έγγραφό του, εξ αφορμής ερωτήματος, αναφέρεται ότι ο μισθωτός μπορεί να υποχρεωθεί να προσφέρει εργασία διαφορετική από εκείνη για την οποία προσλήφθηκε, όταν οι ανάγκες απαιτούν παροχή έκτακτης εργασίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πρόσθετης συναφούς εργασίας είναι α) η απασχόληση του οδηγού μέσα στο νόμιμο ωράριο με την καθαριότητα και συντήρηση του αυτοκινήτου β) οι εργασίες των σερβιτόρων με την τακτοποίηση των καθισμάτων του εστιατορίου και της προετοιμασίας των φαγητών. Όπως τονίσθηκε όταν η πρόσθετη εργασία είναι συναφής με τα καθήκοντα του μισθωτού δεν οφείλεται πρόσθετη αμοιβή.