Ηθική μείωση του μισθωτού και βλαπτική μεταβολή όρων Είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ' εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του μισθωτού του. Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής. Α.Π. 861/2015 Πρόεδρος: ο κ. Νικ. Λεοντής Εισηγητής: ο κ. Γεωρ. Αναστασάκος Δικηγόροι: οι κ.κ. Στυλ. Βλαστός - Δημητ. Μπόκοτας I. Από το συνδυασμό των άρθρων 648, 652, 656 και 349, 351 Α.Κ., 7 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι στον εργοδότη ανήκει το δικαίωμα να εξειδικεύει τις υποχρεώσεις του μισθωτού, και ειδικότερα να καθορίζει το είδος, τον τόπο, το χρόνο και τις άλλες συνθήκες παροχής της εργασίας του μισθωτού για την αρτιότερη οικονομοτεχνική οργάνωση της επιχειρήσεως προς επίτευξη των σκοπών της. Έχει, δηλονότι, ο εργοδότης, ως διευθυντής της εκμετάλλευσης, την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τα κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά για αυτή κριτήρια (Ολ. Α.Π. 25/2003). Δεν επιτρέπεται όμως κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., δηλαδή κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στο μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να απαιτήσει από τον εργοδότη να αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής. Είναι δε βλαπτική για τον εργαζόμενο η μεταβολή των εργασιακών όρων όχι μόνον όταν προκαλεί υλική ζημία, αλλά και όταν επιφέρει ηθική βλάβη, πράγμα που συμβαίνει, ενόψει και του κατ' εξοχήν προσωπικού χαρακτήρα της σχέσεως εργασίας, και στην περίπτωση συμπεριφοράς του εργοδότη (ή του προσώπου που τον αντιπροσωπεύει στην διεύθυνση της επιχειρήσεώς του) βάναυσης ή προσβλητικής της προσωπικότητας του εργαζομένου, προς την οποία ο εργοδότης οφείλει σεβασμό, μεταξύ άλλων και ως εκδήλωση της υποχρεώσεως πρόνοιας που υπέχει έναντι του μισθωτού του. Η ηθική ζημία του μισθωτού υφίσταται έστω και αν η ανοίκεια συμπεριφορά του εργοδότη δεν εκπορεύεται από δόλια προαίρεση του τελευταίου για βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή για εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε αποχώρηση από την υπηρεσία. Αρκεί το ότι η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε, κατά αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη, να μην είναι πλέον δυνατή η παροχή της εργασίας του μισθωτού με πνεύμα αμοιβαίας κατανοήσεως και συνεργασίας, ή επέφερε τέτοια ηθική μείωση στην προσωπικότητα του εργαζόμενου, ώστε η εξακολούθηση της εργασίας του στο χώρο επιχειρήσεως του εργοδότη να αποβαίνει αδύνατη ή εκτάκτως δυσχερής (Ολ. ΑΠ. 13/1987, Α.Π. 1138/2010). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 3 παρ. 1 και 2 του ν. 2112/1920, και 5 παρ. 1 και 3 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της υπαλληλικής εργασιακής σχέσεως είναι άκυρη, εάν ο εργοδότης, εκτός της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου, δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την οφειλόμενη αποζημίωση απολύσεως. Ως τέτοια θεωρείται η αποζημίωση, η οποία ορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2112/1920 ότι είναι κατά ποσό ίση προς το σύνολο των τακτικών αποδοχών που θα ελάμβανε ο εργαζόμενος κατά το χρόνο προ του οποίου έπρεπε να γίνει η καταγγελία και της οποίας ο υπολογισμός κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955 γίνεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα με καθεστώς πλήρους απασχολήσεως (εδ. α'). Εξάλλου με την ατομική σύμβαση εργασίας μπορεί να συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως από τον εργοδότη η αποζημίωση δεν θα υπολογίζεται μόνο με βάση το χρόνο υπηρεσίας του εργαζομένου σ' αυτόν, αλλά θα συνυπολογίζεται και η προϋπηρεσία του σε άλλον εργοδότη. Με τη διάταξη, όμως, του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β' του ν. 3198/1955 τίθεται, για όλους τους υπαλλήλους, γενικός περιορισμός κατά τον οποίο, αν οι εν λόγω μηνιαίες αποδοχές υπερβαίνουν το οκταπλάσιο του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό 30, τότε αυτές δεν λαμβάνονται υπόψη κατά το υπερβάλλον (άρθρο 5 παρ. 1 εδ. β' ν. 3198/1955). Η διάταξη αυτή αποσκοπεί στον περιορισμό της αποζημιώσεως - και όχι των αποδοχών - των υπαλλήλων που έχουν ιδιαίτερα μεγάλες μηνιαίες αποδοχές και δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 22 παρ. 1β και 106 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, αφού ισχύει για όλους τους υψηλόμισθους υπαλλήλους, η ανάπτυξη της προσωπικότητας των οποίων και η συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή της χώρας δεν παρεμποδίζεται ασφαλώς από το ότι θα λάβουν μειωμένη αναλογικά αποζημίωση, αν καταγγελθεί η σύμβασή τους. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι, ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο (Α.Π. 306/1999). Η διάταξη, όμως αυτή αφορά σε "ισχυρισμούς" και όχι σε νομικούς κανόνες όπως είναι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 5 παρ. εδ. β' του ν. 3198/1955, η επίκληση της οποίας μπορεί να γίνει το πρώτον και με την αίτηση αναιρέσεως, εφόσον η διάταξη αυτή ήταν εφαρμοστέα, με βάση τα γενόμενα δεκτά από την απόφαση περιστατικά, δηλαδή εφόσον προκύπτει από την απόφαση ότι η οφειλόμενη στον εργαζόμενο αποζημίωση υπερβαίνει τα τιθέμενα από την άνω διάταξη όρια (Α.Π. 227/2006). Στην ένδικη διαφορά, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα περιστατικά: Ο αναιρεσίβλητος-ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη-αναιρεσείουσα στις 3.6.1993, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως μηχανολόγος-μηχανικός (πτυχιούχος του Ε.Μ.Π.) στο εργοστάσιο της τελευταίας στα ... (κατασκευής χαλύβδινων σωλήνων) ως διευθυντής παραγωγής και συντήρησης. Με την ιδιότητά του δε αυτή παρείχε τις υπηρεσίες του μέχρι τις 26.5.2009. Κατά την ημερομηνία αυτή υπήρξε συνάντηση μεταξύ του αναιρεσιβλήτου και της Β. συζ. Μ.Μ., στην οποία είχε ανατεθεί (από το έτος 2007) η εποπτεία του εργοστασίου και ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας (Α.Ε.) της αναιρεσείουσας. Αντικείμενο της συνάντησης και της συζήτησης που ακολούθησε ήταν η λειτουργία του "ISO" των προϊόντων της επιχείρησης. Κατά τη συζήτηση ανέκυψε διαφωνία και η τελευταία απρόκλητα άρχιζε να τον εξυβρίζει με τις αναφερόμενες στην απόφαση φράσεις στη συνέχεια, δε, βιαιοπράγησε εναντίον του, προκαλώντας του σωματική βλάβη. Εξαιτίας δε του τραυματισμού του νόσησε και του χορηγήθηκε, από το Γενικό Νοσοκομείο Θηβών, άδεια ανικανότητας προς εργασία. Στη συνέχεια, έκρινε το Εφετείο ότι, ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες εκδηλώθηκε η συμπεριφορά του προαναφερθέντος προστηθέντος προσώπου της αναιρεσείουσας σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, αυτή υπήρξε βάναυση και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας, την οποία νόμιμα θεώρησε ο τελευταίος ως άτακτη καταγγελία, αφού έμμεσα, αλλά με σαφήνεια, δέχτηκε ότι η ταπεινωτική αυτή συμπεριφορά προς τον αναιρεσίβλητο, που έφτασε μέχρι προκλήσεως σωματικής βλάβης, επέφερε ηθική μείωση της προσωπικότητάς του και δημιούργησε τέτοιες συνθήκες, ώστε η συνέχιση της εργασίας του στο χώρο της επιχείρησης της αναιρεσείουσας κατέστη εκτάκτως δυσχερής. Τέλος δε, το Εφετείο απέρριψε και τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, ιδιαίτερα μετά τη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης (Σ.Κ.) στην Επιθεώρηση Εργασίας Θηβών, όπου κλήθηκαν οι διάδικοι για επίλυση της διαφοράς, ότι επιθυμεί τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης με τον αναιρεσίβλητο. Και τούτο γιατί, με βάση τα εκτιθέμενα πιο πάνω περιστατικά, δεν καθίσταται αδικαιολόγητη η άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, αφού άσκησε κατά τρόπο νόμιμο το δικαίωμά του, ούτε προέκυψε κακοβουλία από μέρους του προκειμένου να διακινδυνεύσουν τα συμφέροντα της επιχείρησης της αναιρεσείουσας. Με τις παραδοχές δε αυτές το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, που δέχτηκε τα ίδια, και στη συνέχεια, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, επιδίκασε στον ενάγοντα αναιρεσίβλητο: 1) αποζημίωση λόγω άτακτης καταγγελίας, με βάση τις μηνιαίες αποδοχές του τελευταίου μήνα (9.170,19 ευρώ) χωρίς να εφαρμόσει τον περιοριστικό κανόνα του άρθρου 5 παρ. 1 β' του ν. 3198/1955, που δεν επιτρέπει, κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης, την υπέρβαση του οκταπλάσιου του ημερομισθίου του ανειδικεύτου εργάτη, πολλαπλασιαζόμενο με τον αριθμό 30, και 2) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που προκλήθηκε στην προσωπικότητά του εξαιτίας της βιαιοπραγίας σε βάρος του. Έτσι που αποφάνθηκε το Εφετείο: Α) Διέλαβε, κατ' αρχήν, σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες, στις οποίες διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δικαιολογούν την, κατ' ορθή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ., κατ' ουσίαν απόρριψη της φερομένης να ερείδεται στο πιο πάνω άρθρο ενστάσεως της εναγομένης-αναιρεσείουσας, με άμεση δικονομική συνέπεια οι προβαλλόμενες με τον δεύτερο λόγο αναιρετικές αιτιάσεις, από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., να ελέγχονται ως αβάσιμες και συνεπώς απορριπτέες και Β) Παραβίασε, στη συνέχεια, την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 β' του ν. 3198/1955, η οποία ήταν εφαρμοστέα για τον υπολογισμό της αποζημίωσης. Και τούτο γιατί η διάταξη αυτή αφορά τη νομική αξιολόγηση της αγωγής, από την άποψη προσδιορισμού του ποσοτικού προσδιορισμού της οφειλομένης αποζημίωσης λόγω καταγγελίας, με βάση τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της αγωγής και θεμελιωτικά της φερόμενης προς διάγνωση αξιώσεως, με άμεση δικονομική συνέπεια να μην εμπίπτει, ως αναιρετικός λόγος, στο πεδίο εφαρμογής των περιορισμών που τίθενται στο άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ο οποίος επιτρεπτά προτείνεται, το πρώτον, κατά το στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας και πρέπει να γίνει δεκτός. [...] ΙΙΙ. Κατόπιν αυτών, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση 51/2014 του Εφετείου Ευβοίας, κατά το πληττόμενο αυτής κεφάλαιο που αναφέρεται στον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου, ο οποίος έγινε χωρίς να εφαρμοσθεί ο περιοριστικός κανόνας του άρθρου 5 παρ. 1 β' του ν. 3198/1955, και συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (Κ.Πολ.Δ. 178, 183).