Περικοπές του εφ' άπαξ και συνταγματικότητα Οι περικοπές του εφ' άπαξ βοηθήματος των νόμων 4024/11 και 4093/12 δεν αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ούτε παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας. Οι επίμαχες περικοπές ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο και εντάσσονται, μαζί με τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα αφ' ενός για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας και αφ' ετέρου για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του, μεταρρύθμιση η οποία ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 22 του Συντάγματος. ΣτΕ 734/2016 Πρόεδρος: ο κ. Σωτ. Ρίζος Εισηγητής: ο κ. Δ. Μαρινάκης Δικηγόροι: ο κ. Ν. Αναγνωστόπουλος, η κ. Μαρία-Μαγδαληνή Τσίπρα, ο κ. Ιωαν. Κατράς, ο κ. Κων/νος Τριάντης, ο κ. Σπυρ. Παπαγιαννόπουλος (...) 2. Η υπό κρίση προσφυγή - αγωγή εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/10, κατόπιν της ΠΑ 16/13 Πράξεως της Επιτροπής του ως άνω άρθρου. 3. Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3900/10 "Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης..." (Α' 213), όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 του Ν. 4055/12 "Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής" (Α' 51), ορίζονται τα ακόλουθα: "Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε τακτικού διοικητικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας με πράξη τριμελούς επιτροπής, αποτελούμενης από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ' ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων... Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής. 2....". 4. Με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 του Ν. 3900/10 εισάγεται ο θεσμός της "δίκης - πιλότου" ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σε θέματα που, ως εκ της φύσεώς τους, έχουν γενικότερο ενδιαφέρον και, συνεπώς, αναμένεται να προκαλέσουν σημαντικό αριθμό διαφορών, με τον κίνδυνο να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις και να υπάρξει σημαντική καθυστέρηση για τους διαδίκους ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Στις περιπτώσεις αυτές δίνεται η δυνατότητα στους διαδίκους και στα διοικητικά δικαστήρια να απευθύνονται απευθείας στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ώστε τούτο να επιλύει τα σχετικά ζητήματα, διασφαλίζοντας την ενότητα της νομολογίας και την ασφάλεια δικαίου (βλ. σχετική εισηγητική έκθεση του νόμου). Ειδικότερα, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον, με αίτημα διαδίκου, εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας ένδικο βοήθημα ή μέσο αρμοδιότητας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για το λόγο ότι τίθεται με αυτό ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος με συνέπειες για ευρύ κύκλο προσώπων, γίνεται δε δεκτό από την προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές τριμελή Επιτροπή, το Δικαστήριο αυτό εκδικάζει σε Ολομέλεια η Τμήμα το ένδικο βοήθημα ή μέσο, εφαρμόζοντας ως προς την πληρεξουσιότητα τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 27 του Π.Δ. 18/89 (Α' 8), και κατά τα λοιπά, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τις ισχύουσες για το ένδικο βοήθημα ή μέσο διατάξεις (ΣτΕ 601/12 Ολομ.). 5. Με την ΠΑ 16/13 Πράξη της Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3900/10, που δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες (...) έγινε δεκτή η από 17.7.2013 αίτηση της Μ. Α-Ν, με την οποία είχε ζητήσει να εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η από 15.7.2013 προσφυγή - αγωγή αυτής, όπως το δικόγραφο τούτο χαρακτηρίζεται, με το οποίο δικόγραφο ζητείται να ακυρωθούν, άλλως, να τροποποιηθούν: α) η από 19.6.2013 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ), με την οποία απορρίφθηκε ενδικοφανής προσφυγή της προσφεύγουσας - ενάγουσας κατά της από 13.2.2013 αποφάσεως της Διευθύντριας του Ταμείου, β) η ως είρηται από 13.2.2013 απόφαση της Διευθύντριας του Ταμείου, με την οποία της χορηγήθηκε εφ' άπαξ ασφαλιστική παροχή ποσού 31.267,81 ευρώ αντί του, κατά τη νομοθεσία του Ταμείου, ποσού των 47.569,72 ευρώ, μειωθέντος κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 4024/11 και του άρθρου πρώτου, υποπαράγραφος ΙΑ.5. περ. 2 του Ν. 4093/12, ως και κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Με το ίδιο δικόγραφο ζητείται, περαιτέρω, να υποχρεωθεί το ΤΠΔΥ να της καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 16.301,91 ευρώ νομιμοτόκως για την υλική ζημία που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά του Ταμείου, λόγω εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, θεωρουμένων από αυτήν ως αντισυνταγματικών, και, τέλος, ζητείται να υποχρεωθεί το Ταμείο να της καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Με την προσφυγή - αγωγή αυτή, όπως αναφέρεται στην ανωτέρω Πράξη της τριμελούς Επιτροπής, "τίθεται το γενικότερο ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρου 2 παρ. 6 Ν. 4024/11 και του άρθρου πρώτου, υποπαράγραφος ΙΑ.5. περ. 2 του Ν. 4093/12". (...) 27. Οι επίμαχες περικοπές του εφάπαξ βοηθήματος επήλθαν δυνάμει του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 4024/11 και του άρθρου πρώτου, υποπαράγραφος ΙΑ.5 περ. 2 του Ν. 4093/12, δηλαδή ευρίσκουν έρεισμα στο νόμο και, κατά τα προεκτεθέντα, εντάσσονται, μαζί με τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα αφ' ενός για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας και, αφ' ετέρου, για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του, μεταρρύθμιση η οποία ευρίσκει έρεισμα στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η θέσπιση δε των περικοπών αυτών εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι απλώς το ταμιακό συμφέρον του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως. Από τα μακροοικονομικά στοιχεία (δημοσιονομικά και μη), τα οποία εκτίθενται στις παρατεθείσες αιτιολογικές εκθέσεις προκύπτει εναργώς ότι η βιωσιμότητα του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων, το οποίο περιλαμβάνει και φορείς εφάπαξ παροχών κατά την συνταξιοδότηση, θα ήταν ανέφικτη χωρίς τη λήψη μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων και χωρίς την μακροπρόθεσμη διαρθρωτική μεταρρύθμιση του θεσμού. Επομένως, η συγκεκριμένη νομοθετική επιλογή, η οποία εκδηλώθηκε με τις πιο πάνω διατάξεις και εντάσσεται στο δημοσιονομικό - διαρθρωτικό σκέλος της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (σε αντίθεση με το αμιγώς διαρθρωτικό), αιτιολογείται προσηκόντως, κατά τα λοιπά, δε, εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου, αντικείμενο του οποίου είναι μόνο η υπέρβαση των ακραίων λογικών ορίων της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος (ΣτΕ 1094, 2289/87 Ολομ.). Κατ' ακολουθίαν δε τούτων, ο λόγος περί παραβιάσεως του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο περαιτέρω δε λόγος ότι για την αιτιολογημένη επιβολή των επίμαχων περικοπών απαιτείτο η εκπόνηση οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, σύνταξη τέτοιας μελέτης απαιτείται πριν από τη λήψη νομοθετικών επεμβάσεων σε ασφαλιστικούς οργανισμούς και χάριν της βιωσιμότητας αυτών και, πάντως, σύνταξη οικονομικής ή αναλογιστικής μελέτης δεν απαιτείται, όταν πρόκειται να ληφθούν μέτρα που έχουν και δημοσιονομικό χαρακτήρα, όπως οι επίμαχες περικοπές (ΣτΕ 1285/12 Ολομ. σκ. 12, 13), εν πάση όμως περιπτώσει τέτοιες μελέτες, όπως ανωτέρω εκτίθεται, έχουν συνταχθεί και με το προεκτεθέν περιεχόμενό τους δικαιολογούν τις ως άνω μειώσεις. Περαιτέρω, εν όψει του διακηρυχθέντος στόχου του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών, καθώς και του ότι οι επίμαχες μειώσεις, οι οποίες εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και είναι αναγκαίες για την επιβίωση του Ταμείου, δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως μη αναγκαίες, διότι ο πολιτικός στόχος του περιορισμού της αύξησης των κοινωνικών δαπανών από τη φύση του επιτυγχάνεται με τη μείωση των επιχορηγήσεων και όχι με την περαιτέρω χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, διότι στη δεύτερη περίπτωση ο στόχος καθίσταται επαχθέστερος, δεδομένου ότι απολήγει στην περαιτέρω επιβάρυνση των υπολοίπων πολιτών με την επιβολή φορολογίας. Εξάλλου, ακόμη και μετά τις ανωτέρω περικοπές, οι οποίες αθροιστικά αντιστοιχούν σε ποσοστό περίπου 34,27% του συνολικού ποσού του εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενου σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου, το τελικώς καταβληθέν στην προσφεύγουσα - ενάγουσα εφάπαξ ποσό (31.267,81 ευρώ) υπερβαίνει σημαντικά τις καταβληθείσες από αυτήν εισφορές καθ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας της (24.727,03 ευρώ), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την κατά νόμο αξιοποίηση του κεφαλαίου αυτών είτε με έντοκη κατάθεσή του στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε ασφαλή εμπορική Τράπεζα είτε με άλλη ασφαλή επένδυσή του, περαιτέρω δε μετά την τιμαριθμική αναπροσαρμογή αυτού (Ν. 1611/50 - Α' 304, άρθρο τρίτο του Ν. 2216/94 - Α' 83, άρθρο 15 παρ. 11 Ν. 2469/97 - Α' 38, άρθρο 14 Ν. 2042/92 - Α' 75, άρθρο 2 του Ν. 3586/07 - Α' 151). Τέλος, οι επίμαχες μειώσεις εντάσσονται στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, η επιχειρούμενη δε δημοσιονομική προσαρμογή δεν στηρίζεται μόνο στη μείωση των δαπανών των κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, αλλά και στη λήψη διάφορων δημοσιονομικών, διαρθρωτικών και χρηματοπιστωτικών μέτρων, η συνδυασμένη εφαρμογή των οποίων εκτιμάται από το νομοθέτη ότι θα συμβάλει στην έξοδο της χώρας από την κρίση και στη βελτίωση των δημοσιονομικών της μεγεθών, κατά τρόπο που αναμένεται να διατηρηθεί και στο μέλλον, λαμβανομένης υπόψη της υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων ανάλογα με τις εκάστοτε ισχύουσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Εν όψει όλων αυτών και σύμφωνα ιδίως με τις σκέψεις 11 και 12, οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 4024/11 και του άρθρου πρώτου, υποπαράγραφος ΙΑ.5 περ. 2 του Ν. 4093/12, με τις οποίες επήλθαν οι ανωτέρω μειώσεις της εφάπαξ παροχής δεν αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, όπως πιο πάνω εκτέθηκε, ούτε παραβιάζουν την αργή της αναλογικότητας δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ειδικώς η δεύτερη μείωση του εφάπαξ βοηθήματος έγινε σε εφαρμογή της αποφάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και απέβλεπε στην εξομάλυνση της αναλογίας εισφορών και εφάπαξ παροχών. Ενόψει δε και του τελευταίου αυτού σκοπού και δεδομένου ότι κατά τα ήδη εκτεθέντα το καταβληθέν ποσό υπερβαίνει το σύνολο των καταβληθεισών από αυτήν εισφορών, δεν παραβιάζεται η αργή της ανταποδοτικότητας, όπως εσφαλμένως προβάλλεται, αλλά ούτε και η αρχή της ισότητας. Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το κρινόμενο δικόγραφο, περί παραβάσεως των ως είρηται υπερνομοθετικής φύσεως διατάξεων είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω δε, δεν παραβιάζεται η παρ. 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους, καθόσον κατά τα ήδη εκτεθέντα, το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων αντιμετώπιζε άμεσα και πιεστικότατα οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων αδυνατούσε να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του, η αντιμετώπιση δε των προβλημάτων αυτών έπρεπε να γίνει με έκτακτη οικονομική ενίσχυση από το Κράτος, που ήδη έλαβε χώρα κατά τα εκτεθέντα στην 25η σκέψη, αλλά και με περικοπές του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος και τούτο για την αποφυγή επιβολής φορολογίας και άλλων επιβαρύνσεων σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Ενόψει αυτών ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Εξάλλου, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, η δια το παρελθόν μείωση της ανωτέρω εφάπαξ παροχής είναι σύμφωνη με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και με το άρθρο 17 του Συντάγματος, καθόσον, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στις σκέψεις 11 και 12, η για το παρελθόν μείωση ασφαλιστικής παροχής είναι, κατ' αρχήν, συμβατή με το εσωτερικό ελληνικό δίκαιο, περαιτέρω δε η εν προκειμένω μείωση της εφάπαξ παροχής της προσφευγούσης - εναγούσης δεν συνιστά υπέρμετρη επιβάρυνση της περιουσίας της ούτε ανατρέπεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του συμφέροντος αυτής, εφόσον η μείωση αυτή έγινε για τους προεκτεθέντες σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και ιδίως λόγω της σοβαρής αδυναμίας του Ταμείου να ανταποκριθεί επικαίρως στις υποχρεώσεις του, εν πάση δε περιπτώσει το τελικώς καταβληθέν στην προσφεύγουσα - ενάγουσα εφάπαξ ποσό (31.267,81 ευρώ) υπερβαίνει σημαντικά τις καταβληθείσες από αυτήν εισφορές καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας της (24.727,03 ευρώ), όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την κατά νόμον αξιοποίηση του κεφαλαίου αυτών, σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτεθέντα. Τέλος, οι αρχές της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου δεν εμποδίζουν το νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, να λαμβάνει μέτρα εντός του πλαισίου της συνταγματικής τάξεως, ακόμη και σε ήδη συνεστημένες έννομες σχέσεις ή καταστάσεις, όταν αδήριτες ανάγκες το επιβάλλουν. Αντίθετη εκδοχή, κατά την οποία απαγορεύεται η μεταβολή του ευνοϊκού για τους ασφαλισμένους νομοθετικού καθεστώτος είτε για το μέλλον είτε για το παρελθόν, θα κατέληγε σε παράλυση της δράσης του νομοθέτη και, ειδικά στο πεδίο του οικονομικού προγραμματισμού (ΣτΕ 490/00 σκ. 5), σε ματαίωση να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημοσίου συμφέροντος, ακόμη και τις ήδη γεννημένες. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, οι σχετικοί λόγοι της προσφεύγουσας - ενάγουσας είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μειοψήφησαν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Σωτ. Ρίζος, ο Αντιπρόεδρος Νικ. Ρόζος και οι Σύμβουλοι Διον. Μαρινάκης, Μιχ. Βηλαράς, Π. Ευστράτιου, Αντ. Ντέμσιας, Διομ. Κυριλλόπουλος και Αντ. Χλαμπέα, προς τη γνώμη των οποίων προσεχώρησε και η Πάρεδρος Τ. Βαρουφάκη, οι οποίοι, ακολουθώντας τις βασικές θέσεις τους, όπως εκτίθενται στη σκέψη 11, υπεστήριξαν τα εξής: Εν προκειμένω, από τα νομοθετήματα του Ελληνικού Κράτους (μεταξύ των οποίων και τα μνημονευόμενα ειδικώς στα υπομνήματα της Διοικήσεως) και τα παρατιθέμενα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προκύπτουν τα εξής: τα αλλεπάλληλα μέτρα μειώσεως της εφάπαξ ασφαλιστικής παροχής υπήρξαν αποτέλεσμα όχι κάποιου σχεδιασμού της Ελληνικής Πολιτείας, αλλά των συγκεκριμένων προδιαγραφών, οι οποίες περιέχονται σε κείμενα της EE (βλ. σκέψεις 19, 21 και 23), τα οποία ο Έλληνας νομοθέτης μετασχηματίζει σε διατάξεις τυπικών νομών. Το γεγονός αυτό, μαζί με άλλα, εξηγεί γιατί δεν προηγήθηκε των εκάστοτε επίμαχων μειώσεων οιαδήποτε συγκεκριμένη συνθετική μελέτη με το περιεχόμενο το οποίο θα έπρεπε να έχει, κατά τη διατυπωθείσα στη σκέψη 11 άποψη της μειοψηφίας. Τέτοιες μελέτες δεν συνιστούν οι αναφερόμενες στη σκέψη 25 α) η ανευρισκόμενη στο φάκελο "αναλογιστική μελέτη" συνταχθείσα από την ΕΠΕ Sany Consulting με αναφορά στο πρώτο φύλλο "Αύγουστος 2011", καθ' όσον σ' αυτή γίνεται απλή περιγραφή της καταστάσεως του Ταμείου Προνοίας ΔΥ (έσοδα, εισφορές, αριθμός ασφαλισμένων, γενικές αναφορές στο δημογραφικό πρόβλημα) με μια υπόθεση εξυγιάνσεως με μειώσεις των παροχών 10% και καμία συσχέτιση με το συγκεκριμένο περιβάλλον της οικονομικής κρίσεως, των άλλων επιβαρύνσεων που έχουν υποστεί οι ασφαλισμένοι κατά την ίδια περίοδο και των λοιπών παραμέτρων. Εξάλλου η μελέτη αυτή έχει πρόβλημα κύρους ως προερχομένη από μία ιδιωτική εταιρία χωρίς προσδιοριζόμενη ταυτότητα και ειδίκευση, ενώ ουδόλως προκύπτει ότι ελήφθη υπ' όψιν από το νομοθέτη κατά την επιβολή των επίμαχων μειώσεων, β) η "αναλογιστική μελέτη ελέγχου, ανά τομέα πρόνοιας περιπτώσεων μέσων όρων για την ανταποδοτικότητα των εφάπαξ παροχών των μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένων που δικαιώθηκαν εφάπαξ (ή εξήλθαν από την υπηρεσία τους) τα έτη 2010 και 2011 (case study)", συνταχθείσα το Μάρτιο 2012 από τη Διεύθυνση αναλογιστικών μελετών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Διότι η μελέτη αυτή, εκτεινόμενη σε 8 σελίδες, εξετάζει μόνο και αποκλειστικώς το ειδικό θέμα της ανταποδοτικότητας, δηλ. της σχέσεως εισφορών - παροχών εφάπαξ βοηθημάτων σε όλους τους Τομείς Προνοίας, αρμοδιότητας του Υπουργείου και με την προϋπόθεση "η διερεύνηση αυτή να βασισθεί στα άτομα που δικαιώθηκαν (ή υπέβαλαν ανάλογο αίτημα) εφάπαξ κατά τα έτη 2010 και 2011". Είναι πρόδηλο ότι ούτε και αυτή η διερεύνηση συνιστά την απαιτουμένη κατά τα ανωτέρω συνθετική μελέτη. Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί της διοικήσεως (βλ. αναλυτική καταγραφή στη σκέψη 25) περί των αίτιων του ελλείμματος του ΤΠΔΥ και της καταστρατηγήσεως της αρχής της ανταποδοτικότητος με επί σειρά δεκαετιών επιχορηγήσεις από το κράτος και διάφορα ευεργετικά για διάφορες κατηγορίες υπάλληλων νομοθετήματα δεν δύνανται να αιτιολογήσουν τις επανειλημμένες μειώσεις του εφάπαξ βοηθήματος. Διότι ενώ αποσκοπούν να θεμελιώσουν την άποψη περί του αμιγώς -κατά δίκαιο- ανταποδοτικού χαρακτήρα του Ταμείου και επομένως της απαλλαγής του Κράτους από την υποχρέωση εγγυήσεως του ασφαλιστικού κεφαλαίου, επιτυγχάνουν το αντίθετο, καθόσον καταδεικνύουν ότι ο χαρακτήρας αυτός καθ' όσον είχε απολεσθεί με τις πράξεις του ίδιου του νομοθέτη, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην ελλειμματικότητα του Ταμείου. Επί πλέον κατατείνουν οι ίδιοι ισχυρισμοί, αλλά και οι αιτιολογικές εκθέσεις των επίμαχων νομοθετημάτων, να επιρρίψουν τα βάρη των σφαλμάτων του κράτους στους ασφαλισμένους γενικώς και μάλιστα σε μια γενεά, αυτή που εξέρχεται του εργασιακού βίου στην περίοδο της κρίσεως, κατά παράβαση της αρχής της ισότητος και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Περαιτέρω η εν προκειμένω δια το παρελθόν μείωση, εις βάρος της αιτούσης, του ως άνω εφάπαξ βοηθήματος σε ποσοστό μάλιστα 34,27% με την ανωτέρω από 13.2.2013 απόφαση της Διευθύντριας του Ταμείου, ενώ το σχετικό δικαίωμα ήταν ήδη γεννημένο από την έξοδο της προσφευγούσης - εναγούσης από την υπηρεσία (31.8.2010) (βλ. ΣτΕ 2031/94 επταμ., 1712/78, 2999/09, πρβλ. 3487/08 Ολομ., - σχετικώς σκ. 15) και ενώ εκκρεμούσε ενώπιον του Ταμείου η αίτηση χορηγήσεως της παροχής αυτής, η εν λόγω μείωση, η οποία συντελέσθηκε μετά την πάροδο δυο και ημίσεος περίπου ετών από τη γέννηση του δικαιώματος, συνιστά υπό τις συνθήκες αυτές, ανεπίτρεπτη, κατά το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, επέμβαση στο σχετικό περιουσιακό δικαίωμα αυτής. Εν όψει των ανωτέρω, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, οι διατάξεις οι οποίες εφαρμόσθηκαν ως βάση για τις περικοπές της εφάπαξ παροχής της αιτούσης είναι ανίσχυρες, διότι προσκρούουν αφ' ενός μεν στις συνταγματικές αρχές της εγγυημένης από το Κράτος κοινωνικής ασφαλίσεως, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ισότητος, αφ' ετέρου δε στο πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Κατά την ειδικότερη γνώμη των Συμβούλων Διον. Μαρινάκη και Διομ. Κυριλλόπουλου, η πρώτη αναλογιστική μελέτη, αναφερόμενη αφ' ενός μεν σε λεπτομερή αναλογιστικά στοιχεία, αφ' ετέρου δε και στις μεταβολές που πρέπει να γίνουν για το μέλλον (μείωση παροχών και αύξηση εισφορών) για να αντιμετωπισθούν οι άμεσες υποχρεώσεις του Ταμείου και εν γένει η εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση αυτού, δικαιολογεί επαρκώς την ανωτέρω μείωση της εφάπαξ παροχής με βάση το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 4024/11. 28. Τέλος, προβάλλεται ότι οι επίμαχες διατάξεις περί μειώσεως της εφάπαξ παροχής (των Ν. 4024/11 και 4093/12) αντίκεινται στην αρχή της ισότητος και στην ειδικότερη αρχή της ισότητος στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντ.), αφ' ενός διότι εξήρτησαν τη μείωση από το χρόνο απονομής του βοηθήματος και όχι από το χρόνο αποχωρήσεως από την υπηρεσία και αφετέρου διότι δεν έλαβαν υπ' όψη τους ότι οι εκπαιδευτικοί υπάλληλοι δύνανται να παραιτηθούν μόνον μετά την 1η Ιουλίου και μέχρι την 19η Αυγούστου εκάστου έτους, ενώ οι άλλοι διοικητικοί υπάλληλοι οποτεδήποτε. Ο λόγος, κατά το πρώτο σκέλος, είναι απορριπτέος, προεχόντως διότι κατά τα γενόμενα δεκτά ανωτέρω από την πλειοψηφία δεν εκωλύετο ο νομοθέτης να ορίσει αναδρομικώς τις μειώσεις και δη από το χρονικό σημείο που καθόρισαν οι δύο νόμοι, ενώ κατά τη μειοψηφία οι ρυθμίσεις αυτές, ως προς την αναδρομικότητα, αντιτίθενται στο ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Κατά το δεύτερο σκέλος, ο λόγος είναι απορριπτέος, εκτός της αοριστίας του, και διότι η παραίτηση οφειλόταν στην ελεύθερη βούληση της αιτούσης, ο δε νομοθέτης δεν υπεχρεούτο να θεσπίσει ειδικές ρυθμίσεις για τέτοιες περιπτώσεις. 29. Το Δικαστήριο μετά την επίλυση του ζητήματος της συνταγματικότητας του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 4024/11 και του άρθρου πρώτου υποπαράγραφος ΙΑ.5. περ. 2 του Ν. 4093/12, παραπέμπει την υπόθεση στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για την περαιτέρω εκδίκαση της κρινόμενης προσφυγής - αγωγής.