Παράλειψη εργοδότη να καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές, αδράνεια οργάνων του Ι.Κ.Α. και χρηστή διοίκηση Σε περίπτωση παροχής εργασίας υποχρεωτικώς ασφαλιστέας στο Ι.Κ.Α., η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε όχληση, ή η αδράνεια των αρμοδίων οργάνων του ιδρύματος να επιδιώξουν την έγκαιρη και πλήρη είσπραξή τους δεν αποκλείει, κατ' αρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό αυτών, υπό τους περιορισμούς του νόμου, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγούμενη πρακτική. Όταν όμως από θετικές ενέργειες οργάνων του ιδρύματος ευλόγως δημιουργήθηκε στον εργοδότη από μακρού χρόνου σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση σχετικά με το ύψος των οφειλομένων εισφορών για τα απασχολούμενα σ' αυτόν πρόσωπα, με συνέπεια να μην παρακρατήσει αυτός τις εισφορές, που κατά νόμο βαρύνουν τους εργαζομένους, δεν είναι επιτρεπτός από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως ο εκ των υστέρων καταλογισμός εισφορών σε βάρος του εργοδότη για το χρονικό διάστημα για το οποίο δημιουργήθηκε σ' αυτόν η εν λόγω εύλογη πεποίθηση, εφόσον η επιβάρυνση αυτή θα μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του σταθερότητα. ΣτΕ 8/2016 Πρόεδρος: ο κ. Α. Μαρινάκης Εισηγητής: η κ. Α. Καλογεροπούλου Δικηγόροι: ο κ. Αντ. Σίμος - η κ. Γεωργία Χαλκιοπούλου (...) 6. Όπως έχει κριθεί, σε περίπτωση παροχής εργασίας υποχρεωτικώς ασφαλιστέας στο Ι.Κ.Α., η παράλειψη του εργοδότη να καταβάλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, και μάλιστα χωρίς οποιαδήποτε όχληση [άρθρο 26 Α.Ν. 1846/51 και άρθρα 5 επ. και 24 επ. του Κανονισμού Ασφαλίσεως του Ι.Κ.Α. (AYE 55575/I.479/65, Β' 816)], ή η αδράνεια των αρμοδίων οργάνων του Ιδρύματος να επιδιώξουν την έγκαιρη και πλήρη είσπραξή τους (άρθρο 23 του ίδιου Κανονισμού) δεν αποκλείει, καταρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό αυτών, υπό τους περιορισμούς του νόμου, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγουμένη πρακτική. Όταν, όμως, από θετικές ενέργειες οργάνων του ιδρύματος ευλόγως δημιουργήθηκε στον εργοδότη από μακρού χρόνου σταθερή και δικαιολογημένη πεποίθηση σχετικά με το ύψος των οφειλομένων εισφορών για τα απασχολούμενα σ' αυτόν πρόσωπα, με συνέπεια να μην παρακρατήσει αυτός τις εισφορές που κατά νόμο βαρύνουν τους εργαζομένους, δεν είναι επιτρεπτός από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως ο εκ των υστέρων καταλογισμός εισφορών σε βάρος του εργοδότη για το χρονικό διάστημα για το οποίο δημιουργήθηκε σ' αυτόν η εν λόγω εύλογη πεποίθηση, εφόσον η επιβάρυνση αυτή θα μπορούσε, υπό τις συγκεκριμένες σε κάθε περίπτωση συνθήκες, να θέσει σε κίνδυνο την οικονομική του σταθερότητα (βλ. ΣτΕ 232/12. 1345/08 7μ., 1046/06, 4227/98, 1479/95 7μ., 1183/89). 7. Στην προκείμενη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία διατηρεί επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την επεξεργασία ξύλου (...) Ύστερα από έλεγχο που διενεργήθηκε από τα αρμόδια όργανα του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α., στις 24.5.2001, στα τηρούμενα από την επιχείρηση της αναιρεσείουσας στοιχεία, εκδόθηκε η 8068/01 ΠΕΕ, με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της εισφορές 353.600 δρχ. συνολικώς, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 2556/97, για την ασφαλιστική τακτοποίηση των αναφερομένων σ' αυτή μισθωτών, κατά το χρονικό διάστημα από 1.4.1998 έως 31.12.2000, γιατί είχε υποβάλει στον Ο.Α.Ε.Δ. εκπροθέσμως τις αναγγελίες αποχωρήσεώς τους, καθώς και η 1410/01 ΠΕΠΕΕ, με την οποία επιβλήθηκε πρόσθετη επιβάρυνση 106.080 δρχ., ίση με το 30% των εισφορών που επιβλήθηκαν με την πιο πάνω ΠΕΕ. Περαιτέρω, με την 8043/01 ΠΕΕ επιβλήθηκαν σε βάρος της αναιρεσείουσας εισφορές 6.276.501 δρχ. συνολικώς, για την ασφαλιστική τακτοποίηση των αναφερομένων σ' αυτή μισθωτών, κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.1995 έως 31.1.2001, λόγω διάφορων αποδοχών, με την αιτιολογία ότι ασφάλιζε το προσωπικό της με μικρότερες αποδοχές από τις προβλεπόμενες στην Κ.Σ.Σ.Ε. των απασχολουμένων στην επεξεργασία ξύλου και ότι δεν είχαν καταβληθεί εισφορές 1% λόγω επαγγελματικού κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 24 εδαφ. θ' του Α.Ν. 1846/51, επιπλέον δε συντάχθηκε και η 1398/01 ΠΕΠΕΕ, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας πρόσθετη επιβάρυνση ίση με το 30% των εισφορών που επιβλήθηκαν με την 8043/01 ΠΕΕ. Κατά των παραπάνω Πράξεων, καθώς και κατά της 100/01 ΠΕΠΑΕ, που επίσης εκδόθηκε σε βάρος της αναιρεσείουσας εταιρίας, η τελευταία άσκησε ένσταση ενώπιον της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Κορωπίου, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με απόφασή της, κατά το μέρος που αφορούσε την επιβολή εισφορών για τους μισθωτούς ΙΑ και ΝΠ, των οποίων η προϋπηρεσία πραγματοποιήθηκε σε άλλες ειδικότητες και όχι στην επεξεργασία ξύλου, και τροποποιήθηκαν αναλόγως η 8043/01 ΠΕΕ και η 1398/ 01 ΠΕΠΕΕ. Κατά της πιο πάνω αποφάσεως της ΤΔΕ η αναιρεσείουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έγινε εν μέρει δέκτη. Με την πρωτόδικη απόφαση η ανωτέρω απόφαση της ΤΔΕ ακυρώθηκε, κατά το μέρος που με αυτήν απορρίφθηκε η ένσταση της αναιρεσείουσας κατά της 100/01 ΠΕΠΑΕ, μεταρρυθμίσθηκε, κατά το μέρος που αφορά την 8043/01 ΠΕΕ και την 1398/01 ΠΕΠΕΕ και, τέλος, παρέμεινε σε ισχύ κατά τα λοιπά. Στην κρίση αυτή, κατά το μέρος που αφορά τις προαναφερόμενες 8043/01 ΠΕΕ και 1398/01 ΠΕΠΕΕ, κατέληξε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι νομίμως μεν απορρίφθηκε η εν λόγω ένσταση κατά το μέρος της που αφορά την επιβολή συμπληρωματικών εισφορών και πρόσθετης επιβαρύνσεως εισφορών, λόγω διαφοράς μεταξύ των αποδοχών που πράγματι καταβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα στους εργαζομένους στην επιχείρησή της και των υψηλότερων αποδοχών που προβλέπονται από τη Σ.Σ.Ε. εργατοτεχνιτών απασχολουμένων στην επεξεργασία και κατεργασία ξύλου, μη νομίμως όμως απορρίφθηκε η ιδία πιο πάνω ένσταση κατά το μέρος που αφορά την επιβολή εισφοράς επαγγελματικού κινδύνου, κατ' άρθρο 24 εδ. θ' του Α.Ν. 1846/51. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, μεταξύ άλλων, απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό που προβλήθηκε με την προσφυγή, ότι οι προαναφερόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, διότι σε προηγούμενους ελέγχους -που είχαν διενεργηθεί στις 7.1.1995, 30.9.1995, 23.6.1997, 4.11.1999 και 19.9.2000- τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. είχαν δεχθεί ότι το προσωπικό της επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας υπαγόταν στις Γενικές Εθνικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και όχι σε αυτές των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται στην επεξεργασία και κατεργασία ξύλου, με τη σκέψη ότι η αδράνεια των αρμόδιων οργάνων του Ι.Κ.Α. να επιδιώξουν και πλήρη είσπραξη των οφειλόμενων από τον εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών δεν αποκλείει, κατ' αρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό τους, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγούμενη πρακτική. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως η αναιρεσείουσα άσκησε έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα εταιρία με την έφεσή της προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε και ότι κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως επιβλήθηκαν συμπληρωματικές εισφορές για την ασφαλιστική τακτοποίηση των αναφερόμενων σ' αυτή μισθωτών, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, οι οποίες υπολογίσθηκαν με βάση τις διαφορές μεταξύ των αποδοχών που πράγματι καταβλήθηκαν από αυτή στους εργαζόμενους στην επιχείρησή της και των υψηλότερων αποδοχών που προβλέπονται από τη Σ.Σ.Ε. εργατοτεχνιτών απασχολουμένων στην επεξεργασία και κατεργασία ξύλου. Τούτο δε διότι, τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α., σε προηγούμενους ελέγχους είχαν δεχθεί ότι το προσωπικό της επιχειρήσεως της νομίμως ασφαλιζόταν από αυτή με βάση τις αποδοχές που πράγματι του κατέβαλλε, τις οποίες εξ άλλου καθόριζε η αρμόδια προς τούτο οικεία Επιθεώρηση Εργασίας με τις κατά τα έτη 1996, 1997, 1998 και 1999 καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας που θεωρούσε νομίμως και εμπροθέσμως και, επομένως, εσφαλμένως κρίθηκε με την πρωτόδικη απόφαση ότι νομίμως επιβλήθηκαν σε βάρος της οι ένδικες συμπληρωματικές εισφορές, η επιβολή των οποίων απειλούσε, ως εκ του υπέρογκου ύψους τους, τη βιωσιμότητα της εταιρίας. Ο λόγος αυτός εφέσεως απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κατά το πρώτο του σκέλος ως αόριστος, με το σκεπτικό ότι δεν αποτελούσε σαφή και συγκεκριμένο λόγο εφέσεως, όπως απαιτείται να είναι οι λόγοι εφέσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 95 και 97 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αφού με αυτόν απλώς επαναλαμβανόταν ο ίδιος λόγος που είχε προβληθεί με την προσφυγή -που είχε απορριφθεί με την προπαρατιθέμενη σχετική αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως- χωρίς να αποδίδεται με αυτόν σαφής και συγκεκριμένη πλημμέλεια στην εν λόγω αιτιολογία. Κατά δε το δεύτερο σκέλος του ο ως άνω λόγος εφέσεως απορρίφθηκε ως αβάσιμος, με τη σκέψη ότι οι αποδοχές που αναγράφονται στις πιο πάνω καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας που υποβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα προς θεώρηση στην Επιθεώρηση Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.Δ. 515/70 και του άρθρου 13 του Ν.Δ. 1037/71, τις οποίες η τελευταία επικαλέσθηκε και πρωτοδίκως, είχαν δηλωθεί, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, από την ίδια την αναιρεσείουσα εταιρία και δεν είχαν καθορισθεί από την Επιθεώρηση Εργασίας. Συνεπώς, έκρινε το δίκασαν εφετείο, εφόσον οι εν λόγω αποδοχές, με βάση τις οποίες η αναιρεσείουσα εταιρία ασφάλιζε το προαναφερόμενο προσωπικό της, όπως η ίδια δέχεται, ήταν κατώτερες από τις προβλεπόμενες από τη Σ.Σ.Ε. εργατοτεχνιτών απασχολουμένων στην επεξεργασία και κατεργασία ξύλου, νομίμως είχαν επιβληθεί σε βάρος της, με την ανωτέρω ΠΕΕ, οι ένδικες συμπληρωματικές εισφορές υπολογιζόμενες με βάση τις αποδοχές που έπρεπε να καταβάλει στο προσωπικό της κατά την εν λόγω Σ.Σ.Ε. 8. Όπως προεκτέθηκε, με την προσφυγή της η αναιρεσείουσα εταιρία είχε προβάλει ότι οι 8043/01 ΠΕΕ και 1398/01 ΠΕΠΕΕ είχαν εκδοθεί κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως, γιατί σε προηγούμενους ελέγχους, στους οποίους η αναιρεσείουσα αναφέρεται συγκεκριμένα, τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α. είχαν δεχθεί ότι το προσωπικό της επιχειρήσεώς της ασφαλιζόταν νομίμως. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι: "η αδράνεια των αρμόδιων οργάνων του Ι.Κ.Α. να επιδιώξουν την έγκαιρη και πλήρη είσπραξη των οφειλόμενων από τον εργοδότη ασφαλιστικών εισφορών δεν αποκλείει, κατ' αρχήν, τον εκ των υστέρων καταλογισμό τους, χωρίς να δημιουργείται δέσμευση από τυχόν αντίθετη προηγούμενη πρακτική". Με το δικόγραφο της εφέσεως, το οποίο, ως διαδικαστικό έγγραφο, εκτιμάται ευθέως κατ' αναίρεση (ΣτΕ 512/13 κ.ά.), η αναιρεσείουσα εταιρία προέβαλε, όπως και πρωτοδίκως, ότι τα ελεγκτικά όργανα του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος είχαν δημιουργήσει σ' αυτήν την πεποίθηση, κατά τη διενέργεια προηγουμένων ελέγχων, ότι ήταν νόμιμες οι καταβαλλόμενες από αυτήν αποδοχές επί τη βάσει των οποίων ασφάλιζε το προσωπικό της και κατέβαλλε τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές, περαιτέρω δε προέβαλε ότι η καταβολή των συμπληρωματικών εισφορών δημιουργούσε "τεράστιο και ανυπέρβλητο πρόβλημα στη βιωσιμότητα και λειτουργία της όλης επιχειρήσεως" και ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο απέρριψε, μεταξύ άλλων, τον ως άνω ισχυρισμό. Οι ισχυρισμοί αυτοί που προεβλήθησαν με το δικόγραφο της εφέσεως ήταν ειδικοί και συγκεκριμένοι, όπως απαιτούν οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ΚΔΔ, έπλητταν δε ευθέως την ως άνω αιτιολογία της πρωτοδίκης αποφάσεως. Επιπλέον δε το δικάσαν Εφετείο όφειλε να αντιμετωπίσει επί της ουσίας τους ειδικούς αυτούς ισχυρισμούς, οι οποίοι ήταν και ουσιώδεις, δεδομένου ότι αν αποδεικνύονταν αληθείς, θα επηρέαζαν την έκβαση της υποθέσεως, κατά τα εκτεθέντα στην 6η σκέψη (πρβ. ΣτΕ 1046/06, 4227/ 98), όφειλε, δηλαδή, να είχε αποφανθεί εάν οι προηγούμενοι έλεγχοι των οργάνων του Ιδρύματος, στους οποίους συγκεκριμένα αναφερόταν η αναιρεσείουσα εταιρία ήδη με την προσφυγή της αλλά και ειδικώς με το δικόγραφο της εφέσεώς της, συνιστούσαν, κατά τα εκτεθέντα στην 6η σκέψη, "θετικές ενέργειες" και, σε καταφατική περίπτωση, να είχε αποφανθεί εάν συνέτρεχε πράγματι κίνδυνος κλονισμού της οικονομικής σταθερότητας της επιχειρήσεως της αναιρεσείουσας εταιρίας συνεπεία της επιβολής σ' αυτήν των ως άνω συμπληρωματικών εισφορών. Αντί όμως αυτού, το δικάσαν Εφετείο, όπως εκτέθηκε στην προηγουμένη σκέψη, απέρριψε την έφεση, κατά το μέρος αυτό, ως αόριστη, κρίνοντας, εσφαλμένα, ότι η αναιρεσείουσα εταιρία δεν προέβαλε συγκεκριμένο λόγο εφέσεως και ότι επανέλαβε το λόγο περί παραβάσεως των αρχών της χρηστής διοικήσεως, τον οποίο είχε προβάλει και πρωτοδίκως, χωρίς να πλήξει ειδικώς την αιτιολογία της πρωτόδικης αποφάσεως. Με τα δεδομένα αυτά, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι εσφαλμένα το δικάσαν δικαστήριο θεώρησε τον ως άνω λόγο εφέσεως ως αόριστο, είναι βάσιμος και η κρινομένη αίτηση πρέπει να γίνει δέκτη, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, κατά το μέρος που αφορά τη σχετική κρίση της ως προς τη νομιμότητα της 8043/01 ΠΕΕ και η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση ως προς το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο δικάσαν διοικητικό εφετείο, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος, για νέα κρίση. Εξ άλλου, ενόψει των ανωτέρω, είναι αλυσιτελής η εξέταση του ετέρου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο πλήσσεται η κρίση του δικάσαντος εφετείου ως προς το ως άνω κεφάλαιο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που αφορά την ανωτέρω 8043/01 ΠΕΕ, σύμφωνα με την οποία οι αποδοχές που αναγράφονται στις καταστάσεις προσωπικού και ωρών εργασίας που υποβλήθηκαν από την αναιρεσείουσα προς θεώρηση στην Επιθεώρηση Εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν.Δ. 515/70 και του άρθρου 13 του Ν.Δ. 1037/71, δηλώθηκαν, κατά τις ίδιες διατάξεις, από την ίδια την αναιρεσείουσα και δεν καθορίσθηκαν από την Επιθεώρηση Εργασίας. Είναι δε αλυσιτελής η εξέταση του λόγου αυτού, διότι ενόψει των προεκτεθέντων, προέχει η έρευνα από το δικάσαν Εφετείο, κατά ποσόν οι ως άνω έλεγχοι των οργάνων του Ι.Κ.Α. συνιστούσαν "θετικές ενέργειες" και σε καταφατική περίπτωση, κατά πόσον η επιβολή των εισφορών αυτών δύναται να κλονίσει οικονομικώς την αναιρεσείουσα εταιρία.