Επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων - Άσκηση δικαιωμάτων υπέρ των μελών τους Αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων έχουν το δικαίωμα να ασκούν υπέρ των μελών τους τα δικαιώματα που απορρέουν από σ.σ.ε. ή άλλες διατάξεις που εξομοιώνονται προς διατάξεις σ.σ.ε., εκτός αν τα μέλη έχουν ρητώς εκδηλώσει την αντίθεσή τους. - Η απαρίθμηση είναι περιοριστική (άρθ. 669 Κ.Πολ.Δ.). Α.Π. 519/08 Πρόεδρος: ο κ. ΣΠ. ΚΟΛΥΒΑΣ Εισηγητής: η κ. Γ. ΛΑΛΟΥΣΗ Δικηγόροι: οι κ.κ. ΧΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΑΝ. ΣΑΡΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Από τα άρθρα 68 και 556 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για το παραδεκτό της αναίρεσης, αλλά και κάθε λόγου αυτής, ο αναιρεσείων πρέπει να έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει την προσβαλλόμενη απόφαση εξαιτίας σφάλματος που αναφέρεται στον αναιρετικό λόγο. Το έννομο συμφέρον κρίνεται με βάση τη βλάβη που προκαλείται στον αναιρεσείοντα από την προβαλλόμενη πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω, το άρθρο 536 ΚΠολΔ ορίζει ότι 1) Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει έφεση ή αντέφεση. 2) Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι μόνο το τυπικό δικονομικό σφάλμα του Εφετείου σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 534 ΚΠολΔ και την απόρριψη της έφεσης με αντικατάσταση των αιτιολογιών, εφ' όσον κρίνεται ορθό το διατακτικό της απόφασης, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης, εκτός αν με το παραγόμενο δεδικασμένο επέρχεται βλάβη του διαδίκου και δικαιολογείται έτσι έννομο συμφέρον αυτού για την άσκηση αναίρεσης. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 669 ΚΠολΔ "Αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή Επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα: 1) να ασκούν υπέρ των μελών τους τα δικαιώματα που απορρέουν από συλλογική σύμβαση ή άλλες διατάξεις που εξομοιώνονται προς διάταξες συλλογικής σύμβασης, εκτός αν τα μέλη έχουν ρητώς εκδηλώσει την αντίθεσή τους...". Η απαρίθμηση στη διάταξη αυτή των περιπτώσεων νομιμοποιήσεως των άνω οργανώσεων προς άσκηση των δικαιωμάτων των μελών τους είναι περιοριστική, αναφέρεται δηλαδή στην άσκηση δικαιωμάτων που πηγάζουν μόνο από διατάξεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στο πεδίο εφαρμογής των οποίων υπόκεινται τα μέλη των οργανώσεων αυτών, οι οποίες προβλέπονται από το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 2) ως μέσον καθορισμού των γενικών όρων εργασίας και συνομολογούνται με αυστηρώς καθορισμένους όρους και προϋποθέσεις και διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1876/90, ως και από εξομοιούμενες προς αυτές, όπως είναι οι αποφάσεις των διαιτητών, οι οποίες και αυτές προβλέπονται από την εν λόγω συνταγματική διάταξη και εκδίδονται από πρόσωπα που αποτελούν Ειδικό Σώμα και ασκούν δημόσιο λειτούργημα και με επίσης αυστηρώς καθορισμένους όρους, προϋποθέσεις και διαδικασία, που καθορίζονται από τον ίδιο νόμο. Επομένως δεν παρέχεται από την άνω διάταξη (άρθρο 669 ΚΠολΔ) νομιμοποίηση στις προεκτεθείσες οργανώσεις προς άσκηση των δικαιωμάτων των μελών τους, που προέρχονται από άλλες ρυθμίσεις, όπως από ατομικές συμβάσεις εργασίας, εγκυκλίους ή αποφάσεις του εργοδότη, από πρακτική της εκμεταλλεύσεως, οργανισμό ή κανονισμό εργασίας, ανεξαρτήτως της εκδόσεώς του με εξουσιοδότηση νόμου ή κυρώσεώς του με τον τελευταίο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι με την κρινόμενη αγωγή το ενάγον επαγγελματικό σωματείο εκθέτει ότι η εναγομένη τραπεζική εταιρεία παραβιάζει το από 8.12.99 πρακτικό συμφωνίας, που υπογράφηκε μεταξύ αυτού και των αρμοδίων οργάνων της και αφορά στην υποχρεωτική πρόσληψη παιδιών υπαλλήλων ή συνταξιούχων αυτής σε ποσοστό 20% των προσλαμβανομένων σε διαγωνισμούς, καθώς και το άρθρο 5 παρ. 1 του Οργανισμού του προσωπικού της, και ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να προβεί σε προσλήψεις τέκνων υπαλλήλων και συνταξιούχων στο ανωτέρω ποσοστό επί του συνολικού αριθμού των προσληφθέντων από 1.1.2000 μέχρι την άσκηση της αγωγής, ήτοι 59 τέκνων υπαλλήλων και συνταξιούχων της, καθώς και η υποχρέωσή της να διενεργεί και στο μέλλον προσλήψεις σύμφωνα με τον Οργανισμό του Προσωπικού και το πρακτικό συμφωνίας. Με την 1735/05 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κρίθηκε ότι το ενάγον επαγγελματικό σωματείο δεν νομιμοποιείται στην άσκηση της αγωγής, διότι, ή τυχόν θεμελιούμενη αξίωση στον Οργανισμό της εναγομένης και στο επικαλούμενο πρακτικό συμφωνίας, δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που αυστηρώς απαριθμούνται στο άρθρο 669 ΚΠολΔ και που χορηγούν στα σωματεία δικαίωμα να την ασκήσουν, και κατ' ακολουθίαν η ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος συλλόγου απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Με την έφεσή του ο αναιρεσείων σύλλογος παραπονέθηκε για την απόρριψη της αγωγής του κατά τον ανωτέρω τρόπο. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι η αγωγή κατά το σκέλος της που στηρίζεται στο άρθρο 5 παρ. 2 του Οργανισμού του προσωπικού της εναγομένης Τράπεζας είναι παραδεκτή και εξετάζοντας την ουσιαστική βασιμότητά της την έκρινε αβάσιμη χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, ακολούθως δε αντικαθιστώντας τις αιτιολογίες απέρριψε την έφεση. Παρά την κατά τα ανωτέρω υιοθέτηση από το Εφετείο διαφορετικής αιτιολογίας από εκείνη που είχε υιοθετήσει το Πρωτοδικείο, το Εφετείο δεν κατέληξε σε επιβλαβέστερο κατ' αποτέλεσμα για το αναιρεσείον διατακτικό, αφού υπό οποιαδήποτε από τις ανωτέρω απορριπτικές αιτιολογίες (μη νόμιμη, ουσιαστικά αβάσιμη) αποκλείεται η επανάσκηση της αγωγής. Συνεπώς ελλείπει το έννομο συμφέρον του αναιρεσείοντος για άσκηση του πρώτου λόγου της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι έλαβε υπ' όψη πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς να έχουν προταθεί, υπό την έννοια ότι δεν έχουν αχθεί νομίμως ενώπιόν του, αφού δεν χειροτερεύει η θέση του αναιρεσείοντος-εκκαλούντος από την απόρριψη της αγωγής με αντικατάσταση των αιτιολογιών χωρίς εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, και ο λόγος είναι αβάσιμος. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της ασκήσεώς του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ' απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω καταστάσεως δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική υπόσταση της επιχειρήσεώς του, αλλ' αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του. Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που εφαρμόστηκε. Αντιθέτως η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί αυτό να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ανέλεγκτα τα ακόλουθα: "οι σχέσεις της εναγομένης Τράπεζας με το προσωπικό της διέπονται από τον Οργανισμό Προσωπικού αυτής, ο οποίος περιέχεται στην από 3.9.75 ΕΣΣΕ, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24.9.75 (τεύχος Β 1048) και έχει ισχύ νόμου. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Οργανισμού της εναγομένης, κατά κανόνα οι προσλήψεις στην υπηρεσία της Τράπεζας για τον λογιστικό κλάδο γίνονται μόνο κατόπιν διαγωνισμού και στο βαθμό του δόκιμου λογιστή. Πλέον του καθοριζομένου εκάστοτε αριθμού των προς πρόσληψη, κατόπιν διαγωνισμού, υπαλλήλων, προσλαμβάνεται ποσοστό 20% από τους επιτυχόντες, που είναι τέκνα υπαλλήλων ή συνταξιούχων της Τράπεζας, βάσει της γενικής σειράς επιτυχίας. Η διάταξη όμως αυτή του άρθρου 5 του Οργανισμού έχει ατονήσει και κατέστη ανενεργός και ποτέ δεν ασκήθηκε αγωγή κατά της εναγομένης Τράπεζας με αίτημα όπως της παρούσας αγωγής. Επειδή κατέστη ανενεργός η ως άνω διάταξη, καταρτίστηκε η προαναφερθείσα διμερής από 8.12.99 συμφωνία μεταξύ των ήδη διαδίκων, στην οποία επανελήφθη η ως άνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Οργανισμού της εναγομένης. Η συμφωνία όμως αυτή (πρακτικό) ουδέποτε κατατέθηκε στο Υπουργείο Εργασίας για να λάβει αυτοτελώς την μορφή Συλλογικής Συμβάσεως Εργασίας. Παρά την έλλειψη αυτή, καλόπιστα φερόμενη η εναγομένη, μέχρι τώρα τηρεί την ανενεργό διάταξη του άρθρου 5 του Οργανισμού Προσωπικού σε συνδυασμό με τη συμβατική υποχρέωση που ανέλαβε με το πρακτικό συμφωνίας (μολονότι, όπως αναφέρθηκε, δεν μπορεί αυτοτελώς να εξαναγκασθεί δικαστικώς προς τούτο) έχοντας προσλάβει από τις 1.1.2000 έως της ασκήσεως της αγωγής 45 τέκνα εργαζομένων και συνταξιούχων επί συνόλου 361 νεοπροσληφθέντων υπαλλήλων, λαμβάνοντας υπ' όψη παράλληλα ευλόγα και τα συμφέροντα της (Τράπεζας) ως προς την πρόσληψη ατόμων που πληρούν τις προϋποθέσεις και ικανοποιούν πλήρως τις υπηρεσιακές ανάγκες της (Τράπεζας) και όχι μόνο τα συμφέροντα των εργαζομένων σ' αυτή, ενόψει μάλιστα και του ότι η εν λόγω Τράπεζα έχει ήδη πωληθεί στη γαλλική Τράπεζα Societe Generale. Περαιτέρω πρέπει να λεχθεί πως άλλες Τράπεζες έχουν ήδη καταργήσει τέτοιες δεσμεύσεις να προσλαμβάνουν τέκνα υπαλλήλων τους, για να μην δημιουργείται ανισότητα στις ευκαιρίες των υποψηφίων για πρόσληψη, αφού τέτοιες ανισότητες έρχονται σε αντίθεση προς το κοινοτικό δίκαιο. Ενόψει όλων των αναφερθέντων, σε συνδυασμό προς το ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Οργανισμού έχει γίνει αυτοτελώς ανενεργός, το ενάγον, που με την αγωγή του προσπαθεί να εξαναγκάσει την εναγομένη να εφαρμόσει μία αποδυναμωμένη διάταξη του Οργανισμού, ασκεί εν προκειμένω το ως άνω αγωγικό του δικαίωμα κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Και αυτό γιατί επιδιώκει αποκλειστικά την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών του, αδιαφορώντας για την παράλληλη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εναγομένης, μολονότι η τελευταία με τη συμπεριφορά της έχει αποδείξει ότι προσπαθεί και ικανοποιεί στα πλαίσια των δυνατοτήτων της τα συμφέροντά τους. Επομένως, αφού γίνει δεκτή η ένσταση εκ του άρθρου 281 ΑΚ, που προέβαλε η εναγομένη, και ως ουσιαστικά βάσιμη, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή και κατά το σκέλος της που στηρίζεται στον Οργανισμό Προσωπικού της εναγομένης". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, κατέληξε σε πορίσματα σαφή και έχει νόμιμη βάση, ούτε δε εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την παραπάνω διάταξη. Επομένως, δεν υπέπεσε στις αποδιδόμενες πλημμέλειες από τα εδάφια 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και για το λόγο αυτό ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος.