Πρόσθετες αμοιβές που υπόκεινται στην δυνατότητα - ή μη - της μονομερούς καταργήσεώς τους, κατά τον Ν. 4046/2012 και την ΠΥΣ 6/2012 (Με αφορμή την υπ' αριθ. 797/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδος) Απ. Μετζητάκου πρ. Δ/ντού Υπ. Εργασίας και πρ. Αντιπροέδρου ΟΑΕΔ Περιεχόμενα Έννοια, είδη, προϋποθέσεις και αιτίες χορηγήσεως των προσθέτων αμοιβών - Πρόσθετες αμοιβές "κανονιστικού" χαρακτήρος ή "ενοχικές" ενδοτικού δικαίου - Πρόσθετες αμοιβές ως όροι Σ.Σ.Ε. ή ως προϊόν ατομικών συμφωνιών, ή ως διατάξεις των εσωτερικών κανονισμών εργασίας - Πρόσθετες αμοιβές χορηγούμενες με αποφάσεις των διοικήσεων των επιχειρήσεων (οικειοθελείς) με την ρητή ή όχι επιφύλαξη της οποτεδήποτε ανακλήσεώς τους - Πρόσθετες αμοιβές χορηγούμενες στα πλαίσια "επιχειρηματικής συνήθειας" ή καθορισθείσες με "πρακτικά συμφωνιών" - Διάκριση των προσθέτων αμοιβών σε "χρήμα" ή σε "είδος" - Ο τρόπος αποτιμήσεως σε χρήμα των παροχών σε είδος με βάση την αγοραστική αξία - Οι "θεσμικού" χαρακτήρος πρόσθετες αμοιβές και το ανεπίτρεπτο μονομερούς καταργήσεώς τους - Πότε είναι επιτρεπτή η μονομερής κατάργηση των προσθέτων αμοιβών σύμφωνα με τον Ν. 4046/2012 - Η αγώγιμη αξίωση επιστροφής της, μονομερούς, καταργηθείσης παροχής, πρέπει να είναι σαφής και οι χρηματικές απαιτήσεις να καθορίζονται επακριβώς ώστε να μη καταλείπεται αμφιβολία ως προς το ύψος των αξιώσεων - Η παράλειψη των ως άνω στοιχείων οδηγεί στην αυτεπάγγελτη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης κ.λπ. Ι Μια εταιρεία, κατέβαλε στο προσωπικό της πρόσθετες αμοιβές, πέραν των νομίμων ή συμβατικών αποδοχών, στα πλαίσια ισχύος των δεσμευτικών διατάξεων (όρων) που συνήψε κατά καιρούς με τους εργαζομένους, μέσω της οικείας συνδικαλιστικής οργανώσεως της επιχειρήσεως, ή καθιέρωσε μονομερώς με αποφάσεις της διοικήσεώς της. Μάλιστα για ορισμένες ειδικότητες εργαζομένων συγκεκριμένων θέσεων, ή Τμημάτων ή Τομέων της επιχειρήσεως, καθιερώθηκε, ή συμφωνήθηκε η καταβολή προσθέτων ειδικών παροχών με στόχο είτε την μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγής είτε την αντιστάθμιση των επιβλαβών επιπτώσεων στην υγεία των εργαζομένων που προκαλούνται από την φύση της εργασίας και την ύπαρξη αναθυμιάσεων λόγω των επικίνδυνων υλικών. Έτσι, στην σύνθεση των καταβαλλομένων αποδοχών, συμπεριλαμβάνοντο, κατ' αρχήν, οι "νόμιμες" αμοιβές, δηλαδή εκείνες που προέβλεπε η δεσμεύουσα την εταιρεία "επιχειρησιακή" Σ.Σ.Ε. ή η ομοίας εκτάσεως ισχύος διαιτητική απόφαση προς δε, και οι πρόσθετες αμοιβές, άλλες εκ των οποίων ήσαν προϊόν συμφωνίας μεταξύ της εργοδότιδος και του προαναφερθέντος επαγγελματικού σωματείου και άλλες ως "οικειοθελείς" ή "εξ ελευθεριότητος" καθιερωθείσες μονομερώς με την επιφύλαξη, ή μη της Εταιρείας για την οποτεδήποτε ανάκληση ή τροποποίηση, ή και διακοπή τους κατά την ανέλεγκτη κρίση αυτής. Οι πρόσθετες αμοιβές εδίδοντο στους δικαιούχους είτε "σε χρήμα" είτε "σε είδος" υπό τις προϋποθέσεις που είχαν συμφωνηθεί ή αποφασισθεί, ενώ παραλλήλως προσδιοριζόταν, όχι μόνο ο "τίτλος" (ονομασία) της αμοιβής ή ο κύκλος των δικαιούχων προσώπων με βάση την ιδιότητα, ή την ειδικότητα, ή την θέση εργασίας κ.λπ., αλλά και το ύψος (ποσό) της πρόσθετης αμοιβής. Στα πλαίσια του παραπάνω συστήματος - που δύναται να χαρακτηρισθεί και ως "επιχειρησιακή συνήθεια" λόγω της μακροχρόνιας και ομοιόμορφης εφαρμογής του - καθιερώθησαν μεταξύ άλλων: α) το πριμ "παραγωγικότητος" με στόχο την μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγής και την αποδοτικότητα του εργαζομένου. β) Το πριμ "παρουσίας" με στόχο προφανώς την συνεπή και έγκαιρη προσέλευση ή αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία. γ) Την παροχή "γάλακτος" σε εργαζόμενους ορισμένων Τμημάτων ή θέσεων της επιχειρήσεως με στόχο την αντιστάθμιση των επιβλαβών συνεπειών και επιπτώσεων της υγείας των εργαζομένων στους ορισθέντες χώρους εργασίας. Πρόκειται περί παροχής σε "είδος" είτε όταν αυτή δίδεται αυτούσια, είτε όταν αποτιμάται σε "χρήμα". Συνήθως, η αποτίμηση της παροχής σε "είδος" γίνεται με βάση την αξία την οποία έχει η παροχή αυτή για τον εργαζόμενο, δηλαδή το τίμημα που θα καταβάλλει ο πολίτης στην ελεύθερη αγορά για να προμηθευθεί το είδος. Για την πληρότητα της ενημερώσεως ανάγκη να διευκρινισθεί ότι, στην κατηγορία των παροχών "σε είδος" ανήκουν και οι τοιαύτες "τροφής" "στολής" "υποδημάτων" και εν γένει ενδυμασίας, καθώς και η παροχή δικαιώματος "οικήσεως" χρηματικού επιδόματος "ενοικίου" η παραχώρηση "χρήσεως αυτοκινήτου" εφόσον αποτελεί αντάλλαγμα της εργασίας και γενικά όλες εκείνες οι παροχές που έχουν κοινωνικό χαρακτήρα και τις οποίες ο κανονισμός του ΙΚΑ τις χαρακτηρίζει ως μισθό. Υπόψει επίσης, ότι οι παροχές σε "είδος" αποτελούν φορολογητέα ύλη το περιεχόμενο της οποίας ρυθμίσθηκε τελευταίως με τον Ν. 4172/2013, άρθρο 13. Ενδεχομένως η, υπό κρίση Εταιρεία να χορηγούσε στο προσωπικό της και άλλες πρόσθετες αμοιβές που συνηθίζεται να δίδονται σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων ως "οικονομικά κίνητρα" με διαφόρους χαρακτηρισμούς, ήτοι υπό την μορφή "bonus" διατακτικών "κουπονιών" "εξόδων κινήσεως" οδοιπορικών κ.λπ., πλην όμως στην παρούσα μελέτη θα περιορισθούμε αναφερόμενοι στις πρόσθετες αμοιβές του επιδόματος "παραγωγικότητος" (μηχανουργείου) και "γάλακτος" που αποτέλεσαν το αντικείμενο της ένδικης εργατικής διαφοράς, ύστερα από την "μονομερή" εκ μέρους της εργοδότιδος διακοπή καταβολής τους, και η οποία διένεξη κατέληξε στην κρίση των δικαστηρίων επί της οποίας εξεδόθη η υπ' αριθ. 797/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλκίδος. ΙΙ Από τα στοιχεία της δικογραφίας και του περιεχομένου της προαναφερθείσης δικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, οι εργασιακές σχέσεις του προσωπικού της Εταιρείας, διέπονται από το σύμπλεγμα διατάξεων που προβλέπονται από: α) την εκάστοτε ισχύουσα επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. ή διαιτητική απόφαση που συνάπτουν τα προαναφερθέντα μέρη (εταιρεία και σωματείο). β) Τον εσωτερικό κανονισμό εργασίας του προσωπικού της εταιρείας. γ) Τα συναφθέντα κατά καιρούς μεταξύ των ιδίων ως άνω φορέων "πρακτικών συμφωνίας". δ) Τις μονομερείς αποφάσεις της διοικήσεως της Εταιρείας, εγκύκλιες διαταγές και οδηγίες της εργοδότιδος. ε) Την διαμορφωθείσα μακρόχρονη και ομοιόμορφη επιχειρησιακή συνήθεια και στ) Τις λοιπές άτυπες συμφωνίες οι οποίες δεν περιεβλήθησαν τον τύπο τυπικής νομικής δεσμεύσεως των μερών, αλλά παρέμειναν ως ζητήματα "θεσμικού" χαρακτήρος, κοινωνικού μάλλον περιεχομένου, ήτοι ως μέτρα "προνοίας" της Εταιρείας έναντι του προσωπικού της. Κάθε κατηγορία διατάξεων ή απλών ενοχικών συμφωνιών από τις προεκτεθείσες, έχει το δικό της ιδιαίτερο περιεχόμενο και συνεπώς διαφορετικά ερμηνεύεται, αντιμετωπίζεται και εφαρμόζεται στα πλαίσια του ισχύοντος δικαίου. Ειδικότερα, η ιδιορρυθμία της Σ.Σ.Ε. ή της διαιτητικής αποφάσεως με τις οποίες καθορίζονται οι όροι αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων, διακρίνεται έναντι των άλλων ως άνω περιπτώσεων, για την "κανονιστική της λειτουργία" με την έννοια ότι, οι όροι αυτών επιδρούν άμεσα και αναγκαστικά επί των ατομικών σχέσεων. Κάθε αντίθετη συμφωνία προς το χειρότερο είναι άκυρη, προς δε άκυρη είναι και η παραίτηση του μισθωτού από δικαιώματα που προέρχονται από τις παραπάνω ρυθμίσεις. Εν συμπεράσματι, οι "κανονιστικοί" όροι των Σ.Σ.Ε. αποτελούν κανόνες δικαίου, ήτοι νόμους υπό ουσιαστική έννοια. Αντιθέτως τα "πρακτικά συμφωνιών" και γενικά οι απλές συμφωνίες μεταξύ των μερών, στερούνται της "κανονιστικής λειτουργίας" και ισχύουν ως απλές ενοχικές ενδοτικού δικαίου συμφωνίες, οι όροι των οποίων δύναται ανά πάσα στιγμή να τροποποιηθούν, όχι όμως μονομερώς, παρά μόνο με τον ίδιο τρόπο που καταρτίσθηκαν. Εκτός βέβαια αν οι συμφωνίες αυτές, περιεβλήθησαν τον τύπο Σ.Σ.Ε., οπότε διατηρούν και αυτές τον προαναφερθέντα "κανονιστικό" χαρακτήρα τους. Οι "εξ ελευθεριότητος" παροχές (οικειοθελείς) οι οποίες είναι προϊόν της μονομερούς βουλήσεως του εργοδότου, δεν απολαμβάνουν της αναγκαστικής και άμεσης προστασίας εφαρμογής τους, ιδίως όταν διατυπώθηκε εξ αρχής η καθ' οιονδήποτε χρόνο διακοπή τους. Η συνέχιση καταβολής των ως άνω παροχών έστω και επί μακρό χρονικό διάστημα δεν μπορεί να αντιταχθεί στην αρχική επιφύλαξη του εργοδότου για την οποτεδήποτε μεταβολή ή κατάργησή τους. Εκτός αν δεν διατυπώθηκε εγκαίρως τοιαύτη επιφύλαξη, οπότε λειτουργούν ως συμβατικοί όροι στα πλαίσια μιας επιχειρησιακής συνήθειας ή ως όροι "θεσμικού" χαρακτήρος, η τυχόν προσβολή των οποίων επιφέρει τις επιπτώσεις της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Τέλος, πρόσθετες αμοιβές και οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους είναι δυνατόν να προβλέπονται και από τους εσωτερικούς κανονισμούς εργασίας. Η κατάρτιση των παραπάνω κανονισμών γίνεται σύμφωνα: α) Με τις διατάξεις του Ν.Δ. 3789/57 (άρθρ. 1, παρ. 1) ή β) Με επιχειρησιακή Σ.Σ.Ε. του Ν. 1876/90 ή γ) Με κοινή απόφαση του Συμβουλίου Εργαζομένων και του εργοδότη, κατά τα ειδικότερα που ορίζουν οι συνδυασμένες διατάξεις του Ν. 1767/88, άρθρ. 12, παρ. 4, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2224/94. Οι κανονισμοί του Ν.Δ. 3789/57, έχουν κατά την νομολογία "συμβατικό" χαρακτήρα, δηλαδή ισχύ συμβάσεως (Α.Π. 1025/90, Α.Π. 1369/87, Α.Π. 1099/87, Α.Π. 398/87, Α.Π. 419/86, Α.Π. 301/86). Όμως στην θεωρία έχει επικρατήσει από παλαιότερα αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή έχουν "κανονιστική" ισχύ, με την έννοια ότι αποτελούν κανόνες δικαίου με άμεση και αναγκαστική ενέργεια, ώστε να επιβάλλεται, ενιαία τάξη ομοιομορφία και ίση μεταχείριση στον χώρο της επιχειρήσεως. Φαίνεται ότι ο Ν. 1767/88 υιοθέτησε τις απόψεις της θεωρίας και προσέδωσε στις διατάξεις του κανονισμού "κανονιστική ισχύ". Βέβαια η "κανονιστική ενέργεια" δεν βρίσκει έδαφος εφαρμογής στους κανονισμούς που καταρτίσθηκαν στα πλαίσια ισχύος του Ν.Δ. 3789/57, με συνέπεια οι κανονισμοί αυτοί να θεωρούνται ότι έχουν "συμβατικό" χαρακτήρα και όχι "κανονιστικό". Εάν λοιπόν ο εσωτερικός κανονισμός της υποκειμένης Εταιρείας έχει καταρτισθεί σύμφωνα με το Ν.Δ. 3789/57, τότε οι διατάξεις αυτού έχουν συμβατικό χαρακτήρα. Τα όσα εξετέθησαν ανωτέρω στοχεύουν στο να διευκρινισθεί ποίες εκ των προαναφερθεισών προσθέτων αμοιβών που κατέβαλε η Εταιρεία, έχουν "συμβατικό" χαρακτήρα η κατάργηση των οποίων μονομερώς είναι ανεπίτρεπτη και ποίες διακρίνονται για τον "κανονιστικό" χαρακτηρισμό τους, ώστε να υπόκεινται στην μονομερή κατάργησή τους που επέβαλαν οι διατάξεις του Ν. 4046/2012 και η υπ' αριθ. 6/2012 ΠΥΣ. ΙΙΙ Όπως είναι γνωστό με τις διατάξεις των προαναφερομένων νομοθετημάτων 4046/2012 και της 6/2012 ΠΥΣ, παρασχέθηκε δυνατότης μονομερούς μειώσεως των αποδοχών των εργαζομένων με το εισαχθέν στο δίκαιό μας ιδιόμορφο σύστημα της "μετενέργειας" των κανονιστικών όρων της Σ.Σ.Ε. ή της διαιτητικής αποφάσεως που έληξε ή καταγγέλθηκε (άρθρο 2 παρ. 4 της ΠΥΣ). Η ιδιορρυθμία του νεοπαγούς αυτού συστήματος (που επαναφέρθηκε σε ισχύ με τον πρόσφατο Ν. 4336/2015 ύστερα από την προσωρινή ανατροπή του με τον Ν. 4331/2015) συνίσταται, αφενός στην συρρίκνωση του χρόνου παρατάσεως ισχύος των κανονιστικών όρων της λυθείσης Σ.Σ.Ε. από 6 σε 3 μήνες και αφ' ετέρου στον διαχωρισμό των κανονιστικών όρων της λυθείσης ρυθμίσεως (Σ.Σ.Ε.), μετά την παρέλευση του τριμήνου -ήτοι κατά την ανάπτυξη της "μετενεργείας"- σε δύο κατηγορίες: Στην πρώτη κατηγορία ο νομοθέτης ενέταξε τους όρους που αφορούν τον βασικό μισθό ή το ημερομίσθιο, προς δε και τα 4 επιδόματα ήτοι: "ωριμάνσεως" (προϋπηρεσίας), "τέκνων" "σπουδών" και "επικινδύνου εργασίας" οι όροι των οποίων εξακολουθούν να ισχύουν με μειωμένη ενδοτικού δικαίου αντιμετώπιση, υποκείμενοι συνεπώς σε τροποποίηση κατόπιν, όμως, προηγουμένης συμφωνίας των μερών. Στην δεύτερη κατηγορία ενετάχθησαν όλοι οι λοιποί κανονιστικοί όροι της λυθείσης Σ.Σ.Ε. για την περαιτέρω τύχη των οποίων παρασχέθηκε η δυνατότης οριστικής ή μη, καταργήσεώς τους, χωρίς να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του εργαζομένου, ήτοι δικαίωμα μονομερούς μειώσεως των αποδοχών. Κατά συνέπεια η δυνατότης μονομερούς μειώσεως των αποδοχών σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, αφορούν μόνο εκείνα τα τμήματα των αποδοχών που προεβλέπεντο από την λυθείσα Σ.Σ.Ε. και ως εκ τούτου εντάσσονται στην κανονιστική ισχύ και λειτουργία της ρυθμίσεως, με τον χαρακτηρισμό τους ως "κανονιστικών" όρων και όχι ως "συμβατικών" (ενοχικών). Γεγονός που σημαίνει ότι από την σύνθεση των αποδοχών του μισθωτού που προέρχεται από πολλές πηγές (Σ.Σ.Ε., κανονισμούς, συμφωνίες, οικειοθελείς παροχές κ.λπ.), το δικαίωμα μονομερούς καταργήσεως ή τροποποιήσεως, ασκείται μόνο επί των αμοιβών και των λοιπών όρων εργασίας που προέβλεπε η λυθείσα Σ.Σ.Ε. Οποιαδήποτε άλλη μονομερής επέμβαση σε αμοιβές που προέκυψαν από άλλες πηγές, με ειδικούς χαρακτηρισμούς ή αιτίες χορηγήσεώς τους, είναι ανεπίτρεπτη. Η μεταβολή ή η κατάργηση των εκτός Σ.Σ.Ε. αμοιβών μπορεί να γίνει κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θεσπίσθηκαν, συμφωνήθηκαν και καταρτίσθηκαν. Εν συμπεράσματι, οι διατάξεις περί μετενεργείας των οικείων ως άνω νομοθετημάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την Σ.Σ.Ε. ή την διαιτητική απόφαση και όχι με άλλη ρυθμιστική πηγή δικαίου. IV Με βάση τα νομοθετικά ως άνω δεδομένα, ενισχυμένα μάλιστα και από τα, κατά καιρούς νομολογηθέντα καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: α) Δυνατότης μονομερούς μειώσεως των αποδοχών των εργαζομένων χωρίς την σύμφωνη γνώμη αυτών ήταν και εξακολουθεί να είναι επιτρεπτή κατά την ανάπτυξη της μετενέργειας, ήτοι μετά την παρέλευση τριμήνου από την λήξη της Σ.Σ.Ε. ή της διαιτητικής αποφάσεως. β) Η δυνατότης μονομερούς μειώσεως των αποδοχών αφορά όλες τις αμοιβές και λοιπούς όρους εργασίας της λυθείσης Σ.Σ.Ε. πλην του βασικού μισθού ημερομισθίου και των προαναφερθέντων τεσσάρων επιδομάτων των οποίων η μεταβολή είναι επιτρεπτή μόνο με συμφωνία των μερών. γ) Αποδοχές και λοιποί όροι εργασίας που καθορίσθηκαν με συμφωνίες των μερών, δεν υπόκεινται στο καθεστώς του Ν. 4046/2012 και της υπ' αριθ. 6/2012 ΠΥΣ καθόσον στερούνται του "κανονιστικού" χαρακτήρος κατά την προεκτεθείσα έννοια. Εκτός αν οι αμοιβές αυτές -πέραν της απλής ενοχικής συμφωνίας τους- αποτέλεσαν και περιεχόμενο των επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε. που συνάπτονται μεταξύ των εργοδότιδος και του οικείου σωματείου. δ) Επίσης δεν υπάγονται στο προαναφερθέν νομοθετικό καθεστώς, οικειοθελείς ή εξ ελευθεριότητος παροχές, έστω και αν αυτές εδίδοντο χωρίς την αρχική επιφύλαξη της εργοδότιδος για την οποτεδήποτε κατάργηση ή τροποποίησή τους. Οίκοθεν νοείται ότι αν δηλώθηκε τοιαύτη επιφύλαξη, τότε νομιμοποιείται η οποτεδήποτε διακοπή τους. ε) Τυχόν πρόσθετες αμοιβές οι οποίες προβλέπονται από τον εσωτερικό κανονισμό της Εταιρείας, ο οποίος δεν περιεβλήθη τον τύπο Σ.Σ.Ε. και συνεπώς έχει "συμβατικό" και όχι "κανονιστικό" χαρακτήρα (ισχύ), δεν δύνανται και αυτές να περικοπούν μονομερώς ιδίως όταν οι αμοιβές αυτές εδίδοντο επί μακρό χρονικό διάστημα - στα πλαίσια μιας στρατηγικής - πολιτικής της επιχειρήσεως, ώστε να έχει δημιουργηθεί κοινή συνείδηση ότι θα εξακολουθήσουν να καταβάλλονται και στο μέλλον. Ερευνητέον συνεπώς τυγχάνει, αν οι διεκδικούμενες από τους εργαζομένους της υποκειμένης Εταιρείας, πρόσθετες παροχές τόσο του επιδόματος (πριμ) "μηχανουργείου" όσο και της εις είδος παροχής "γάλακτος" - τις οποίες μονομερώς περιέκοψε η επιχείρηση - υπήρξαν προϊόν συμφωνίας, είτε σε "ατομικό" είτε σε "συλλογικό" επίπεδο και κυρίως αν οι συμφωνίες αυτές παρέμειναν απλώς ως "ενοχικές" ή περιεβλήθησαν τον τύπο Σ.Σ.Ε. και ως εκ τούτου, φέρουν τον χαρακτήρα "κανονιστικού" όρου, υπαγομένων εντεύθεν στην ρύθμιση της υπ' αριθ. 6/2012 ΠΥΣ και του Ν. 4046/2012. Από την έρευνα του περιεχομένου των κατά καιρούς, διαδοχικών Σ.Σ.Ε. του προσωπικού της Εταιρείας, προκύπτει -σε ό,τι αφορά κατ' αρχήν το λεγόμενο "πριμ μηχανουργείου"- ότι τοιαύτη παροχή με την συγκεκριμένη ονομασία, ουδέποτε αποτέλεσε όρο Σ.Σ.Ε., εν αντιθέσει με άλλες συναφείς παροχές με ειδικούς τίτλους όπως π.χ. "πριμ βοηθών εργοδηγού" ή πριμ "βαθμού απόδοσης" ή πριμ "παρουσίας" ή πριμ "θέσεως" ή πριμ "παραγωγικότητος". Μάλιστα στα προαναφερθέντα κείμενα σαφώς ορίζεται η διατήρηση σε ισχύ όλων των διατάξεων και όρων των προηγουμένων Σ.Σ.Ε. ακόμη δε και των απλών διμερών συμφωνιών, προς δε και οι "εξ ελευθεριότητος" παροχές που εδίδοντο με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητος. Η μη αναφορά του συγκεκριμένου πριμ "μηχανουργείου" στα εκάστοτε ισχύοντα κείμενα των Σ.Σ.Ε. της Εταιρίας, εν αντιθέσει με τις λοιπές πρόσθετες αμοιβές προσδίδει στην εν λόγω παροχή τον "ενοχικό" χαρακτήρα της και όχι τον "κανονιστικό". Εκτός αν με "διασταλτική" ερμηνεία θα εθεωρείτο ότι το ειδικά καθοριζόμενο πριμ "παραγωγικότητος" καλύπτει και το αμφισβητούμενο πριμ μηχανουργείου. Πάντως η γραμματική ερμηνεία του ζητήματος αυτού, δεν οδηγεί σε τέτοιο συμπέρασμα. Αντιθέτως για την εις είδος παροχή "γάλακτος" ευθέως προβλέφθηκε στα κείμενα των διαδοχικών επιχειρησιακών Σ.Σ.Ε. η καθιέρωση χορηγήσεως της κατ' αρχήν για εργαζομένους ορισμένων θέσεων ή ειδικοτήτων ο κύκλος των οποίων στην συνέχεια διευρύνθηκε. Στην τελευταία ρύθμιση (Σ.Σ.Ε.) έτους 2013, η οποία μετά την λήξη της διανύει το στάδιο της αναγκαστικής παρατάσεως ισχύος των όρων της, επί ένα τρίμηνο, ουδεμία μνεία γίνεται περί του συνόλου των προσθέτων αμοιβών, αφού διά της συμβάσεως αυτής συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών η μείωση των μεικτών αποδοχών του προσωπικού, στα πλαίσια ισχύος των προαναφερθέντων νομοθετημάτων 4046/2012 και της ΠΥΣ 6/2012, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ των "τακτικών" αποδοχών και των πρόσθετων αμοιβών. V Το επιληφθέν επί της ανακυψάσης εργατικής διαφοράς, αρμόδιο Δικαστήριο (Ειρηνοδικείο Χαλκίδος) και ειδικότερα, επί της νομιμότητος ή μη της μονομερούς καταργήσεως των προαναφερθεισών προσθέτων αμοιβών έκρινε και απεφάνθη ως εξής: Εν πρώτοις, επί του ζητήματος του πριμ "μηχανουργείου" και της αξιώσεως των εναγόντων να υποχρεωθεί η εναγομένη Εταιρεία να καταβάλει τα σχετικά χρηματικά ποσά τα οποία παρανόμως δεν κατεβλήθησαν κ.λπ. η σχετική αγωγή απερρίφθη ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Η αοριστία της αγωγής εστιάσθηκε στο ότι, το εν λόγω πριμ δεν καθορίζεται με σαφήνεια και δεν προσδιορίζεται επί τη βάσει ενός σταθερού και συγκεκριμένου ποσού, αλλά αντί αυτού παρατίθεται ένα κατά μέσο όρο προσδιοριζόμενο ύψος στο οποίο αυτό ανέρχεται μηνιαίως και παράλληλα δεν γίνεται στην αγωγή ούτε επίκληση των στοιχείων εκείνων από τα οποία να προκύπτει ο τρόπος υπολογισμού του πριμ μηχανουργείου ανά μήνα με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη, τόσο η άμυνα της εναγομένης επί των σχετικών κονδυλιων όσο και η διερεύνησή τους από το δικαστήριο. Θα έπρεπε δηλαδή για το σαφές ορισμένο της αγωγής που αφορά χρηματικές απαιτήσεις, τα σχετικά κονδύλια που συγκροτούν αυτές να καθορίζονται σαφώς και επακριβώς, ώστε να μη καταλείπεται κάποια αμφιβολία ως προς το ύψος των αξιώσεων αυτών την επιδίκαση των οποίων επιδιώκουν οι ενάγοντες (Εφ. Αθ. 10576/87, Εφ. Αθ. 7345/86). Απαιτείται μάλιστα κατά την νομολογία όταν πρόκειται για περισσότερα κονδύλια, να γίνεται χωριστή μνεία για το καθένα με ειδική ονοματοδοσία του περιεχομένου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και το αντίστοιχο ποσό, το οποίο εμφανίζεται ως αίτημα, όπως όταν οι ενάγοντες δικαιούνται χωριστά αμοιβή για ορισμένο είδος εργασίας και μάλιστα σε ποσοστά σε μια σταθερή τιμή. Έτσι με την αυτεπάγγελτη απόρριψη της αγωγής ως αόριστης, το εκδόσαν την σχετική απόφαση Δικαστήριο (Ειρην. Χαλκίδος 797/2015), δεν υπεισήλθε στην ουσία του ζητήματος, δηλαδή να κρίνει αν το επίμαχο επίδομα (πριμ) ανήκει στον χώρο των "κανονιστικών" όρων της Σ.Σ.Ε. ή στον αντίστοιχο των "ενοχικών - συμβατικών" και κατ' ακολουθία να επιτρέπεται ή όχι η δυνατότης μονομερούς καταργήσεώς του, άνευ συμφωνίας των μερών. Σε ό,τι αφορά την παροχή "γάλακτος" η χορήγηση της οποίας ξεκίνησε από απλές συμφωνίες ενοχικού χαρακτήρος με δικαιούχους - αποδέκτες τους εργαζομένους ορισμένων θέσεων ή τμημάτων της επιχειρήσεως και στην συνέχεια συλλογικοποιήθηκε ως όρος στις διαδοχικές Σ.Σ.Ε. του προσωπικού της Εταιρείας, θα πρέπει να χαρακτηρισθεί σύμφωνα με τα όσα εξετέθησαν ανωτέρω, ως "κανονιστικού" περιεχομένου διάταξη, υποκείμενη στο προεκτεθέν καθεστώς του Ν. 4046/2012 και της οικείας ΠΥΣ 6/2012. Ωστόσο το δικαστήριο εδέχθη και υιοθέτησε την άποψη ότι η εν λόγω εις είδος παροχή γάλακτος φέρει τον χαρακτήρα όχι "κανονιστικού" όρου της Σ.Σ.Ε. αλλά πρόκειται περί "ιδιαίτερης αμοιβής" προς τον εργαζόμενο, οικειοθελώς καταβαλλομένης κατά τακτά χρονικά διαστήματα επί μακρό χρόνο που κατέληξε σε σιωπηρή συμφωνία, αποτελούσα πλέον "μισθό" ώστε να μη μπορεί πλέον να διακοπεί η καταβολή της όταν μάλιστα ο οικείος εργοδότης δεν εδήλωσε την επιφύλαξή του για την παύση της στο μέλλον. Έτσι, η οικειοθελής παροχή από την στιγμή που γίνεται αποδεκτή, δεν στηρίζεται πια στην μονομερή βούληση του εργοδότου αλλά στην σύμβαση, η οποία αν και καταρτίσθηκε αρχικώς σιωπηρώς, δεν δύναται να αναζητηθεί (διακοπεί). Άλλωστε κατά, τα κατά καιρούς, νομολογηθέντα και τα κρατούντα στην επιστήμη του εργατικού δικαίου, η καθιέρωση γεύματος στο προσωπικό μιας επιχειρήσεως που παρέχεται ως αντάλλαγμα της εργασίας και κυρίως παρέχεται σε αντιστάθμιση των επιβλαβών συνεπειών στην υγεία των εργαζομένων που προκαλούνται από την φύση της εργασίας ή της ειδικότητος ορισμένων μισθωτών δεν μπορεί να ανακληθεί ελεύθερα από τον εργοδότη. Ανάγκη να επισημανθεί και τούτο ότι δηλαδή οι προαναφερθείσες παροχές, είτε ως κοινωνικού χαρακτήρος, είτε ως "υποχρέωση προνοίας" του εργοδότου, έχουν ενταχθεί στον κύκλο των "θεσμικών όρων" της συμβάσεως και συνεπώς είναι ανεπίτρεπτη η μονομερής κατάργησή τους. Την παραπάνω άποψη, περί των θεσμικών όρων της συμβάσεως διατύπωσε και το Υπ. Εργασίας με τα, υπό ημερομηνία 2.5.2012 και 23.5.2012 έγγραφα της αρμοδίας Υπηρεσίας του, υποστηρίζοντας ότι "δεν θίγονται οι θεσμικοί όροι Σ.Σ.Ε. και διαιτητικών αποφάσεων και ότι σε περίπτωση αμφισβητήσεως αρμόδια να κρίνουν είναι τα πολιτικά δικαστήρια". Έτσι στα πλαίσια του προεκτεθέντος νομικού σκεπτικού, και των πραγματικών περιστατικών το Δικαστήριο έκρινε ότι, η από μέρους της Εταιρείας διακοπή της παροχής γάλακτος συνιστά ανεπίτρεπτη μονομερή μεταβολή των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων εξ ου και το δικαίωμα αποζημιώσεως των ανωτέρω για την χορήγησή της. VI Ανάλογες περιπτώσεις, ως η προεκτεθείσα, ανέκυψαν σε πλείστες όσες επιχειρήσεις - μεγάλου ή μικρού μεγέθους - μετά την θέση σε εφαρμογή της δυνατότητος "μονομερούς μειώσεως των αποδοχών των μισθωτών του Ν. 4046/2012 και της ΠΥΣ 6/2012. Ιδιαίτερα το φαινόμενο αυτό βρήκε απήχηση και επέφερε σύγχυση σε "μισθολογικά" συστήματα του προσωπικού Εταιρειών, οι οποίες καταβάλλουν στους εργαζομένους "μεικτές συνολικές αποδοχές" το ύψος των οποίων έχει σχηματισθεί με βάση πολλαπλές πηγές δικαίου (κανονιστικού ή απλώς συμβατικού - ενοχικού) χαρακτήρος, ή άλλως μη εξειδικευμένων ανάλογα με το είδος ή την φύση της εργασίας, ή την θέση, ή την σκοπιμότητα και την αιτία για την οποία έχουν δοθεί ή δίδονται. Ειδικότερα, στα προαναφερθέντα συστήματα αμοιβών (αποδοχών) έχει συσσωρευθεί ένα πολυσχιδές ποικίλο σύνολο αμοιβών τόσο ο βασικός μισθός ή τα ημερομίσθια προς δε και τα επιδόματα της λυθείσης Σ.Σ.Ε., όσο και οι πάσης φύσεως και είδους "πρόσθετες αμοιβές" των οποίων ο διαχωρισμός ή η διάκριση μεταξύ "νομίμων" ή "συμβατικών" αμοιβών γίνεται περισσότερο δυσχερής, όταν δεν έχει ανανεωθεί με νεώτερη, η λήξασα συλλογική ρύθμιση (Σ.Σ.Ε. ή διαιτητική απόφαση). Στις παραπάνω περιπτώσεις, τα μισθολογικά ζητήματα και οι λοιποί όροι εργασίας ρυθμίζονται με την σύναψη και την κατάρτιση ατομικών συμβάσεων εργασίας, οι οποίες στερούνται της προστασίας της "κανονιστικής λειτουργίας" της Σ.Σ.Ε. επιτρεπομένης συνεπώς της δυνατότητος μεταβολής (τροποποιήσεως) ή και καταργήσεώς τους, ιδίως όταν στις συμβάσεις αυτές έχει δηλωθεί η ρητή επιφύλαξη του εργοδότου για την οποτεδήποτε ανάκλησή τους.