Αναστολή λειτουργίας των συμβάσεων εργασίας Συνέπειες ανωτέρας βίας του Παναγιώτη Μάμμου Επιτ. Δ/ντή Υπ. Εργασίας, τ. Διαιτητή Ο.ΜΕ.Δ. 1. Γενικά περί αναστολής Με το παρόν άρθρο γίνεται προσπάθεια κωδικοποίησης των περιπτώσεων συμβατικής και νομίμου αναστολής των σχέσεων εργασίας. Τα ζητήματα που θίγονται συνιστούν χρήσιμα στοιχεία για όλους τους συντελεστές της πορείας μιας σχέσης εργασίας και η γνώση τους έχει ως αντικείμενο την αποφυγή εργατικών διαφορών και μη παραπομπής τους σε διοικητικές αρχές ή στα δικαστήρια. Οι συμβάσεις εργασίας αναστέλλονται για ορισμένους κατά τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας ή του Αστικού Κώδικα λόγους κατά τους οποίους ο μεν εργαζόμενος απαλλάσσεται πάντοτε της υποχρεώσεως για παροχή εργασίας, ο δε εργοδότης άλλοτε απαλλάσσεται και άλλοτε όχι της υποχρεωτικής καταβολής μισθού. Κατωτέρω γίνεται συγκεκριμενοποίηση των περιπτώσεων αναστολής και αναφορά στις οικονομικές και λοιπές υποχρεώσεις που συναρτώνται με τις προβλέψεις των νόμων ή τις διμερείς συμφωνίες μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. 2. Συμβατική αναστολή (άδεια άνευ αποδοχών, εκπαιδευτική) Θεσμικά η σύμβαση εργασίας αναστέλλεται όταν ο εργαζόμενος απέχει της εργασίας του για κάποιο χρονικό διάστημα με τη συγκατάθεση του εργοδότη, οπότε δεν οφείλονται μισθός ή ημερομίσθια, εκτός αν με τη συμφωνία για αναστολή της σχέσεως εργασίας (σημειωτέον ότι δεν πρέπει να αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη) ανέλαβε ο εργοδότης την υποχρέωση να καταβάλλει αποδοχές παρότι ο εργαζόμενος δεν προσφέρει εργασία (σχετ. αποφ. Α.Π. 317/53 κ.ά.). Ως περιπτώσεις συμβατικής αναστολής της εργασιακής σχέσεως μπορούν να χαρακτηριστούν η άδεια άνευ αποδοχών όπως και η εκπαιδευτική άδεια με ή χωρίς αποδοχές. Ο χρόνος διάρκειας της αναστολής εργασίας λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για τα πάσης φύσεως δικαιώματα, των οποίων η γένεση και το ύψος εξαρτάται από το χρόνο υπηρεσίας και προϋπηρεσίας. Βεβαίως κατά το χρόνο αυτό (αναστολής) εκτός αντιθέτου συμφωνίας δεν καταβάλλονται, όπως προαναφέραμε αποδοχές και δώρα εορτών. Παύει δε και η ασφαλιστική κάλυψη του εργαζομένου από πλευράς εργοδότη. Σε ότι αφορά τη χορήγηση αδείας αναψυχής σημειώνεται ότι η άδεια άνευ αποδοχών δε στερεί από τον εργαζόμενο το δικαίωμα αδείας αναψυχής (κανονικής) όταν επιστρέψει στην εργασία του (Ν.Σ.Κ. 557/63, Εγγ. Υπ. Εργασίας 32826/75, 1896/98). Εν πάει περιπτώσει το ζήτημα αν ο εργαζόμενος δικαιούται ή όχι να λάβει κανονική άδεια κρίνεται κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης μετ' εκτίμηση των αναγκών που έπρεπε να ικανοποιήσει κατά τη διάρκεια της απουσίας του, δηλαδή αν κατά τη διάρκειά της αναπαύθηκε ή υπέστη ψυχοσωματική καταπόνηση. Επισημαίνεται ότι ο χρόνος αποχής από την εργασία λόγω αδείας άνευ αποδοχών δεν υπολογίζεται για τις προσαυξήσεις λόγω τριετιών (Εγγρ. Υπ. Εργασίας 1314/89 κ.ά.) ενώ προσμετρείται για τον καθορισμό του ποσού της αποζημίωσης λόγω απολύσεως (Α.Π. 751/87). Βάσει επίσης των γενικών αρχών του Εργατικού Δικαίου ο χρόνος εκπαιδευτικής αδείας χωρίς αποδοχές λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας του εργαζομένου (Α.Π. 1534/86). Ενέργειες που πρέπει να γίνονται τόσο από τους εργαζομένους όσο και από τις επιχειρήσεις συνοψίζονται στα εξής: α. Αίτηση προς τον εργοδότη από τον εργαζόμενο για την ανάγκη αποχής με άδεια άνευ αποδοχών, για το χρόνο απουσίας και τη δήλωσή του για την επανάληψη των καθηκόντων του αμέσως μετά τη λήξη του χρόνου αποχής. Τυχόν παράταση του χρόνου ανάγεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, αν υπάρχει το στοιχείο αυτό στην αίτηση του εργαζομένου και εφόσον συνεχίζεται να υφίσταται ανάγκη και υπάρχει δυνατότητα εκ μέρους της επιχειρήσεως για παράταση. Η τυχόν υπέρβαση του χρόνου απουσίας δυνατόν να συνάγεται τη λύση της σχέσεως εργασίας του απέχοντος αν δεν υπάρχει το ανωτέρω στοιχείο παράτασης και συνάμα η συναίνεση του εργοδότη. β. Ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των δύο μερών με τα ανωτέρω στοιχεία (εις διπλούν), το οποίο υπογράφεται και λαμβάνει η κάθε πλευρά από ένα πρωτότυπο. Σύμφωνα με εκπεφρασμένες θέσεις του Υπ. Εργασίας δεν χρειάζεται ηλεκτρονική ενημέρωση του συστήματος "Εργάνης" για την άδεια αποδοχών ή την εκπαιδευτική άδεια, αλλά σε περίπτωση ελέγχου επιδεικνύεται το ιδιωτικό συμφωνητικό ή η αίτηση του εργαζομένου (βεβαίως με την υπογραφή του εργοδότη ή του εκπροσώπου του για την έγκριση της αδείας). Η συμφωνία συμβατικής αναστολής της σχέσεως εργασίας δεν αναγγέλλεται στο Ι.Κ.Α. αλλά είναι απόλυτα ισχυρή σύμφωνα με το άρθρο 361 Α.Κ. 3. Νόμιμη αναστολή Στην νόμιμη αναστολή των συμβάσεων εργασίας εντάσσονται όλα τα λοιπά εκτός από τα παραπάνω είδη αδειών κανονικής (Α.Ν. 539/45, Ν. 1346/83, 1288/82, 1943/91, 3302/2004, Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.), γονικής (Ν. 1483/84 άρθρο 5, 2639/98 άρθρο 25, 4075/12), ασθένειας προστατευομένων μελών (Ν. 1483/84 άρθρο 7, Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) απουσίας για την παρακολούθηση προόδου των μαθητών (Ν. 1483/84 άρθρο 9, Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.), ατόμων με ειδικές ανάγκες (Ν. 1648/86 και 2643/98), κυήσεως και λοχείας (Ν. 1302/82, 2224/94 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2000), συνδικαλιστικής (Ν. 1264/82, Ν. 2224/94 κ.ά., γάμου, γέννησης τέκνου, θανάτου συγγενούς, μονογονεϊκή, αιμοκάθαρσης, μεταγγίσεων (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. και κλαδικές ρυθμίσεις) άδεια εκλογών (Ν. 2196/94, Π.Δ. 92/94 κ.ά.) σπουδαστικής (Ν. 1346/83, Ν. 2556/97 άρθρο 22) μεταπτυχιακών σπουδών (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) και η διαθεσιμότητα των εργαζομένων (Ν. 3846/10) βραχεία ασθένεια (Ν. 4558/30), η κλήση στο στράτευμα για υπηρέτηση θητείας (υπό προϋποθέσεις) ή η κλήση εκτάκτως για ασκήσεις με τις παρακάτω προϋποθέσεις. Η διαθεσιμότητα των εργαζομένων και μέχρι 3 μήνες κατά ημερολογιακό έτος αναστέλλει τη σχέση εργασίας κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργοδότης καταβάλει το 50% του μέσου όρου των αποδοχών των δύο τελευταίων προ της διαθεσιμότητας μηνών και ο Ο.Α.Ε.Δ. ποσοστό 10% (ή και περισσότερο στις Γ και Δ περιοχές) σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ν. 1836/89. Η βραχεία ασθένεια (μέγεθος που υπολογίζεται κατά ημερολογιακό έτος) η οποία ανέρχεται σε 1 μήνα για υπηρεσία μέχρι 4 ετών, 3 μήνες για υπηρεσία από 4 έως 10 έτη, 4 μήνες για υπηρεσία από 10 έως 15 έτη, 5 μήνες για υπηρεσία από 15 έως 20 έτη και 6 μήνες από 20 έτη υπηρεσίας και άνω στον ίδιο εργοδότη. Σημειωτέον ότι για τη βραχεία ασθένεια λαμβάνεται υπόψη το τελευταίο συνεχές διάστημα απουσίας του εργαζομένου λόγω ασθενείας και όχι τα προηγούμενα διαστήματα απουσίας αθροιστικά. Ο χρόνος βραχείας ασθένειας θεωρείται χρόνος πραγματικής απασχόλησης για όλα τα δικαιώματα των εργαζομένων εκτός των αποδοχών οι οποίες περιορίζονται για τον εργοδότη στο 1/2 μηνός ή 1 μηνός ανά εργασιακό έτος σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 657 και 658 Α.Κ. Η σχέση εργασίας των στρατευομένων, οι οποίοι προ της στράτευσης υπηρέτησαν επί 6 μήνες στην επιχείρηση και μετά προσκλήθηκαν στα όπλα τελεί σε αναστολή και ενεργοποιείται πάλι μετά την αποστράτευση, αφού ο εργαζόμενος υποβάλει προηγουμένως δήλωση στον εργοδότη εντός μηνός ότι επιθυμεί να επαναλάβει τα καθήκοντά του και στη συνέχεια πρέπει να προσέλθει το αργότερο εντός 15 ημερών με τη λήξη του προηγούμενου διαστήματος (μηνός) να αναλάβει πράγματι υπηρεσία. Η άρνηση του εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο κατ' άρθρο 656 Α.Κ, ενώ αν προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως εργασίας οφείλει να καταβάλει πέραν της νόμιμης αποζημίωσης και μισθούς 6 μηνών ως αστική ποινή. Περίπτωση ακαταλληλότητος του εργαζομένου ή επίδειξη αντισυμβατικής συμπεριφοράς μπορεί να οδηγήσει στην καταγγελία χωρίς πληρωμή πρόσθετης αποζημίωσης, αλλά μετά από έγκριση της ειδικής πρωτόδικης επιτροπής του Α.Ν. 244/36. Η νόμιμη απεργία συνιστά αναστολή της σχέσεως εργασίας, όπως και η περίπτωση ανωτέρας βίας δηλαδή αν η αποδοχή της εργασίας εκ μέρους του εργοδότη παρακωλύεται από τυχερό ή απρόβλεπτο γεγονός (πλημμύρες, πυρκαγιές, σεισμοί κ.λπ.), το οποίο είναι αδύνατο να αποτραπεί ακόμα και με μέτρα άκρας συναινέσεως και επιμέλειας. 3.1. Άδειες με αποδοχές Από τις άδειες που προαναφέρθηκαν με αποδοχές είναι η κανονική, γάμου, γέννησης τέκνου, θανάτου συγγενούς α' και β' βαθμού συγγενείας (ευθέως ή εξ αγχιστείας), μονογονεϊκή, αιμοκάθαρσης, μεταγγίσεως, αναπήρων ατόμων, παρακολούθησης της προόδου τέκνων μέχρι ηλικίας 16 ετών (έως 4 ημέρες κατά σχολικό έτος για το καθένα), κυήσεως και λοχείας (πληρώνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 657 και 658, τον πρώτο μήνα από τον εργοδότη και το Ι.Κ.Α. και το υπόλοιπο διάστημα μέχρι τις 17 εβδομάδες από το Ι.Κ.Α. και τον Ο.Α.Ε.Δ.). Οι συνδικαλιστικές άδειες πληρώνονται υπό τους όρους του Ν. 2224/94 και τέλος οι σπουδαστικές και μεταπτυχιακών σπουδών (30 και 10 ημέρες αντιστοίχως) από τον Ο.Α.Ε.Δ. 4. Ανωτέρα βία Με αφορμή σεισμούς που κατά καιρούς συμβαίνουν στη χώρα μας (πρόσφατα συνέβησαν στα Ιωάννινα και προηγουμένως στα Επτάνησα) με επιπτώσεις και συνέπειες τόσο στην παραγωγή και διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών όσο και στις εργασιακές σχέσεις είναι αναγκαίο να προσφύγουμε στο νόμο, τη νομολογία αλλά και θέσεις και αποφάσεις αρμοδίων αρχών για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που συνεπάγονται τα λεγόμενα γεγονότα ανωτέρας βίας. Αναμφίβολα ο σεισμός αποτελεί κατ' εξοχή περιστατικό ανωτέρας βίας (σχετικές οι αρ. 22/58, 677/74 αποφ. Α.Π. ή αρ. 749/78 Ε.Α. κ.ά.). α. Προσωρινή διακοπή λειτουργίας επιχειρήσεως Αν η λειτουργία της επιχείρησης παύσει προσωρινά και για μικρό χρονικό διάστημα ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποδοχών στο προσωπικό του (σχετ. οι διατάξεις του άρθρου 656 Α.Κ.). Η διάρκεια του προσωρινού ή μικρού διαστήματος καθορίζεται με βάση τις αρχές της καλής πίστης λαμβανομένων υπόψη των χρηστών συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος (άρθρα 200, 288 και 281 Α.Κ.). Σημειώνεται ότι αν τα κτίρια έχουν υποστεί κάποιες ζημιές (χαρακτηρίζονται κόκκινα ή κίτρινα) μέχρι να γίνουν οι εκτιμήσεις από τα τεχνικά κλιμάκια για την μη εγκατάσταση ή την εγκατάσταση των εργαζομένων εντός του χώρου των επιχειρήσεων, κατά την κρίση την οποία εξέφρασε η νομική Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας λόγω σεισμών στην Αττική, ο περιορισμένος χρόνος ελέγχου εντάσσεται στον επιχειρηματικό κίνδυνο και ο εργοδότης επωμίζεται για τις έστω λίγες ημέρες το κόστος των μισθών ή ημερομισθίων. Αν σύμφωνα με το ανωτέρω κριθεί ακατάλληλο το κτίριο επιχειρήσεως δεν υφίσταται οικονομική επιβάρυνση για τους εργοδότες όπως προαναφέρθηκε με τους όρους και προϋποθέσεις που επιβάλει ο Α.Κ. Αν όμως επαναλειτουργήσουν άλλες παραγωγικές μονάδες από του χρονικού σημείου ενάρξεως λειτουργίας και μετά διακόπτεται η ανωτέρα βία και ο εργοδότης που καθυστέρησε την επαναλειτουργία της επιχείρησής του καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών των εργαζομένων και οφείλει αποδοχές στο προσωπικό του κατά το άρθρο 656 Α.Κ. (σχετ. το αρ. 182/87 Εγγρ. Υπ. Εργασίας κ.ά.). β. Οριστική διακοπή λειτουργίας επιχειρήσεως Η διακοπή μπορεί να οφείλεται είτε σε πραγματική αδυναμία είτε σε προφασιζόμενη αδυναμία. β1. Αν η επιχείρηση παύσει να λειτουργεί πραγματικά και οριστικά λόγω ανωτέρας βίας π.χ. σεισμού, παρά την πρόθεση του εργοδότη να επαναλειτουργήσει αυτή, αυτός απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής των αποδοχών στο προσωπικό που απασχολούσε πριν το σεισμό. β2. Όταν η λειτουργία της επιχειρήσεως παύσει πραγματικά και οριστικά, επειδή ο εργοδότης προφασιζόμενος την ανωτέρα βία δεν θέλει να την επαναλειτουργήσει παρότι έχει την οικονομική δυνατότητα, καθίσταται υπερήμερος από το χρονικό σημείο που είναι δυνατό να επαναλειτουργήσει η επιχείρηση και μετά. β3. Λύση των σχέσεων εργασίας Στην περίπτωση κατά την οποία λόγω περιστατικών ανωτέρας βίας επέλθει διακοπή της εργασίας, εφόσον κατά των περιστατικών αυτών δεν είναι ασφαλισμένος ο εργοδότης, απαλλάσσεται για προειδοποίηση η καταβολή αποζημιώσεως (Α.Π. 850/72, 1340/79 κ.ά.) στους απολυμένους. Αν ο εργοδότης έχει ασφαλιστική κάλυψη οφείλει να καταβάλει στους απολυμένους τα 2/3 της αποζημιώσεως που καταβάλλεται σε περίπτωση απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως κατά τις διατάξεις του Ν. 2112/20, 3198/55, 4093/12 και του Π.Δ. 17/20.7.1920 και Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2006 σε συνδυασμό με το Ν. 3899/2011. Παρατηρητέον ότι οι εργαζόμενοι όταν η επιχείρηση δεν λειτουργεί λόγω καταστροφών σε κτιριακές εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό δεν μπορούν να εξαναγκασθούν σε παροχή εργασίας η οποία ευθέως και αμέσως θέτει σε κίνδυνο τη ζωή τους. Γενικά στην περίπτωση ανωτέρας βίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 380 Α.Κ. βάσει των οποίων απαλλάσσεται τόσο ο εργαζόμενος για την παροχή εργασίας όσο και ο εργοδότης από την υποχρέωση αντιπαροχής μισθού. β4. Ασφαλιστικές ελαφρύνσεις Υπενθυμίζουμε ότι με την αρ. 279/83 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας κρίθηκε ότι σε περίπτωση ανωτέρας βίας, οι εργοδότες απαλλάσσονται των προσαυξήσεων και των προστίμων για τις οφειλόμενες εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία (εφαρμογή και των διατάξεων των Ν. 1469/84, 1902/90 κ.ά.). Συνήθως οι εκάστοτε κυβερνήσεις μετά τη συμφορά που έπληξε αρκετές επιχειρήσεις λόγω σεισμών πέραν των λοιπών μέτρων εξήγγειλαν και διευκολύνσεις που αφορούν την αναστολή απόδοσης των ασφαλιστικών εισφορών ανάλογα με το μέγεθος των προκληθεισών ζημιών. Συμπερασματικά οι φάσεις αναστολής λειτουργίας των σχέσεων εργασίας αποτελούν θέμα μείζονος σημασίας για την εξυπηρέτηση των στόχων και σκοπών των επιχειρήσεων αλλά και των εργασιακών δικαιωμάτων τα οποία κατά μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα διασφαλίζονται και αποφεύγονται τριβές, διενέξεις ή διαφορές που συνήθως εγείρονται από την έλλειψη καλής πίστεως ή από την άγνοια των κανόνων του εργατικού και ασφαλιστικού δικαίου.