Υπέρβαση ορίων βραχείας ασθενείας και απόλυση Κρίση του δικαστηρίου Σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχείας, αλλά σε άλλη αιτία, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητο από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεώς του να λύσει ή όχι τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία. Α.Π. 400/2015 Πρόεδρος: ο κ. Ανδρέας Δουλγεράκης Εισηγητής: ο κ. Γεωρ. Αναστασάκος Δικηγόροι: οι κ.κ. Νικ. Σωτηρακόπουλος - Περικλής Κατσαούνης Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλ. αν το δικαστήριο της ουσίας, απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αν αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν εμφανή την παράβαση. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη 5 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 4558/1930, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 288 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του για λόγο που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχείας ή στην κατά το ν. 3514/1928 στράτευση αυτού, αλλά σε άλλη αιτία, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη χρονική διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστεως και, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική και ανεξάρτητο από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρά δήλωση βουλήσεως του να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως. Με το ως άνω άρθρο 3 του Ν. 4558/30 καθορίσθηκαν τα όρια μέσα στα οποία μπορεί η διάρκεια μιας ασθένειας να θεωρείται βραχεία. Έτσι, αποτελεί ασθένεια βραχείας διάρκειας αυτή που διαρκεί ένα μήνα για υπαλλήλους που υπηρετούν πέραν των 4 ετών, όχι όμως και πέραν των 10 ετών, 4 μήνες για υπαλλήλους που υπηρετούν πέραν των 10 ετών, όχι όμως και πέραν των 15 ετών και 6 μήνες γι' αυτούς που υπηρετούν για χρόνο ανώτερο των 15 ετών (Α.Π. Ολομ. 30/1990, Α.Π. Ολομ. 32/1988, Α.Π. 423/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα περιστατικά: "Ο ενάγων προσελήφθη 2.1.1998 από τον Γ.Κ. με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ως πωλητής στην ατομική επιχείρησή του εμπορίας συμπληρωμάτων διατροφής, εξακολούθησε δε να παρέχει τις υπηρεσίες του και μετά την μετατροπή της επιχειρήσεως σε ανώνυμη εταιρεία. Ο ενάγων ασθένησε αρχικώς, κατά το έτος 2007 από επιληπτικές κρίσεις και ύστερα από τις επιβαλλόμενες εξετάσεις αποδείχθηκε ότι έπασχε από συμπαγούς τύπου χωροκατακτική βλάβη αναπτυσσόμενη στον αριστερό κροταφικό βολβό με απεικονιστικά χαρακτηριστικά χωροκατακτικής νεοεξεργασίας (όγκος στον εγκέφαλο). Προς αντιμετώπιση της νόσου υποβλήθηκε την 9.10.2007 σε εγχείριση στη Νευροχειρουργική Κλινική του Διεθνούς Ινστιτούτου Νευροεπιστημών στο Αννόβερο της Γερμανίας, και αφαιρέθηκε αναπλαστικό αστροκύττωμα του αριστερού κροταφικού λοβού, III βαθμού κατά who, και ακολούθως υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία. Η εναγομένη, τελούσε σε γνώση της ασθενείας του ενάγοντος και του ότι ελάμβανε συνεχείς αναρρωτικές άδειες. Δεδομένου ότι η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνονταν, υποβλήθηκε σε νέα χειρουργική επέμβαση την 8.7.2009 στην ίδια πιο πάνω Κλινική. Ακολούθως, με την υπ' αριθμ. 2/22.2.2010 γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ, με βάση τις υπ' αριθ. 6.130/23.12.2009 γνωματεύσεως και της από 8.4.2009 MRΙ εγκεφάλου, κρίθηκε ότι πάσχει από όγκο εγκεφάλου με επιληπτικές κρίσεις ιλίγγου και ζάλης και του χορηγήθηκαν αναδρομικά οι επιβαλλόμενες αναρρωτικές άδειες, για το χρονικό διάστημα από την επέμβαση μέχρι 5.10.2009. Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 2009 ενημέρωσε τον εκπρόσωπο της εναγομένης ότι υπεβλήθη σε νέα χειρουργική επέμβαση και τελεί σε αναρρωτική άδεια. Έκτοτε δεν εμφανίσθηκε στην εργοδότρια του, ούτε προσκόμισε τουλάχιστον τα σχετικά έγγραφα της γερμανικής κλινικής στην οποία χειρουργήθηκε και με βάση τα οποία εκδόθηκε η ως άνω υπ' αριθ. 2/22.2.2010 γνωμάτευση της ενταύθα υγειονομικής επιτροπής του ΙKA. Έτσι, η εναγομένη παρέμεινε απληροφόρητη μέχρι την 5.11.2009, οπότε ανήγειλλε στον ΟΑΕΔ ότι ο ενάγων είχε αποχωρήσει οικειοθελώς την 30.4.2009. Την 27.11.2009, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ενάγοντα, η οποία έγινε με πρωτοβουλία του, του ανακοίνωσε την ενέργειά της. Η επί διετία και πλέον ασθένεια του ενάγοντος, μη οφειλομένη φυσικά σε υπαιτιότητά του, υπερβαίνουσα κατά δύο έτη, περίπου, το τετράμηνο της βραχείας ασθένειας, σε συνδυασμό με την χωρίς την προσκομιδή από τη δεύτερη επέμβαση και μετά, κάποιου δικαιολογητικού, που να μαρτυρεί περί της πορείας της καταστάσεως της υγείας του, συνάγεται σαφώς σιωπηρή καταγγελία της συμβάσεώς του. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη, δεδομένου ότι, πέρα της μακράς περιόδου της ασθενείας του, η σοβαρότητα αυτής, για την αντιμετώπιση της οποίας απαιτήθηκαν δυο χειρουργικές επεμβάσεις σε ειδική κλινική στη Γερμανία, το γεγονός ακόμη ότι επί μακρό χρονικό διάστημα δεν προσκόμισε στην εργοδότριά του κάποιο δικαιολογητικό, καθιστούν πέρα των ανεκτών ορίων την διατήρηση της συμβάσεως εν ενεργεία και επιβάλλεται να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς του για τη μονομερή λύση της ...". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε στη συνέχεια την έφεση της εναγόμενης - αναιρεσίβλητης (εργοδότριας εταιρείας) και εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, επιδικάζοντας μικρότερα ποσά στον ενάγοντα - αναιρεσείοντα (εργαζόμενο), που αντιστοιχούσαν μόνο σε διαφορές αποδοχών για το έτος 2009 (αναλογία επιδόματος αδείας και αποδοχών αδείας), ενώ απέρριψε αυτή για τα λοιπά κονδύλια (αποζημίωση λόγω απόλυσης κ.λπ.). Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου νομικές διατάξεις. Και τούτο γιατί η παραδοχή του Εφετείου ότι η μακροχρόνια απουσία του ενάγοντος - αναιρεσείοντος από την εργασία του, μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητά του, αλλά σε σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε και για το οποίο, μάλιστα, ελάμβανε συνεχείς αναρρωτικές άδειες μέχρι τις 5.10.2009, γεγονός το οποίο γνώριζε η εναγόμενη - αναιρεσίβλητη εργοδότριά του, δεν μπορεί να στηρίξει την κρίση του Εφετείου περί σιωπηρής καταγγελίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος, της σύμβασης εργασίας. Επομένως είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της αίτησης, με τον οποίο προσάπτεται στην απόφαση η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Κατόπιν αυτών, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το παραπάνω κεφάλαιό της και στη συνέχεια, για την ενότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης, στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που την εξέδωσαν, ενώ, παρέλκει, πλέον η εκδίκαση των λόγων της αίτησης από το άρθρο 559 αρ. 19 και 20 ΚΠολΔ. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Για τους λόγους αυτούς αναιρεί την απόφαση 286/2013 του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση.