Διευθύνων Σύμβουλος Α.Ε. και εξαρτημένη εργασία Ο Διευθύνων σύμβουλος Α.Ε. συνδέεται με σχέση εντολής με την εταιρεία. Αν για τις υπηρεσίες που προσφέρει λαμβάνει αμοιβή, η σχέση χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού λόγω της ιδιότητός του, ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική, με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο. - Δεν αποκλείεται το εν λόγω πρόσωπο να συνδέεται με την εταιρεία και με σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως στην περίπτωση που, μετά από έγκριση της γενικής συνέλευσης, απασχολείται για τις υποθέσεις της εταιρείας, πέρα από τα συνηθισμένα και από τον νόμο ή το καταστατικό καθορισμένα καθήκοντα του διευθύνοντος συμβούλου και η εργασία του παρέχεται σύμφωνα με τις οδηγίες και κάτω από τον έλεγχο της διοικήσεως της εταιρείας (Δ.Σ.), χωρίς βέβαια να αποκλείεται η εξάρτηση από την πρωτοβουλία που αναπτύσσει στην εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων του. - Για τον χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης επιλαμβάνεται το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη. Α.Π. 544/10 Πρόεδρος: ο κ. Μ. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥΔΗΣ Εισηγητής: ο κ. Δ. ΜΟΥΣΤΑΚΑΣ Δικηγόροι: οι κ.κ. ΣΠ. ΣΟΥΡΛΑΣ - Γ. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23α παρ. 2 και 24 παρ. 3 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/20 "περί ανωνύμων εταιρειών" 31 του Εμπ. Ν. 713, 648, 652 ΑΚ προκύπτει ότι ο διευθύνων σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας συνδέεται με σχέση εντολής με την εταιρεία. Αν για τις υπηρεσίες που προσφέρει λαμβάνει αμοιβή, η σχέση χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού, λόγω της ως άνω ιδιότητός του, ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική, με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η σχετική σύμβαση μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία και δεν έχουν επ' αυτής εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Όμως δεν αποκλείεται το εν λόγω πρόσωπο να συνδέεται με την εταιρεία και με σχέση εξαρτημένης εργασίας, όπως στην περίπτωση που, μετά από έγκριση της γενικής συνέλευσης, απασχολείται για τις υποθέσεις της εταιρείας, πέρα από τα συνηθισμένα και από τον νόμο ή το καταστατικό καθορισμένα καθήκοντα του διευθύνοντος συμβούλου, και η εργασία του παρέχεται σύμφωνα με τις οδηγίες και κάτω από τον έλεγχο της διοικήσεως της εταιρείας (Δ.Σ.), χωρίς βέβαια να αποκλείεται η εξάρτηση από την πρωτοβουλία που αναπτύσσει στην εκτέλεση των εργασιακών καθηκόντων του. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 Α.Κ. και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την Π.Υ.Σ. 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ.Ν.Α.Κ., προκύπτει ότι, για τον χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης, ο οποίος γίνεται από το δικαστήριο μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, απαιτείται όπως αυτός που την παρέχει τελεί κατά την εκτέλεσή της κάτω από τις οδηγίες και τον έλεγχο του εργοδότη, ο οποίος καθορίζει τον τόπο, τον χρόνο και την έκταση της παροχής, μέσα στα συμβατικά ή νόμιμα όρια, κατά τρόπο δεσμευτικό για τον μισθωτό, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να υπακούει και ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, και ειδικότερα αν αυτός που παρέχει την εργασία δεν υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον εργοδότη κατά την παραπάνω έννοια, τότε πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., παραβίαση του ουσιαστικού κανόνα δικαίου υπάρχει, όταν ο δικαστής α) προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από αυτή που έχει, β) εφάρμοσε μη εφαρμοστέο κανόνα, για τον οποίο δεν υπήρχαν οι προς τούτο πραγματικές προϋποθέσεις, και γ) παρέλειψε να εφαρμόσει εφαρμοστέο κανόνα, μολονότι συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του. Κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., εξάλλου, η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, όταν στο αιτιολογικό αυτής, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του, επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που δεν εφαρμόσθηκε, ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσελήφθη τον Ιανουάριο του 1989 από την εναγομένη ανώνυμη εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως υπάλληλος. Με την ιδιότητα αυτή εργάσθηκε ως το τέλος του έτους 1996 και στη συνέχεια από 1.1.1997 μέχρι την 1.2.2005, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς από την εναγομένη, εργάσθηκε σ' αυτήν ως λογιστής. Το 2001 συνταξιοδοτήθηκε ο πρόεδρος του Δ.Σ. και ο μέχρι τότε νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης Χ, που κατείχε στην πραγματικότητα το 100% των μετοχών αυτής, με αποτέλεσμα αυτός να μην έχει δικαίωμα κατοχής νόμιμης άδειας λειτουργίας της εναγομένης εταιρείας. Για τον λόγο αυτό ο Χ μεταβίβασε τυπικά στον ενάγοντα στις 30.6.2001 το 51% των μετοχών της εναγομένης, προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας στο όνομα του ενάγοντος, ο οποίος διέθετε το τυπικό προσόν κατά το π.δ. 340/1998 της άδειας λογιστή Α' τάξεως. Έκτοτε δε (2001) ο ενάγων εξελέγη στη θέση του Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της εναγομένης και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, ενώ ο Χ εξακολουθούσε να είναι πρόεδρος του Δ.Σ. της εναγομένης και αυτός που ουσιαστικά ασκούσε τη διοίκηση και διαχείριση της εταιρείας, της οποίας όμως ως νόμιμος εκπρόσωπος, υπογράφοντας όλα τα σχετικά έγγραφα, εμφανιζόταν ο ενάγων. Ο ενάγων ωστόσο εξακολουθούσε παράλληλα προς τα εκ του καταστατικού και του νόμου καθήκοντά του να εργάζεται στην εναγομένη και ως λογιστής, παρέχοντας και υπηρεσίες εξερχόμενες από τον κύκλο των καθηκόντων του, υπό τις δεσμευτικές εντολές και οδηγίες του Χ ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας του, με αποτέλεσμα να συνδέεται με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, για την οποία (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας), εφόσον προϋπήρχε του διορισμού του ως Διευθύνοντος Συμβούλου, δεν απαιτείται έγκριση με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Η κρίση του δικαστηρίου ότι ο ενάγων από το 2001 μέχρι 1.2.2005 τυπικά εμφανιζόταν ότι κατείχε το 51% των μετοχών της εναγομένης ενισχύεται και από την από 25.1.2005 εξουσιοδότηση του ενάγοντος προς τον Χ, με την οποία ο πρώτος (ενάγων) εξουσιοδοτεί τον δεύτερο να προβεί στην πώληση των 1.574 μετοχών του προς οποιονδήποτε τρίτο κατ' απόλυτη κρίση του με τίμημα που αυτός (Χ) θα συμφωνούσε ανά μετοχή, τρόπο πληρωμής και κάθε λεπτομέρεια της πωλήσεως, ο δε Χ θα εισπράξει και θα παρακρατήσει ως δικαιούχος το τίμημα της πωλήσεως των μετοχών. Με βάση την εν λόγω εξουσιοδότηση ο Χ πώλησε τις πιο πάνω μετοχές, των οποίων τυπικά εφέρετο ως κάτοχος ο ενάγων, προς τη σύζυγό του ... έναντι τιμήματος 46.196,90 ευρώ, καταβάλλοντας τον φόρο μεταβίβασης, χωρίς οποιαδήποτε ανάμειξη του ενάγοντος. Επίσης για την ύπαρξη υπαλληλικής σχέσης μεταξύ του ενάγοντος ως λογιστή και της εναγομένης ως εργοδότριας κατέθεσε τόσο ο μάρτυρας της εναγομένης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος ειδικότερα κατέθεσε "ξέρω ότι ήταν καλός υπάλληλος ο ενάγων", όσο και οι μάρτυρες του ενάγοντος που έχουν άμεση αντίληψη των καταθέσεών τους, ο μεν ... ως πρώην υπάλληλος της εναγομένης και αντιπρόεδρος επίσης του Δ.Σ. αυτής, ο δε ... ως συνεργάτης της εναγομένης-τακτικός ελεγκτής αυτής και των πελατών της κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1998 έως το 2005. Ενισχύεται δε η κρίση αυτή του δικαστηρίου από τις αποδείξεις πληρωμής του ενάγοντος ως λογιστή, το εκκαθαριστικό σημείωμα του 2001, την ασφάλισή του στο Ι.Κ.Α. από το 1989 με εργοδότρια την εναγομένη και τα αντίγραφα βεβαιώσεων ετήσιων αποδοχών των ετών 1995 έως και 2004. Με βάση τις παραδοχές αυτές και αφού δέχθηκε το Εφετείο ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την εναγομένη τέλος Ιανουαρίου 2005, επιδίκασε σ' εκείνον το συνολικό ποσόν των 7.970,80 ευρώ για μισθό Ιανουαρίου 2005, αναλογία δώρου Πάσχα, επιδόματος αδείας 2005. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της ύπαρξης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου και της αναιρεσείουσας, οι οποίες επιτρέπουν τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι και μετά την τοποθέτηση του αναιρεσιβλήτου στη θέση του Αντιπροέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της αναιρεσείουσας, εξακολούθησε παράλληλα να παρέχει τις εργασίες του σ' αυτήν ως λογιστής, δεν εξέρχονταν από τον κύκλο των καθηκόντων του ως διευθύνοντος συμβούλου, υποκείμενος στις δεσμευτικές εντολές και οδηγίες του Προέδρου του Δ.Σ. της αναιρεσείουσας Χ ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας του. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 Κ.Πολ.Δ., αντίστοιχα, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 118 περ. 4, 529 παρ. 1, 2 και 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι ο από την τελευταία διάταξη προνοούμενος λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, ιδρύεται και στην περίπτωση μη κήρυξης από το Εφετείο ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας της έφεσης, στο δικόγραφο της οποίας δε γίνεται μνεία ορισμένων λόγων. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 520, 522 και 534 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ως λόγος έφεσης, προσδιορίζεται επαρκώς με τη μνεία ότι το δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο διατακτικό, χωρίς να χρειάζεται για το ορισμένο του λόγου αυτού να εξειδικεύονται τα σχετικά με την εκτίμηση πράγματα, διότι το Εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, επανεκτιμά εξαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού. Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο μέρος του τρίτου λόγου αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι δεν απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της 2569/2006 απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου), με την οποία είχε απορριφθεί η ένδικη αγωγή του, γιατί με αυτήν προέβαλε ότι "κατά πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων" έκρινε το δικαστήριο ότι δεν συνδεόταν με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, χωρίς να αναφέρει στον λόγο της έφεσής του, για την πληρότητα αυτού, ποια εποπτεία και έλεγχο είχε η εργοδότης, πότε και πώς ασκείτο αυτή. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος, καθόσον, εφόσον στον λόγο της έφεσης υπήρχε αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ορθώς λήφθηκε υπόψη και κρίθηκε ορισμένος από το Εφετείο και δεν απορρίφθηκε το ένδικο αυτό μέσο ως αόριστο. Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, δεύτερο μέρος, από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ., μέμφεται το Εφετείο, γιατί δεν απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη λόγω μεταβολής της βάσης αυτής, την οποία έκανε ο αναιρεσίβλητος ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στο οποίο για πρώτη φορά υποστήριξε ότι, εκτός από αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της αναιρεσείουσας, παρέσχε και εργασία τόσο ως υπάλληλος λογιστής, όσο και ως αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως αόριστος, διότι στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός στον οποίο στηρίζεται ο λόγος αυτός, και για τον οποίο δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. εξαιρέσεις, προτάθηκε παραδεκτά στο Εφετείο από την εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. α' Κ.Πολ.Δ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τον νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο, δεύτερο μέρος της κρινόμενης αιτήσεως, προβάλλεται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και ειδικότερα δέχθηκε ότι στον ενάγοντα τυπικά είχε μεταβιβασθεί το 51% των μετοχών της αναιρεσείουσας από τον Χ, χωρίς κάτι τέτοιο να είχε προταθεί με την αγωγή, ενώ τις μετοχές ο ενάγων τις απέκτησε από τη μητέρα του Χ, καθώς και από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, που δεν προτάθηκαν ούτε ότι το 51% των μετοχών ο ενάγων κατείχε τυπικά και όχι ουσιαστικά. Ο λόγος αυτός, από τον αριθ. 8 περ. α' Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον τα ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν "πράγματα", κατά την έννοια του νόμου, αλλά επιχειρήματα, τα οποία το δικαστήριο στα πλαίσια της αποδεικτικής διαδικασίας επικαλέσθηκε προς θεμελίωση της κρίσης του, ήτοι ότι δηλαδή ο ενάγων συνδεόταν με την εναγομένη με σχέση εξαρτημένης εργασίας, γεγονός που αποτέλεσε την βάση της ένδικης αγωγής. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του Κ.Πολ.Δ., με την οποία ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά τον νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Στην υπόθεση που κρίνεται, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, πρώτο μέρος, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ως πλημμέλεια ότι το Εφετείο δέχθηκε "πράγματα" χωρίς απόδειξη, και ειδικότερα τα ανωτέρω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, ήτοι ότι στον ενάγοντα τυπικά μόνο είχε μεταβιβασθεί το 51% των μετοχών της αναιρεσείουσας, χωρίς το περιστατικό αυτό να αποτελέσει αντικείμενο απόδειξης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, στην παραδοχή (μεταξύ άλλων) του εν λόγω "πράγματος", που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνεται στην απόφαση, των επ' ακροατηρίω ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων, των αναφερομένων σ' αυτή ενόρκων βεβαιώσεων, καθώς επίσης και των εγγράφων, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 12 Κ.Πολ.Δ., επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρεβίασε τους ορισμούς του νόμου, σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται, όταν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αποδεικτική δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο και όχι όταν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά αποδεικτικά μέσα. Δεν ιδρύεται επίσης ο λόγος αυτός στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τις ειδικές διαδικασίες, όπως και οι εργατικές διαφορές, στις οποίες το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, όπως έχει δικαίωμα από τον νόμο (άρθρο 340 Κ.Πολ.Δ.), αποδίδει σε ορισμένα από αυτά, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία, οπότε η εκτίμησή του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, ο εκ του αριθ. 13 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος, σύμφωνα με τον οποίο η απόφαση είναι αναιρετέα αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφήρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της αποδείξεως, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας επέβαλε το βάρος της απόδειξης στον αναιρεσείοντα, μολονότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., αυτό έφερε ο αντίδικός του, με συνέπεια να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός για έλλειψη αποδείξεων. Ο αναιρετικός έλεγχος εστιάζεται, μετά τον περιορισμό του πεδίου εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, ήτοι εκείνου που προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού, προς βεβαίωση των θεμελιωτικών της αξίωσης του πραγματικών γεγονότων, με την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης (άρθρο 14 παρ. 1 ν. 2915/2001) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ. σε όλες τις υποθέσεις, όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, το οποίο καθορίζει τον διάδικο που επωμίζεται την ευθύνη της αμφιβολίας του δικαστηρίου ως προς την αλήθεια ή την αναλήθεια των κρισίμων πραγματικών γεγονότων και το οποίο καθορίζεται από το εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο. Για το ορισμένο του λόγου αυτού, θα πρέπει να προσδιορίζεται ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, ως προς τον οποίον εφαρμόσθηκαν εσφαλμένα οι ορισμοί του νόμου περί του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, καθώς επίσης και το σφάλμα του δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης, πρώτο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ. 12 Κ.Πολ.Δ. προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν, γιατί, ενώ προσκομίσθηκε από την αναιρεσείουσα το μετοχολόγιό της προς απόδειξη της μετοχικής ιδιότητας του αναιρεσιβλήτου και της είσπραξης των μερισμάτων, δέχθηκε ως πειστικότερη, ως προς το ζήτημα αυτό, την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, στην προκείμενη υπόθεση, η οποία εκδικάσθηκε κατά ειδική την διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, δεύτερο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ. 13 Κ.Πολ.Δ., όπως εκτιμήθηκε, προβάλλεται ότι ο αναιρεσίβλητος έφερε το αντικειμενικό βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών του, ήτοι της υπαλληλικής του σχέσης με την αναιρεσείουσα, καθώς και ποιος ήταν ο εργοδότης του, εν όψει του ότι ο ίδιος, ως κάτοχος του 51% των μετοχών της, αντιπρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, ήλεγχε το Δ.Σ. εκείνης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι προεχόντως αόριστος, διότι δεν προσδιορίζεται στο αναιρετήριο ποίο το σφάλμα του Εφετείου ως προς την εφαρμογή των κανόνων περί αντικειμενικού βάρους απόδειξης.