Παραίτηση μισθωτού με συγκατάθεση εργοδότη και αποζημίωση Η εφαρμογή του α' εδαφίου του αρθ. 8 του ν. 3198/55 σύμφωνα με το οποίο μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει 15ετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, αποχωρώντας από την εργασία τους με τη συγκατάθεση του εργοδότη δικαιούνται το ήμισυ της αποζημίωσης του ν. 2112/20 έχει ισχύ και στην περίπτωση που ο εργοδότης κατά την κατάρτιση του κανονισμού εργασίας, προβλέψει εκ των προτέρων αυτό, οπότε αυτοδεσμεύεται συμβατικά έκτοτε. Θεωρείται ότι παρέχει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί. Α.Π. 46/2015 Πρόεδρος: ο κ. Ανδρ. Δουλγεράκης Εισηγητής: ο κ. Δημ. Κόμης Δικηγόροι: οι κ.κ. Θεοφάνης Σαξώνης - Ανασ. Πετρόπουλος Η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η οποία θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο που προβλέπεται από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., συντελείται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, μολονότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του δεν συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, μολονότι σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασής του συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., λόγος για αναίρεση απόφασης επειδή δεν έχει νόμιμη βάση ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της τα περιστατικά που είναι αναγκαία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' του ν. 3198/1955, μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 16/18.7.1920, ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με την συγκατάθεση του εργοδότη δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από το ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω β.δ. αποζημιώσεως για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του ν. 3198/1955. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. β' και γ' του ίδιου νόμου 3198/1955, που προστέθηκαν με το άρθρο 8 παρ. 4 του ν.δ. 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για την χορήγηση συντάξεως, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για την λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν το 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι το 50% της αποζημιώσεως, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για την χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 16/18.7.1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση. Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δεύτερου εδαφίου και την θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσεως της εργασιακής συμβάσεως με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα: α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διατάξεως προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο (κανονισμό) προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με την συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση όμως που με τον κανονισμό έχει παράλληλα προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, η οποία, εφόσον πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αορίστου χρόνου. β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους συντάξεως γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει την συνδρομή του στοιχείου αυτού. γ) Η εφαρμογή του πρώτου, εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων, και την συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη. Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σ' αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων την συγκατάθεσή του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 32 του ισχύοντος Κανονισμού Εργασίας του Προσωπικού της εναγόμενης, ήδη αναιρεσείουσας, Τράπεζας, που καταρτίσθηκε κατά τις διατάξεις του ν. 1876/1990, με την από 26.6.2003 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία συνήφθη μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εναγόμενης Τράπεζας και της συνδικαλιστικής οργάνωσης του προσωπικού αυτής, κατατέθηκε δε νόμιμα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας στις 30.6.2003 και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρα 2 παρ. 6, 7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 του ν. 1876/1990), οι εργαζόμενοι στην υπηρεσία της εναγομένης αποχωρούν αυτοδικαίως όταν συμπληρώσουν, οι μεν άνδρες το 62ο έτος της ηλικίας τους, οι δε γυναίκες το 57ο έτος της ηλικίας τους. Η μετά του προσωπικού της εναγόμενης Τράπεζας εργασιακή σύμβαση λύεται και πριν από την συμπλήρωση του ανωτέρω ορίου ηλικίας για τους εξής περιοριστικά αναφερόμενους λόγους: α) με τον θάνατο του υπαλλήλου, β) με την αδικαιολόγητη ή αυθαίρετη συνεχή απουσία του υπαλλήλου πέραν του μηνός, που θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση, η οποία επιφέρει αυτοδικαίως και χωρίς άλλο τη λύση της σχέσεως εργασίας, γ) για σπουδαίο λόγο κατά το άρθρο 672 Α.Κ. και δ) με την άσκηση ποινικής διώξεως σε βάρος του υπαλλήλου. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 ν.δ. 3789/1957, 12 παρ. 4 ν. 1767/1988, 8 παρ. 3 ν. 2224/1994 "περί Κανονισμών Εργασίας κ.λπ.", οι όροι του με ισχύ νόμου εφαρμοζόμενου Κανονισμού Εργασίας αποτελούν υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας του μισθωτού και συνεπώς η σύμβαση εργασίας μισθωτού, ο οποίος προσχωρεί σε τέτοιο Κανονισμό Εργασίας, περιέχει κάθε όρο που προβλέπεται στον Κανονισμό αυτόν (Ολ. Α.Π. 42/2002). Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι οι εργασιακές συμβάσεις των υπαλλήλων της εναγόμενης Τράπεζας είναι κατ' αρχήν συμβάσεις ορισμένου χρόνου, αφού ο Κανονισμός αυτής προβλέπει την αυτοδίκαιη αποχώρηση των μισθωτών από την υπηρεσία της κατά την συμπλήρωση του καθοριζόμενου ορίου ηλικίας. Ενόψει, όμως, του ότι με τον Κανονισμό αυτόν προβλέπεται η δυνατότητα λύσεως της εργασιακής συμβάσεως και πριν από τη λήξη του ορισμένου χρόνου της διάρκειάς της, λόγω αδικαιολόγητης συνεχούς απουσίας του υπαλλήλου πέραν του μηνός, η οποία θεωρείται ως οικειοθελής αποχώρηση αυτού, δηλαδή παραίτηση του υπαλλήλου, η οποία επιφέρει αυτοδικαίως και άνευ άλλου τινός τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, ενυπάρχει στη σύμβαση διαλυτική αίρεση, σε περίπτωση πληρώσεως της οποίας η σύμβαση μεταβάλλεται εξαρχής σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, ο προαναφερόμενος όρος του Κανονισμού της εναγομένης, ότι η σύμβαση εργασίας λύεται και πριν από το προβλεπόμενο όριο ηλικίας, με την παραίτηση, κατά τα άνω, του υπαλλήλου, η οποία και επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται αποδοχή ή συγκατάθεση της Τράπεζας, εμπίπτει στην περίπτωση του άρθρου 8 εδ. α' του ν. 3198/1955, αφού και η με τον τρόπο αυτόν παραίτηση του υπαλλήλου, χωρίς δικαίωμα εναντιώσεως της Τράπεζας, ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με την αποχώρηση αυτού από την υπηρεσία με την συγκατάθεση της τελευταίας, ενώ και η σύμβαση του υπαλλήλου που λύεται με την, κατά τον άνω τρόπο, παραίτησή του πριν από την συμπλήρωση του καθορισμένου ορίου ηλικίας του μετατρέπεται από σύμβαση ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Συνακόλουθα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 8 εδ. α' του ν. 3198/1955, ο αποχωρών με παραίτηση υπάλληλος της εναγομένης δικαιούται την μειωμένη ως άνω αποζημίωση, αφού είναι δεδομένη και η συγκατάθεση της Τράπεζας, που θεωρείται ότι δόθηκε εκ των προτέρων, με το παρεχόμενο από τον Κανονισμό αυτής δικαίωμα παραιτήσεως-αποχωρήσεως του μισθωτού, κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, από την εργασία του, χωρίς να απαιτείται για την άσκηση του δικαιώματός του αυτού ή την επέλευση των αποτελεσμάτων της παραιτήσεως, η αποδοχή αυτής από την Τράπεζα ή η ρητή συγκατάθεση της τελευταίας στην αποχώρηση των εργαζομένων. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Η ενάγουσα, ήδη αναιρεσίβλητη, η οποία γεννήθηκε στις 18.1.1961, προσλήφθηκε στις 3.11.1980, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ως υπάλληλος, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα της Ελλάδος", της οποίας καθολική διάδοχος είναι η εναγομένη (αναιρεσείουσα), εξελίχθηκε δε στην βαθμολογική ιεραρχία έως τον βαθμό του Τμηματάρχη Α'. Η σύμβαση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν ορισμένου χρόνου, διότι τόσο στον προϊσχύσαντα Οργανισμό Προσωπικού της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας της Ελλάδος, υπό το καθεστώς του οποίου προσλήφθηκε η ενάγουσα, όσο και στον ισχύοντα Κανονισμό Εργασίας Προσωπικού της εναγομένης προβλέπεται η αυτοδίκαιη λύση της συμβάσεως με την συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας για τους άνδρες και του 57ου για τις γυναίκες υπαλλήλους. Η ενάγουσα -δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο- την 1.12.2008 υπέβαλε αίτηση προς την Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης, με την οποία γνωστοποιούσε σ' αυτήν ότι επιθυμούσε να αποχωρήσει από την υπηρεσία της από 1.1.2009, λόγω προβλήματος υγείας (οικειοθελής αποχώρηση), επισυνάπτοντας και σχετικά δικαιολογητικά (ιατρικές γνωματεύσεις). Ακολούθως, μεταξύ των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης και της ενάγουσας υπεγράφη η από 17.12.2008 έγγραφη λύση συμβάσεως εργασίας, στην οποία, εκτός άλλων, αναφέρεται και ότι: Η εργαζόμενη υπέβαλε αίτηση, με την οποία, επικαλούμενη σοβαρούς προσωπικούς λόγους, ζήτησε να αποχωρήσει προώρως και οικειοθελώς από την υπηρεσία της. Ότι η Τράπεζα, αφού εκτίμησε τους σοβαρούς προσωπικούς λόγους της εργαζομένης και την ελεύθερη και αβίαστη βούλησή της να προβεί, διά της παραιτήσεώς της, στη λύση της συμβάσεως εργασίας της, επέδειξε την δέουσα κατανόηση και σοβαρότητα στο ως άνω αίτημά της και ότι η Τράπεζα όλως εξαιρετικώς για την εργαζομένη, σε ένδειξη ιδιαίτερης καλοπιστίας προς το πρόσωπό της και σε αναγνώριση της προσφοράς της και των εκτάκτων προβλημάτων και αναγκών της, αποφάσισε να της καταβάλει, οικειοθελώς, το ποσό των 20.000 ευρώ ως εφάπαξ χρηματική παροχή. Πράγματι η ενάγουσα -όπως δέχεται στη συνέχεια το Εφετείο- αποχώρησε από την εργασία της την 1.1.2009, ήτοι πριν από την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας του 57ου έτους, και την ίδια ημέρα διαγράφηκε από το προσωπικό της Τράπεζας, λόγω παραιτήσεώς της, έχουσα, κατά την αποχώρησή της, συμπληρώσει πραγματική υπηρεσία 29 σχεδόν ετών από την αρχική τοποθέτησή της στην Τράπεζα. Έκρινε δε το Εφετείο ότι έτσι, με την οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας, πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση που υπήρχε στη σύμβαση εργασίας της, η οποία, μετά ταύτα, κατέστη εξ υπαρχής αορίστου χρόνου και ότι η ενάγουσα, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων του άρθρου 8 εδ. α' του ν. 3198/1955, δικαιούται να λάβει την προβλεπόμενη από το άρθρο αυτό αποζημίωση, αφού, κατά το άρθρο 32 του Κανονισμού Εργασίας του Προσωπικού της εναγομένης, στις διατάξεις του οποίου είχε προσχωρήσει η ενάγουσα, προβλέπεται συγκατάθεση της Τράπεζας εκ των προτέρων, για την περίπτωση πρόωρης οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού από την υπηρεσία της. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου (με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες), τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 202 και 669 του Α.Κ., αλλά ούτε και καμία άλλη διάταξη, γι' αυτό και οι περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αριθμ. 19 και 1 Κ.Πολ.Δ., πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 281 του Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, έτσι ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες, να μη δικαιολογείται κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Στην προκείμενη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε τον σχετικό λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας, με τον οποίο επανέφερε ενώπιον αυτού την και πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης, επικαλούμενη (η αναιρεσείουσα) για την θεμελίωση της ενστάσεώς της αυτής: Ότι η αναιρεσίβλητη αποχώρησε οικειοθελώς από την Τράπεζα, αφού έλαβε και το ποσό των 20.000 ευρώ, οπότε ρητά δήλωσε εγγράφως ότι δεν έχει, ούτε διατηρεί κατά της Τράπεζας οποιαδήποτε αξίωση από την εργασία της σ' αυτήν, ούτε για τυχόν αποζημίωση, λόγω της αποχωρήσεώς της, και ότι έτσι, σε κάθε περίπτωση, η αξίωσή της για αποζημίωση εκ του άρθρου 8 του ν. 3198/1955 και μάλιστα για ποσό μεγαλύτερο των 15.000 ευρώ, υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 Α.Κ. Τα παραπάνω επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα πραγματικά περιστατικά, είναι ανεπαρκή για να καταστήσουν την άσκηση του ένδικου δικαιώματος της αναιρεσίβλητης προφανώς αντίθετη προς την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, καθόσον η αξίωση καταβολής της προβλεπόμενης από το άρθρο 8 του ν. 3198/1955 αποζημιώσεως, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, είναι δικαίωμα του εργαζομένου που δημιουργεί αντίστοιχη υποχρέωση του εργοδότη, το οποίο (δικαίωμα) δεν μπορεί να καταλυθεί ούτε με παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα του αυτό. Επομένως και το Εφετείο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., γι' αυτό και ο τρίτος, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 14 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, άλλως απορρίπτεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η έλλειψη των παραπάνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 του Α.Κ., που ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ενστάσεως εξοφλήσεως είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Η ένσταση αυτή, με περιεχόμενο τη σχετική δήλωση του εναγομένου, καθώς και την επίκληση από αυτόν έγγραφης αποδείξεως του μισθωτού περί του ότι πληρώθηκε όλες τις απαιτήσεις του, χωρίς να αναφέρονται αναλυτικά και τα επί μέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία, είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το καταβληθέν συνολικό ποσό. Εκτός και αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, οπότε είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος ως προς το αν η καταβολή ήταν πλήρης και επέφερε απόσβεση του σχετικού χρέους. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) προκύπτει ότι η εναγομένη (αναιρεσείουσα), προς απόκρουση της ένδικης αγωγής της αναιρεσίβλητης, που είχε ως αίτημα την επιδίκαση της εκ του άρθρου 8 εδ. α' του ν. 3198/1955 αποζημιώσεως, προέβαλε παραδεκτώς, πρωτοδίκως και κατ' έφεση, επικουρικά τον ισχυρισμό ότι, σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι η ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) εδικαιούτο να λάβει, την επίδικη αποζημίωση, το δικαίωμά της αυτό έχει καταλυθεί ολοσχερώς και οπωσδήποτε εν μέρει, με την εκ μέρους αυτής (εναγομένης) καταβολή προς την ενάγουσα, κατά την αποχώρησή της από την υπηρεσία της, του ποσού των 20.000 ευρώ, με το οποίο, όπως δηλώθηκε ρητώς στην από 17.12.2008 "Λύση συμβάσεως εργασίας", που υπογράφηκε μεταξύ τους, "καλύπτεται οποιαδήποτε αξίωση της εργαζομένης από τη μέχρι την 1.1.2009 λειτουργία της συμβάσεως εργασίας της, απορρέουσα εκ μισθών, δώρων, αδειών, επιδομάτων αδειών, αμοιβών και εν γένει παροχών και εξ οιασδήποτε, προβλεπόμενης εκ του νόμου ή και εξ άλλης αιτίας, αποζημιώσεως, καθώς και οποιαδήποτε αξίωσή της εξ οιασδήποτε τυχόν άλλης αμειβομένης σχέσεώς της με την Τράπεζα ή υπηρεσίας εν γένει και από την, κατά τα ως άνω, λύση της συμβάσεως εργασίας της". Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο ισχυρισμός αυτός (ένσταση εξοφλήσεως) είναι ορισμένος και νόμιμος (άρθρο 416 Α.Κ.), ενόψει του ότι με την ένδικη αγωγή ασκείται μία και μόνη αξίωση. Το Εφετείο, παρά ταύτα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την προβληθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση (ολοσχερούς και οπωσδήποτε μερικής) εξοφλήσεως, με την αιτιολογία ότι είναι αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη, διότι δεν αναφέρεται η αιτία καταβολής του συγκεκριμένου ποσού (20.000 ευρώ). Κρίνοντας όμως έτσι το Εφετείο, παρά το νόμο απέρριψε την ένσταση (ολοσχερούς και οπωσδήποτε μερικής) εξοφλήσεως ως αόριστη και εντεύθεν απαράδεκτη και, συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο τέταρτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια αυτή. Ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, υπό τα αυτά ως άνω περιστατικά, προβάλλεται η εκ του άρθρου 559 αριθμ. 8 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, είναι αβάσιμος, διότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του τον παραπάνω ισχυρισμό και τον απέρριψε. Ο έκτος (τελευταίος) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί πλημμέλεια της εφετειακής αποφάσεως εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο με επαρκή και σαφή αιτιολογία απέρριψε ως μη νόμιμο τον ισχυρισμό της εναγομένης (αναιρεσείουσας), ότι είχε δημιουργηθεί επιχειρησιακή συνήθεια στη Τράπεζα οι αποχωρούντες από την υπηρεσία της υπάλληλοι λόγω συνταξιοδοτήσεως να αρκούνται στην εφάπαξ παροχή του οικείου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης, για να μην επιβαρύνεται η Τράπεζα με την αποζημίωση του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, δεχθέν (το Εφετείο) ότι ακόμη και αν είχε διαμορφωθεί τέτοια επιχειρησιακή συνήθεια στην Τράπεζα, η συνήθεια αυτή δεν θα μπορούσε να αποκλείσει την εφαρμογή του άρθρου 8 εδ. α' του ν. 3198/1955, αλλά μόνο να τη συμπληρώσει ευνοϊκώς υπέρ των εργαζομένων. Πρέπει, λοιπόν, κατά παραδοχή ως βάσιμου του τέταρτου λόγου της αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθμ. 14 του Κ.Πολ.Δ., να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο κατά το μέρος της που αναφέρεται στην απόρριψη της ως άνω ενστάσεως εξοφλήσεως. Ακολούθως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκασή της, κατά το αναιρούμενο μέρος, στο ίδιο Εφετείο (Αθηνών), το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 65 παρ. 1 του ν. 4139/2013. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, λόγω της μερικής μόνο αποδοχής της αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρα 178 παρ. 1 και 183 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ορίζεται στο διατακτικό. (Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3845/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της, και παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως την υπόθεση).