Δημοτικές Επιχειρήσεις Οι δημοτικές επιχειρήσεις του Π.Δ. 410/95 δεν αποτελούν ΝΠΔΔ ούτε ΟΤΑ, αλλά συνιστούν αυτοτελείς έναντι των ΟΤΑ επιχειρήσεις και λειτουργούν υπό τη μορφή ΝΠΙΔ, η δε ευθύνη του αντίστοιχου ΟΤΑ, για τη σύσταση ή συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση περιορίζεται στη συμμετοχή του μόνο στο κεφάλαιο της επιχειρήσεως, η οποία μπορεί να αξιώσει την καταβολή της εισφοράς του, χωρίς περαιτέρω ευθύνη τρίτων. Εργοδότης των μισθωτών, που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε τέτοιες επιχειρήσεις, είναι η επιχείρηση και κατ' αυτής γεννάται αξίωση καταβολής των αποδοχών τους και όχι οι ΟΤΑ που τις συνέστησαν ή συμμετέχουν σ' αυτές. Υποχρεώσεις, δικαιώματα και χρόνος παραγραφής. Α.Π. 1161/15 Πρόεδρος: ο κ. Χριστόφορος Κοσμίδης Εισηγητής: ο κ. Απ. Παπαγεωργίου Δικηγόροι: η κ. Αναστασία Ασπρίδη - ο κ. Δημ. Αντωνίου 1. Ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (Π.Δ. 410/95, ΦΕΚ Α' 231), που εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του κρισίμου χρόνου (2002 - 2005), ορίζει στο άρθρο 277 ότι "1. Οι δήμοι [...] μπορούν να συνιστούν δίκες τους επιχειρήσεις ή να μετέχουν σε επιχειρήσεις που συνιστούν μαζί με άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις που ήδη υπάρχουν: α) για την εκτέλεση έργων που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού, καθώς και για την οικονομική εκμετάλλευση των έργων αυτών, β) για την παραγωγή αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών που έχουν σκοπό την εξυπηρέτηση του κοινού, γ) την ανάπτυξη δραστηριοτήτων που έχουν σκοπό την πραγματοποίηση εσόδων[...]. 5. Οι παραπάνω δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από αυτόν το νόμο [...]. 7. Η ευθύνη δήμου ή κοινότητας, που συνιστά ή συμμετέχει σε επιχείρηση του άρθρου 285, περιορίζεται στη συμμετοχή τους στο κεφάλαιο της επιχείρησης", στο άρθρο 280 παρ. 1 ότι "1. Η διαχείριση των επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση"", στο άρθρο 281 παρ. 1 ότι "Η ταμειακή υπηρεσία των επιχειρήσεων είναι ανεξάρτητη από τη δημοτική ή την κοινοτική", στο άρθρο 283 παρ. 3 ότι "Το προσωπικό των επιχειρήσεων συνδέεται με αυτές με σχέση ιδιωτικού δικαίου" και στο άρθρο 287 ότι "1. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 277 έως 285 [...]. 2 Κατά τα λοιπά στις επιχειρήσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 277 - 285 εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της αστικής και εμπορικής νομοθεσίας" (βλ. και διατάξεις των άρθρων 252 επ. του μεταγενέστερου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων Ν. 3463/06). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι οι προαναφερόμενες δημοτικές επιχειρήσεις δεν αποτελούν ΝΠΔΔ ούτε, ειδικότερα, Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), αλλά συνιστούν αυτοτελείς έναντι των ΟΤΑ επιχειρήσεις και λειτουργούν υπό τη μορφή ΝΠΙΔ, η δε ευθύνη του αντίστοιχου ΟΤΑ για τη σύσταση ή συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση περιορίζεται στη συμμετοχή του μόνο στο κεφάλαιο της επιχειρήσεως, η οποία μπορεί να αξιώσει την καταβολή της εισφοράς του, χωρίς περαιτέρω ευθύνη τρίτων. Συνεπώς, εργοδότης των μισθωτών, που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε τέτοιες επιχειρήσεις, είναι η επιχείρηση και κατ' αυτής γεννάται αξίωση καταβολής των αποδοχών, τους και όχι οι ΟΤΑ που τις συνέστησαν ή συμμετέχουν σ' αυτές (Α.Π. 1009/01). Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 648 παρ. 1 ΑΚ, εργοδότης στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αφ' ενός δικαιούται να αξιώσει από τον εργαζόμενο την παροχή της συμφωνημένης εργασίας και αφ' ετέρου υποχρεούται να πληρώσει προς αυτόν τον συμφωνημένο μισθό. Συνήθως, εργοδότης είναι το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον εργαζόμενο κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, που ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα κατά την εκπλήρωση της σύμβασης και που εποπτεύει την τήρηση των όρων, υπό τους οποίους τελεί η προσφορά των υπηρεσιών του εργαζόμενου. Όταν οι ρόλοι αυτοί είναι κατανεμημένοι σε ή ασκούνται από πλείονα του ενός πρόσωπα, αποτελεί ζήτημα πραγματικό το εάν την ιδιότητα του εργοδότη έχουν περισσότεροι του ενός ή εάν εργοδότης είναι μόνον ένας, στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνονται οι κυριότεροι από τους ως άνω ρόλους, ενώ τα υπόλοιπα πρόσωπα έχουν δευτερεύουσα και νομικώς μη αξιόλογη συμμετοχή στη σχέση που έχει αναπτυχθεί (Α.Π. 805/11). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου το μισθωτό σε τρίτον, προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Εργοδότης παραμένει, με όλες τις συναφείς υποχρεώσεις, ο αρχικός, ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος θα καταβάλλει το μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο θεσμός αυτός του γνήσιου "δανεισμού" δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 651 ΑΚ, όπου κατά κανόνα στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω αναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι αυτή η συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός. Μόνος υπόχρεος δε στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν υπάρξει ειδική συμφωνία. Αντίθετα, ο αρχικός αυτός εργοδότης δεν υποχρεούται στην καταβολή της αποζημίωσης του μισθωτού από παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης στο νέο εργοδότη (προς ον η παραχώρηση), διότι η παροχή της παράνομης αυτής εργασίας δεν περιλαμβάνεται στις υποχρεώσεις του μισθωτού που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας έναντι του εργοδότη του, αλλά στις ιδιαίτερες σχέσεις του εργαζομένου με το νέο εργοδότη, εκτός αν ειδικώς προβλέφθηκε να επιβαρύνεται ο αρχικός εργοδότης και για την περίπτωση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης. Τέλος, η συναίνεση του εργαζομένου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του, π.χ. όταν ο εργαζόμενος προσέρχεται και προσφέρει την εργασία του στον τρίτο. Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας. Το διευθυντικό δικαίωμα που ανήκει στον τρίτο δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί με τον αρχικό εργοδότη. Ο αρχικός εργοδότης βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας π.χ. καταβολή μισθού, αδείας, επιδόματος, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ., ενώ οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή. Επίσης, σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης και, τέλος, υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση, αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία. Περαιτέρω, όπως συνάγεται από το άρθρο 216 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ, νομιμοποίηση των διαδίκων είναι η εξουσία διεξαγωγής συγκεκριμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, καθοριζόμενη κατά κανόνα ως προς το αντικείμενό της και τους φορείς της από το ουσιαστικό δίκαιο, με συνέπεια η από το επιλαμβανόμενο αγωγής δικαστήριο εσφαλμένη κρίση ως προς τη νομιμοποίηση ή μη του ενάγοντος ή του εναγομένου να προϋποθέτει την από το ίδιο δικαστήριο παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (Ολ. Α.Π. 18/05) (...) 5. Πέραν των όσων ήδη αναφέρθηκαν παραπάνω (βλ. σκέψη αρ. 1), σύμφωνα με το άρθρο 250 ΑΚ, "Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις: [...] 6. των υπηρετών και των εργατών για την πληρωμή των μισθών ή άλλων αμοιβών και εξόδων τους, [...], 7. των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων [...] και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά". Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι οι αναφερόμενες στο άρθρο 277 του Π.Δ. 410/95 δημοτικές επιχειρήσεις δεν αποτελούν Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), αλλά συνιστούν αυτοτελείς έναντι των Οργανισμών αυτών επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας (Α.Π. 1009/ 01), για όσα δε ζητήματα δεν ρυθμίζονται ειδικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εμπορικής και αστικής νομοθεσίας. Συνεπώς, εφαρμοστέες ως προς το ζήτημα της παραγραφής των αξιώσεων των εργαζομένων που γεννήθηκαν σε βάρος των δημοτικών αυτών επιχειρήσεων για την πληρωμή καθυστερούμενων μισθών, επιδομάτων κ.λπ. είναι οι διατάξεις του άρθρου 250 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω αξιώσεις υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή (ΕΣ 65/11). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε σχετικά με το ζήτημα της παραγραφής των επίδικων αξιώσεων των αναιρεσίβλητων ότι ο νομίμως επαναφερόμενος ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί διετούς παραγραφής των αξιώσεων για τα έτη 2002, 2003 και 2004, αβάσιμος, καθόσον η αρχική εναγομένη συνεστήθη ως ΝΠΙΔ, που διέπεται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και δεν ισχύει ως προς αυτήν η βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/95, που ισχύει για το Δημόσιο και τους ΟΤΑ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, καθόσον οι ένδικες αξιώσεις γεννήθηκαν σε βάρος της αρχικά εναγομένης ΑΔΕΠ, στη θέση της οποίας υπεισήλθε η ήδη αναιρεσείουσα ΚΕΔΗΠ, η οποία συνιστούσε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων της αστικής νομοθεσίας, αφού οι δημοτικές επιχειρήσεις όπως προαναφέρθηκε δεν αποτελούν Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (βλ. και άρθρο 1 Π.Δ. 410/95). (...)