Ερμηνευτική Σ.Σ.Ε. και αναδρομικότης Η ερμηνευτική σ.σ.ε. μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ και να ανατρέχει στο χρόνο ισχύος της ερμηνευόμενης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η τελευταία περιέχει πράγματι ασαφείς κανονιστικούς όρους. Αν οι συμβαλλόμενες οργανώσεις υπό την επίκληση ερμηνείας θεσπίζουν νέες διατάξεις, τότε η νεότερη σ.σ.ε. δεν έχει αναδρομική ισχύ αλλά ισχύει ως νέα σ.σ.ε. Α.Π. 205/2009 Πρόεδρος: ο κ. ΗΛ. ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ Εισηγητής: ο κ. ΠΑΝΑΓ. ΚΟΜΝΗΝΑΚΗΣ Δικηγόροι: ο κ. ΑΝΤ. ΒΑΓΙΑΣ - η κυρ. ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙΣΑΡΗ Κατά το άρθρο 2 αριθ. 5 του ν. 1876/90 η ΣΣΕ μπορεί να ρυθμίζει και ζητήματα που αφορούν την ερμηνεία των κανονιστικών όρων ΣΣΕ. Στην περίπτωση αυτή, η ερμηνευτική ΣΣΕ μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ και να ανατρέχει στο χρόνο ισχύος της ερμηνευομένης, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι η τελευταία περιέχει πράγματι ασαφείς κανονιστικούς όρους. Αν οι συμβαλλόμενες οργανώσεις υπό την επίκληση ερμηνείας θεσπίζουν νέες διατάξεις, τότε η νεότερη ΣΣΕ δεν έχει αναδρομική, ισχύ αλλά ισχύει, ως νέα ΣΣΕ. Εξάλλου, με την από 10.2.1998 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, που υπογράφηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας και του σωματείου εργαζομένων σ' αυτήν και έχει κατατεθεί στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας με αριθμ. 1/13.2.1998, όπως ορίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 1294/1990, αποτελεί, συνεπώς, κανόνα ουσιαστικού δικαίου, υπό ψηφίο Α αριθ. 2, για τους ταχυομεταφορείς, ταχυδρομείς (couriers) με χρήση δικύκλου, ορίστηκαν τα εξής: "Βασικός μισθός καθορίζεται ο προβλεπόμενος την 1.7.1997 από την ΕΓΣΣΕ υπαλλήλων με τη διάκριση αγάμου-εγγάμου. Ο μισθός αυτός προσαυξάνεται κατά 10% μετά τη συμπλήρωση εξάμηνου εργασίας και 5% επιπλέον μετά τη συμπλήρωση τριών εξαμήνων. Επίδομα τριετίας (ανά τριετία) σε ποσοστό 5%. Επίδομα ειδικών συνθηκών σε ποσοστό 10%. Χρηματικό βραβείο (bonus) για μη απουσία 20.000 δραχμών μηνιαία. Χρηματικό ποσό για εξοπλισμό προστασίας και ασφάλειας 9.000 δραχμών μηνιαία. Χρηματικό ποσό για χρήση δικύκλου (εφόσον ανήκει στον εργαζόμενο) 30.000 δραχμών μηνιαία". Με τη μεταγενέστερη από 19.1.2005 επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, που επίσης υπογράφηκε μεταξύ των άνω συμβαλλομένων και κατατέθηκε στο αρμόδιο Τμήμα Κοινωνικής Επιθεωρήσεως Εργασίας Άνοιξης με αριθμ. 1/2.2.2005, αποτελεί, συνεπώς, κανόνα δικαίου, υπό την παράγραφο V.14 ορίστηκε ότι "Οι συμβαλλόμενοι ερμηνεύοντας την παράγραφο Α2 της συλλογικής σύμβασης της 1.6.1997, συμφωνούν ότι η προσαύξηση του βασικού μισθού κατά 10% μετά τη συμπλήρωση εξάμηνης εργασίας και 5% μετά τη συμπλήρωση εργασίας τριών εξαμήνων δεν διαμόρφωναν νέο βασικό μισθό, αλλά ήταν επιδόματα". Στην προκείμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών που δίκασε έφεση κατά αποφάσεως Ειρηνοδικείου δέχτηκε τα ακόλουθα: "Ο αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε από την αναιρεσείουσα στις 6.6.1996 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου προκειμένου να εργασθεί στην επιχείρησή της ως ταχυομεταφορέας (courier) με χρήση δικύκλου. Έκτοτε και μέχρι σήμερα απασχολείται στην πιο πάνω επιχείρηση με την ίδια ειδικότητα, αμειβόμενος από 1.6.1997 με την εκάστοτε ισχύουσα επιχειρησιακή σ.σ.ε. Η διάταξη της αρχικής από 10.2.1998 επιχειρησιακής σ.σ.ε., που προβλέπει σχετικά με το βασικό μισθό των εργαζομένων ως ταχυομεταφορέων, ταχυοδιανομέων (couriers), όπως το περιεχόμενο αυτής αναφέρθηκε παραπάνω, είναι σαφής και δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, με μόνη την ανάγνωσή της, ότι προβλέπει τη δημιουργία νέου βασικού μισθού των εργαζομένων της προαναφερόμενης κατηγορίας μετά τη συμπλήρωση ενός και τριών εξαμήνων εργασίας, με την προσαύξηση του προβλεπόμενου από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. υπαλλήλων βασικού μισθού (με τις διακρίσεις άγαμου-έγγαμου) κατά 10% και 5% αντίστοιχα ... . Όσον αφορά το χρονικό διάστημα ισχύος της από 10.2.1998 σ.σ.ε. (1.6.1997 έως 31.5.1998) η εκκαλούσα υπολόγισε τα προβλεπόμενα από αυτήν επιδόματα όχι επί του προβλεπόμενου από αυτήν συνολικού βασικού μισθού, δηλαδή μαζί με τις προσαυξήσεις για τη συμπλήρωση ενός και τριών εξαμήνων (τα οποία είχε συμπληρώσει ο εφεσίβλητος κατά το χρόνο ισχύος της άνω Σ.Σ.Ε.), αλλά μόνο επί του καθοριζόμενου από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. υπαλλήλων βασικού μισθού. Ομοίως, υπολόγισε στη συνέχεια τις αυξήσεις που προέβλεπαν οι επόμενες τρεις επιχειρησιακές σ.σ.ε. που αφορούν το χρονικό διάστημα από 1.6.1998 έως 31.12.2002 και πάλι επί του καθοριζόμενου από την Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. υπαλλήλων βασικού μισθού και όχι επί του προβλεπόμενου από την αρχική σ.σ.ε. συνολικού βασικού μισθού, δηλαδή μαζί με τις προσαυξήσεις για τη συμπλήρωση ενός και τριών εξαμήνων. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι η έννοια της προαναφερόμενης διάταξης είναι σαφής, δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στους υποδεικνυόμενους από τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ κανόνες για την ερμηνεία της ... . Όσον αφορά τον ισχυρισμό που προβάλει η εκκαλούσα με τις προτάσεις της ότι η επίμαχη διάταξη της από 10.2.1998 αρχικής σ.σ.ε. έχει ερμηνευθεί αυθεντικά κατά το άρθρο 2 αριθμ. 5 του ν. 1876/1990, με διάταξη που περιελήφθη στη μεταγενέστερη από 19.1.2005 επιχειρησιακή σ.σ.ε., η οποία όρισε ότι οι προαναφερόμενες προσαυξήσεις (10% και 5% μετά τη συμπλήρωση εξάμηνης εργασίας και εργασίας τριών εξαμήνων αντίστοιχα) δεν διαμόρφωναν νέο βασικό μισθό αλλά ήταν επιδόματα, πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή της νεότερης σ.σ.ε., δοθέντος ότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα η έννοια της διάταξης της αρχικής σ.σ.ε. είναι σαφής, δεν έχει το χαρακτήρα ερμηνευτικής διάταξης, ώστε να ανατρέχει στο παρελθόν και δη στο χρόνο έναρξης της ισχύος της αρχικής σ.σ.ε., καταλαμβάνοντας έτσι και την επίδικη διαφορά, αλλά ισχύει μόνο για το μέλλον". Έτσι που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τη διάταξη της παραγράφου Α2 της από 10.2.1998 επιχειρησιακής σ.σ.ε., με το να δεχθεί ότι η έννοια της διατάξεως αυτής είναι σαφής, αλλά ούτε και της παραγράφου V.14 της από 19.1.2005 επιχειρησιακής σ.σ.ε., αφού η έννοια της διάταξης της παραγράφου Α2 της από 10.2.1998 επιχειρησιακής σ.σ.ε., σχετικά με το παραπάνω ζήτημα, δεν περιέχει ασαφείς κανονιστικούς όρους, οι δε συμβαλλόμενοι και της νέας επιχειρησιακής σ.σ.ε. της 19.1.2005 υπό την επίκληση ερμηνείας θεσπίζουν νέες διατάξεις, γι' αυτό και η τελευταία δεν έχει αναδρομική ισχύ αλλά ισχύει ως νέα επιχειρησιακή σ.σ.ε. Επομένως, είναι αβάσιμοι αμφότεροι οι λόγοι του αναιρετηρίου από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που από προφανή παραδρομή αναφέρεται στην αίτηση αναιρέσεως), με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.