Εφαρμογή εθελουσίας εξόδου, όσων θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέσα σε ορισμένο χρόνο και παράβαση αρχής ίσης μεταχειρίσεως Η αρχή της ίσης µεταχειρίσεως, που απορρέει από το άρθρο 288 του ΑΚ και στηρίζεται στο άρθρο 22 του Συντάγµατος, επιβάλλει στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή παροχή σε ορισµένους εργαζοµένους, να µην εξαιρεί από αυτήν άλλους µισθωτούς του, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, εκτός αν η εξαίρεση είναι, κατά την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, δίκαιη και εύλογη. Βασική προϋπόθεση για την εφαρµογή της ανωτέρω αρχής είναι η παροχή του εργοδότη να είναι εκούσια και οικειοθελής, δηλαδή να χορηγείται από δική του πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση. Πρέπει επίσης η χορήγησή της να έγινε νόμιμα. Εφαρμογή προγράμματος εθελουσίας εξόδου. Η διάκριση των εργαζοµένων σε εκείνους που θεµελιώνουν πλήρες συνταξιοδοτικό δικαίωµα µέσα σε ορισµένο χρόνο και η µε βάση αυτή εξαίρεση των υπολοίπων υπαγωγής στο πρόγραµµα εθελουσίας εξόδου δεν γίνεται κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, αφού γι' αυτή το ουσιώδες στοιχείο είναι η διαφορά του χρόνου θεµελίωσης πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώµατος που αποτελεί αντικειµενικό λόγο, ώστε η συγκεκριµένη παροχή να θεωρείται εύλογη και δίκαιη. Α.Π. 397/2015 Πρόεδρος: ο κ. Νικ. Λεοντής Εισηγητής: η κ. Βαρβάρα Κριτσωτάκη Δικηγόροι: ο κ. Σπυρ. Ζούμπος - η κ. Μαργετίνα Στεφανάκου Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. Ι του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συντρέχουν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, δηλαδή µε την απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας µη αληθινής ή µη αρµόζουσας ή έννοιας περιορισµένης ή στενής, είτε µε κακή εφαρμογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο προβλεπόµενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού δεν εκτίθενται καθόλου πραγµατικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέµενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγµατικού του εφαρµοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννοµης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν µεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όµως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξάλλου, το κατά νόµο αναγκαίο περιεχόµενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρµοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγµατικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισµα, και να µην καταλείπονται αµφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόµενες µόνο στην ανάλυση και στάθµιση των αποδεικτικών µέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσµατος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή µόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, µε το άρθρο 12 παρ. 1 ν. 2336/1998 ιδρύθηκε η πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυµη εταιρία, που αρχικά έλαβε την επωνυµία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΕΟΤ" και ακολούθως µετονοµάστηκε, µε το άρθρο 9 παρ. 4 ν. 2837/2000 σε "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΕ". Σκοπός της εταιρίας αυτής κατά το άρθρο 13 παρ. 1 ν. 2636/1998, ήταν η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηµατικών µονάδων του ΕΟΤ, στις οποίες περιλαµβανόταν και το Ξενοδοχείο- Καζίνο Πάρνηθας, που στη συνέχεια έλαβε τη µορφή ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΕ". Με το άρθρο 10 παρ. 5 του ν. 2837/2000 από την έναρξη ισχύος του νόµου αυτού (3.8.2000), καταργήθηκαν οι Υπηρεσίες αυτεπιστασίας του Ε.Ο.Τ., στις οποίες περιλαµβάνονταν και το Καζίνο-Ξενοδοχείο και Τελεφερίκ Πάρνηθας και όλο το προσωπικό που υπηρετούσε σ' αυτές µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, µεταφέρθηκε αυτοδικαίως µε την ίδια εργασιακή σχέση στην "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΕ", ενώ στην παράγραφο 4 περ. β' του αυτού άρθρου, ορίστηκε ότι το εν λόγω προσωπικό θεωρείται από τον ίδιο χρόνο αυτοδικαίως αποσπασµένο στη Διεύθυνση του Καζίνο του Υπουργείου Ανάπτυξης. Στη συνέχεια µε το άρθρο 1 του ν. 3139/2003 η προβλεπόµενη στο εδάφιο α' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 ν. 2206/1994 άδεια λειτουργίας του Καζίνο στη "θέση Μον Παρνές στην Πάρνηθα" χορηγείται αυτοδικαίως από τη δηµοσίευση του νόµου αυτού στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως, στην "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΕ" και εισφέρεται, σύµφωνα µε όσα ειδικότερα ορίζονται στο άρθρο 5 του νόµου αυτού, στην δεύτερη αναιρεσίβλητη µε την επωνυµία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΕ", ενώ µε το άρθρο 4 παρ. 6 του ίδιου νόµου, αντικαταστάθηκε το εδάφιο β' της παρ. 5 του άρθρου 10 του ν. 2837/2000 ως εξής: "Με την ανάληψη της διοικήσεως, διαχειρίσεως ή εκµεταλλεύσεως των επιχειρηµατικών µονάδων της "ΕΤΑ ΑΕ", Καζίνο-Ξενοδοχείο-Τελεφερίκ Πάρνηθας και Καζίνο Κέρκυρας, από τις εταιρίες της παραγράφου 1, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 2919/2001, όλο το προσωπικό που εργάζεται στις παραπάνω επιχειρηµατικές µονάδες µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, µεταφέρεται αυτοδικαίως µε την ίδια σχέση εργασίας και µε πλήρη διασφάλιση των εργασιακών και ασφαλιστικών του δικαιωµάτων στις εταιρίες αυτές, εκτός από όσους εργαζόµενους δηλώσουν εγγράφως και µέσα σε αποκλειστική προθεσµία ενός µηνός προς την "ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΑΕ", ότι επιθυµούν να παραµείνουν σε αυτήν...". Πριν από την ψήφιση του πιο πάνω νόµου 3139/2003 και ενόψει της αναλήψεως της διοικήσεως, διαχειρίσεως και εκµεταλλεύσεως του συγκροτήµατος " Καζίνο - Ξενοδοχείο Τελεφερίκ Πάρνηθας " από την δεύτερη αναιρεσίβλητη εταιρία "ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΖΙΝΟ ΠΑΡΝΗΘΑΣ ΑΕ", υπογράφηκε στις 28.3.2003, µεταξύ των νοµίµων εκπροσώπων των αναιρεσιβλήτων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων "Σωµατείο εργαζοµένων στο Καζίνο-Ξενοδοχείο και Τελεφερίκ Πάρνηθας", Πανελλαδικό Σωµατείο Τεχνικών Υπαλλήλων Τυχερών Παιγνίων" συµφωνία, µε την οποία ρυθµιζόταν τα θέµατα της κατοχυρώσεως των εργασιακών και ασφαλιστικών τους δικαιωµάτων στο συγκρότηµα της Πάρνηθας. Ειδικότερα συµφωνήθηκαν τα εξής: όρος 1. "Μετά την ανάληψη της διοίκησης διαχείρισης και εκµετάλλευσης της επιχειρηµατικής µονάδας Καζίνο Ξενοδοχείο και Τελεφερίκ Πάρνηθας από την εταιρία µε την επωνυµία Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας ΑΕ, το προσωπικό που εργάζεται στη µονάδα αυτή, µε σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου και του οποίου ο υπολειπόµενος χρόνος για τη θεµελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώµατος είναι µέχρι έξι (6) χρόνια, πλην της πλήρους εξασφάλισης των εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωµάτων, προστατεύεται από τακτική ή έκτακτη καταγγελία της συµβάσεως εργασίας του, επί τόσο χρόνο όσος υπολείπεται για την αποχώρησή του, λόγω συνταξιοδότησής του. Στη συνέχεια της ως άνω συµφωνίας ορίζονται τα δικαιώµατα που παρέχονται στους λοιπούς εργαζόµενους της πρώτης αναιρεσίβλητης "εξαιρουµένων εκείνων της πιο πάνω κατηγορίας", δηλαδή εκείνων των οποίων ο υπολειπόµενος χρόνος εργασίας τους για τη θεµελίωση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώµατος δεν υπερβαίνει τα έξι (6) χρόνια. Μεταξύ των δικαιωµάτων αυτών όπως ορίζονται στους όρους 2 και 3 της πιο πάνω συµφωνίας είναι και το δικαίωµα συµµετοχής σε πρόγραµµα εθελουσίας εξόδου σύµφωνα µε το οποίο ο εργαζόµενος που δεν υπάγεται στην ως άνω κατηγορία των οποίων ο υπολειπόµενος χρόνος για θεµελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώµατος δεν υπερβαίνει τα έξι (6) έτη, υποβάλλει έγγραφη αίτηση προς την πρώτη αναιρεσίβλητη µε το περιεχόµενο που ειδικότερα προσδιορίζεται στην ως άνω συµφωνία, η οποία γίνεται υποχρεωτικά αποδεκτή µέσα σε προθεσµία δέκα ηµερών από την παρέλευση µηνός από την υποβολή της και όταν αποχωρεί δικαιούται αποζηµίωση διπλάσια από την οφειλόµενη λόγω καταγγελίας κατά τις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του ν. 3198/1955, ενώ προηγούνται έναντι όλων των άλλων που θα υποβάλουν αιτήσεις, οι πάσχοντες από χρόνιο νόσηµα και οι µητέρες µε ανήλικα παιδιά, διατηρουµένου όµως του δικαιώµατος της πρώτης αναιρεσίβλητης να αρνηθεί την ικανοποίηση αιτήσεων εθελουσίας αποχώρησης µετά τη συµπλήρωση αριθµού εκατό (100) αποχωρούντων εργαζοµένων. Από τα παραπάνω συνάγεται µε σαφήνεια ότι δικαίωµα συµµετοχής στην εθελουσία έξοδο είχαν µόνο οι εργαζόµενοι των οποίων ο χρόνος που υπολείπονταν για τη θεµελίωση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώµατος κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, είναι µεγαλύτερος των έξι (6) ετών, αφού εκείνοι των οποίων ο υπολειπόµενος χρόνος για τη θεµελίωση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώµατος, σύµφωνα µε τον εκάστοτε ισχύοντα νόµο, είναι µέχρι έξι χρόνια, ρητώς εξαιρέθηκαν. Στην προκείµενη περίπτωση το Εφετείο µε την προσβαλλόµενη απόφαση δέχτηκε τα εξής: "Δυνάµει της από 15.10.1975 συµβάσεως εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου η αναιρεσείουσα προσλήφθηκε από την εταιρία µε την επωνυµία "Ν.Π.Ι.Δ. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΤΕΛΕΦΕΡΙΚ ΚΑΙ ΚΑΖΙΝΑ ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Ε." και απασχολήθηκε στην επιχείρηση Καζίνο Πάρνηθας και Τελεφερίκ Πάρνηθας ως τεχνικός παιγνίων. Μετά τη δηµοσίευση του ν. 3139/2003 η αναιρεσείουσα υπέβαλε την από 29.5.2003 αίτηση-δήλωσή της στην οποία ανέφερε ότι δεν επιθυµεί την αυτοδίκαιη µεταφορά της στην δεύτερη αναιρεσίβλητη ή σε οποιοδήποτε άλλο φορέα του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα ή σε ΟΤΑ, αλλά επιθυµούσε να συµµετάσχει στο πρόγραµµα εθελουσίας εξόδου και κατά τους συµφωνηµένους ειδικότερους όρους αυτού, να αποχωρήσει από την εργασία της λόγω καταγγελίας της συµβάσεως εργασίας της από την εργοδότριά της πρώτη αναιρεσίβλητη, διότι έπασχε από χρόνιο καρδιακό νόσηµα. Η αίτηση-δήλωση αυτή της αναιρεσείουσας έγινε αρχικά αποδεκτή από την πρώτη αναιρεσίβλητη µε την ανάρτηση στον πίνακα ανακοινώσεων αυτής, κατά το δεύτερο δεκαήµερο του Ιουνίου 2003 της µε αριθµό 3346/2003 απόφασης του Διοικητικού της Συµβουλίου, στην οποία αναγράφονταν τα ονόµατα των εργαζοµένων που είχαν υποβάλλει δήλωση συµµετοχής στο πρόγραµµα εθελούσιας εξόδου, που ήταν συνολικά εξήντα πέντε (65) δηλαδή λιγότεροι από εκατό (100) και µεταξύ αυτών περιλαµβανόταν και το ονοµατεπώνυµο της αναιρεσείουσας. Μετά όµως από επανέλεγχο των δηλώσεων των ως άνω εργαζοµένων από την αρµόδια υπηρεσία της πρώτης αναιρεσίβλητης, ως προς το περιεχόµενο τους, διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσείουσα µε βάση το χρόνο εργασίας της από της προσλήψεώς της στις 15.10.1975 και σύµφωνα µε τους ισχύοντες νόµους θεµελίωνε πλήρες συνταξιοδοτικό δικαίωµα στις 18.4.2004, δηλαδή σε χρόνο µικρότερο των έξι (6) ετών από τη µεταβίβαση της επιχείρησης της πρώτης αναιρεσίβλητης στην δεύτερη και εποµένως δεν είχε δικαίωµα σύµφωνα µε τους όρους 1, 2, και 3 της παραπάνω συµφωνίας συµµετοχής στο πρόγραµµα εθελουσίας εξόδου. Έτσι η πρώτη αναιρεσίβλητη εξαίρεσε την αναιρεσείουσα από το ως άνω πρόγραµµα και µετέφερε αυτήν τον Αύγουστο του έτους 2003 στην δεύτερη αναιρεσίβλητη ως εργαζόµενη µε τους ίδιους όρους εργασίας και στη συνέχεια προέβη στην αναγγελία προς τον ΟΑΕΔ της οικειοθελούς αποχωρήσεώς της λόγω συµπληρώσεως πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώµατος. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε ότι η εξαίρεση της αναιρεσείουσας από το πρόγραµµα της εθελουσίας εξόδου ήταν σύµφωνη µε τους όρους της από 28.3.2003 συµφωνίας, χωρίς η εξαίρεση αυτή να ενέχει παραβίαση του δικαιώµατος προτεραιότητας της αναιρεσείουσας ως πάσχουσας από χρόνιο νόσηµα, αφού το τελευταίο τούτο δικαίωµα ήταν επόµενο του δικαιώµατος συµµετοχής αυτής στο πρόγραµµα και κατά συνέπεια η αγωγή είναι µη νόµιµη και απορριπτέα". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθώς έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε δικαίωµα συµµετοχής στην εθελουσία έξοδο, οι όροι της οποίας διέπονται αποκλειστικά από την ως άνω συµφωνία, (δηλαδή χρόνος θεµελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώµατος µεγαλύτερος των 6 ετών) και από αυτούς που είχαν αυτήν την προϋπόθεση, δικαίωµα προτεραιτότητας στους πάσχοντας από χρόνιο νόσηµα. Το γεγονός δε ότι αρχικά από προφανή παραδροµή, η αίτηση της είχε γίνει αποδεκτή µε την υπ' αριθµ. 3346/2003 απόφαση του Διοικητικού Συµβουλίου της πρώτης αναιρεσίβλητης και το ονοµατεπώνυµο της είχε περιληφθεί στον σχετικό πίνακα που περιλαµβάνονταν τα ονόµατα όσων είχαν υποβάλει αιτήσεις, είναι χωρίς έννοµη επιρροή και δεν τίθεται θέµα παραβιάσεως των άρθρων 167,185, 192, και 361 ΑΚ τα οποία στην κρινόµενη περίπτωση δεν έχουν εφαρµογή, δεδοµένου ότι δεν πρόκειται για πρόταση προς σύναψη συµβάσεως και δήλωση βουλήσεως προς αποδοχή της, αλλά για συµφωνία µεταξύ των νοµίµων εκπροσώπων των αναιρεσιβλήτων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων "Σωµατείο εργαζοµένων στο Καζίνο-Ξενοδοχείο και Τελεφερίκ Πάρνηθας", Πανελλαδικό Σωµατείο Τεχνικών Υπαλλήλων Τυχερών Παιγνίων", µε την οποία ρυθµιζόταν τα θέµατα της κατοχυρώσεως των εργασιακών και ασφαλιστικών τους δικαιωµάτων στο συγκρότηµα της Πάρνηθας, υπό την προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι της συµφωνίας αυτής τηρούσαν τις αναγραφόµενες σ'αυτήν προϋποθέσεις. Η απλή αναγραφή στον πίνακα ανακοινώσεων των ονομάτων των δικαιούχων, αποτελούσε προπαρασκευαστική ενέργεια προκειμένου να γνωστοποιηθούν οι δικαιούχοι και δεν παρήγε άνευ ετέρου έννοµα αποτελέσµατα, ούτε μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόταση προς κατάρτιση συμβάσεως, δεδομένου ότι ρητά προβλέφθηκε στους όρους 2 και 3 της άνω συμφωνίας ότι μετά την υποβολή της αίτησης από τον εργαζόμενο (που έχει τις προϋποθέσεις), γίνεται αυτή υποχρεωτικά δεκτή μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την παρέλευση μηνός από την υποβολή της (ήτοι μετά πάροδο 40 ημερών). Στην περίπτωση της αναιρεσείουσας, αυτή, όπως προαναφέρθηκε υπέβαλε την σχετική δήλωσή της την 29.5.2003, η ανάρτηση στον πίνακα ανακοινώσεων της αναιρεσίβλητης, της σχετικής αποφάσεως του Δ.Σ., έγινε την 18.6.2003, πλην όμως την 3.7.2003, όπως η ίδια η αναιρεσείουσα εξέθετε στην αγωγή της, ανακλήθηκε η ανάρτηση αυτή, με το με αριθμ. πρωτοκ. 3885/3.7.2003 έγγραφο της αναιρεσίβλητης, που της κοινοποιήθηκε την 3.7.2003, ήτοι πριν από την προβλεπόμενη από τους όρους της ως άνω σύμβασης πάροδο της προθεσμίας των 40 ημερών, κατά την οποία θα γινόταν υποχρεωτικά αποδεκτή. Σημειωτέον ότι με το αυτό ως άνω έγγραφο ανακοινώθηκε όχι μόνο η αναιρεσείουσα, αλλά και σε επιπλέον πέντε άλλους εργαζομένους ότι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις της προώρου συνταξιοδοτήσεως, παρότι και αυτοί αναφερόταν στην αρχική ανάρτηση, όπως η αναιρεσείουσα εξέθετε στην αγωγή της, επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για δυσμενή μεταχείρισή της. Εποµένως, οι, πρώτος, δεύτερος, έβδοµος και όγδοος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιµοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι ίδιοι λόγοι, από τον αριθµό 19 του ίδιου άρθρου είναι επίσης αβάσιµοι, αφού το Εφετείο µε πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες κατέληξε στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισµα. Εξάλλου, σύµφωνα µε τους όρους 2 και 3 της από 28.3.2003 Συµφωνίας προϋπόθεση της προτίµησης των πασχόντων από χρόνιο νόσηµα, έναντι των άλλων που είχαν υποβάλει αιτήσεις εθελουσίας εξόδου, ήταν οι υποβάλλοντες αίτηση εργαζόµενοι να έχουν τις νόµιµες προϋποθέσεις συµµετοχής και δεν αναφερόταν αδιακρίτως σε όλο το προσωπικό. Εποµένως, το Εφετείο που δέχτηκε τα ίδια δεν παραµόρφωσε το περιεχόµενο της εν λόγω Συµφωνίας και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως από τον αριθµό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιµος και πρέπει να απορριφθεί. Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 340 και 346 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι το δικαστήριο για το σχηµατισµό της κρίσης του ως προς τα πραγµατικά γεγονότα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι και στηρίζουν την άµεση ή έµµεση απόδειξη, την κύρια απόδειξη ή ανταπόδειξη. Η παράβαση δε της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 559 αρ. 11 του Κ.Πολ.Δ. λόγο αναίρεσης. Στην προκείµενη περίπτωση µε τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, αληθώς µόνο από τον αριθµό 11 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. (και όχι και από τον αρ. 8), προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη οµολογία της πρώτης αναιρεσίβλητης, ότι η αναιρεσείουσα εµπίπτει στις διατάξεις του όρου 3 της από 28.3.2003 συµφωνίας, δεδοµένου ότι όπως αναφέρει στις προτάσεις της "δεν έγινε δεκτή η αίτησή της, γιατί αν και της ζητήθηκε, η αναιρεσείουσα δεν προσκόµισε απόφαση της αρµόδιας υγειονοµικής επιτροπής του ασφαλιστικού της φορέα ότι πάσχει από χρόνιο νόσηµα" και επίσης δεν έλαβε υπόψη την από 24.9.2004 προσαχθείσα και νοµίµως επικληθείσα γνωµάτευση της πρωτοβάθµιας Υγειονοµικής Επιτροπής του ΙΚΑ. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως στηριζόµενος σε εσφαλµένη προϋπόθεση, αφού κατά τα αναφερόµενα στην προηγούµενη σκέψη, το Εφετείο ορθώς έκρινε ότι προϋπόθεση για τη συµµετοχή της αναιρεσείουσας στο πρόγραµµα της εθελουσίας εξόδου ήταν ο χρόνος που υπολείπεται για την θεµελίωση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώµατος και ουδόλως ερεύνησε αν συνέτρεχαν στο πρόσωπό της λόγοι υγείας που θα είχαν ως συνέπεια την προτίµηση της αιτήσεώς της αν τηρούσε την πρώτη προϋπόθεση. Η αρχή της ίσης µεταχειρίσεως, που απορρέει από το άρθρο 288 του ΑΚ και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγµατος και 141 (πρώην άρθρο 119) της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, επιβάλλει στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή παροχή σε ορισµένους εργαζοµένους, να µην εξαιρεί από αυτήν άλλους µισθωτούς του, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, εκτός αν η εξαίρεση είναι, κατά την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, δίκαιη και εύλογη. Βασική προϋπόθεση για την εφαρµογή της ανωτέρω αρχής είναι η παροχή του εργοδότη να είναι εκούσια και οικειοθελής, δηλαδή να χορηγείται από δική του πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση. Διαφορετικά, αν ο εργοδότης έχει υποχρέωση από διάταξη νόµου ή από όρο Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. ή από δικαστική απόφαση να χορηγήσει κάποια παροχή σε ορισµένους µισθωτούς, δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή και η εξαίρεση από αυτήν άλλων µισθωτών, που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Για την εφαρµογή, πάντως, της ανωτέρω αρχής δεν αρκεί η παροχή να έχειοικειοθελή χαρακτήρα, αλλά θα πρέπει και η χορήγηση αυτής να έγινε νόµιµα. Η παρά το νόµο χορήγηση οικειοθελούς παροχής σε ορισµένους µισθωτούς δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των µισθωτών που δεν την έλαβαν, αφού η αξίωση από την αρχή της ίσης µεταχειρίσεως δεν µπορεί να θεµελιωθεί στην εργοδοτική παρανοµία (Α.Π. 546/2007). Εξάλλου η συνταγµατική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 και ειδικά για τις αµοιβές από εργασιακές σχέσεις ιδιωτικού δικαίου 22 παρ. 1 εδαφ. β' του Συντάγµατος) δεσµεύει και τον εργοδότη, ο οποίος, στη ρύθµιση ουσιωδώς όµοιων πραγµάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, δεν δύναται να µεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόµοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας γενικώς διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική τους ρύθµιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συµφέροντος η συνδροµή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Συνεπώς, εάν γίνει µε σύµβαση δικαιολογηµένη ειδική ρύθµιση, για ορισµένη κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί από τη ρύθµιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσµενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική εκείνη µεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσµενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη, ως παραβιάζουσα την ως άνω συνταγµατική αρχή της ίσης µεταχείρισης. Στην προκείµενη περίπτωση το Εφετείο µε την προσβαλλόµενη απόφαση έκρινε, ότι οι επικουρικές βάσεις της αγωγής, µε τις οποίες η αναιρεσείουσα ισχυριζόταν ότι η ρύθµιση της από 28.3.2003 Σύµβασης αντίκειται στην συνταγµατική αρχή της ίσης µεταχείρισης, πρέπει να απορριφθούν ως µη νόµιµες, δεχόµενο τα εξής: "Εφόσον είναι µη νόµιµη η ένταξη από την πρώτη αναιρεσείουσα στο πρόγραµµα της εθελουσίας εξόδου εργαζοµένων που θεµελιώνουν πλήρες συνταξιοδοτικό δικαίωµα µέσα στην εξαετία από της µεταβιβάσεως της επιχειρηµατικής µονάδας στην οποία εργαζόταν, η ένδικη αγωγή η οποία κατά την επικουρική της βάση στηρίζεται στην παράβαση της αρχής της ίσης µεταχείρισης, για το λόγο ότι η πρώτη αναιρεσείουσα έκανε δεκτές αιτήσεις συµµετοχής στο παραπάνω πρόγραµµα συναδέλφων της αναιρεσείουσας, που, όπως και η ίδια θεµελίωναν πλήρες συνταξιοδοτικό δικαίωµα µέσα στην εξαετία από της κατά τα ως άνω µεταβίβασης είναι µη νόµιµη, αφού η παράνοµη ευνοϊκή µεταχείριση ορισµένων µισθωτών δεν µπορεί να στηρίξει αξίωση άλλων µισθωτών της ίδιας κατηγορίας για συµµόρφωση κατ' εφαρµογή της ίσης µεταχείρισης που θεµελιώνεται στην παρανοµία του εργοδότη. Τέλος, µη νόµιµη είναι η ένδικη αγωγή και κατά τη βάση της που αφορά τα αναφερόµενα από την αναιρεσείουσα περί του χαρακτήρα των ρυθµίσεων της Σύµβασης για την αποχώρηση των εργαζοµένων στην επιχειρηµατική µονάδα του Καζίνου Πάρνηθας, ως αντισυνταγµατικών, λόγω εισαγωγής µε αυτές δυσµενών διακρίσεων σε βάρος µιας κατηγορίας εργαζοµένων στην οποία ανήκει η ίδια, κατά παράβαση της συνταγµατικής αρχής της ισότητας διότι η αρχή αυτή δεν επιβάλλει την εξίσωση όλων των περιπτώσεων, αλλά την οµοιόµορφη για αντικειµενικούς λόγους ρύθµιση καταστάσεων, έτσι ώστε η διαφορετική µεταχείριση να καθίσταται εύλογη και δίκαιη. Στην προκείµενη λοιπόν περίπτωση η διάκριση των εργαζοµένων σε εκείνους που θεµελιώνουν πλήρες συνταξιοδοτικό δικαίωµα µέσα σε ορισµένο χρόνο και η µε βάση αυτή εξαίρεση των πρώτων από την παροχή του δικαιώµατος ένταξης στο πρόγραµµα εθελουσίας εξόδου που παρέχεται στους δεύτερους, δεν γίνεται κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, αφού γι' αυτή το ουσιώδες στοιχείο είναι η διαφορά του χρόνου θεµελίωσης πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώµατος που αποτελεί αντικειµενικό λόγο ώστε η συγκεκριµένη παροχή να θεωρείται εύλογη και δίκαιη". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ και 4 παρ. 1 και 22 παρ. 1 και 2 του Συντάγµατος και οι πέµπτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ είναι αβάσιµοι και πρέπει να απορριφθούν. Ο πέµπτος λόγος από τον αριθµό 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτοι αφού το Εφετείο κατά τα προαναφερόµενα απέρριψε ως µη νόµιµες τις επικουρικές βάσεις της αγωγής χωρίς να υπεισέλθει στην έρευνα της ουσίας. Κατά συνέπεια, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει η κρινόµενη αίτηση ν' απορριφθεί και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου.