Προσωπικό στοίχημα για τον υπουργό Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου αποτελεί η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Στο πλαίσιο της εκκίνησης του διαλόγου για τη φορολογική μεταρρύθμιση, εξετάζεται η πρόταση της παροχής γενναίων κινήτρων στους φορολογούμενους για να ζητούν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών.
Μια ριζοσπαστική πρόταση για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής που έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις και την αύξηση των φορολογικών εσόδων που έχουν καταρρεύσει, έχει υποβληθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών.
Πρόκειται για τη σύνδεση του αφορολογήτου ορίου εισοδήματος με τις αποδείξεις λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών. Οι φορολογούμενοι που θα ζητάνε για κάθε προσωπική τους δαπάνη απόδειξη και θα συγκεντρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσό θα δικαιούνται το αφορολόγητο όριο.
Σε διαφορετική περίπτωση, θα έχουν μικρότερο αφορολόγητο ποσό και κατά συνέπεια θα πληρώνουν μεγαλύτερο φόρο στην εφορία.
Το ύψος των αποδείξεων που θα πρέπει να συγκεντρώνουν οι φορολογούμενοι θα διαφέρει για τους μισθωτούς συνταξιούχους και για τους μη μισθωτούς, δηλαδή τους ελεύθερους επαγγελματίες, εισοδηματίες, εμποροβιοτέχνες.
Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής η οποία είναι η μεγαλύτερη απειλή για την οικονομία, αποτελεί προσωπικό στοίχημα για τον υπουργό Οικονομικών Γ. Παπαπακωνσταντίου.
Ήδη, ο κ. Παπακωνσταντίνου έχει κινητοποιήσει τον ελεγκτικό μηχανισμό, στέλνοντας τους φοροελεγκτές της ΥΠΕΕ στους μεγαλογιατρούς του Κολωνακίου, σε φροντιστήρια και σε επιχειρήσεις που έχουν εντοπιστεί να μην αποδίδουν στο Δημόσιο το ΦΠΑ. «Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι όχι τόσο η επιβολή προστίμων και κυρώσεων στους φοροπαραβάτες, αλλά η συνεχής παρουσία των ελεγκτών στους δρόμους.
Η «καυτή ανάσα» της ΥΠΕΕ
Να τους βλέπουν οι καταστηματάρχες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες και να νιώθουν την «καυτή ανάσα» του ΣΔΟΕ, υπογραμμίζει χαρακτηριστικά στην «Η» κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών.
Την ώρα που οι επιτελείς του υπουργείου Οικονομικών ετοιμάζονται να ξεκινήσουν, τον κοινωνικό διάλογο για τη φορολογική μεταρρύθμιση, στο υπουργείο Οικονομικών συζητούν να δώσουν γενναία κίνητρα στους φορολογούμενους, ώστε να παίρνουν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών.
Η πρόταση που έχει κατατεθεί και αναμένεται να συζητηθεί στον διάλογο με τους φορείς, προβλέπει τα εξής:
1. Τη συγκέντρωση αποδείξεων για όλες τις προσωπικές δαπάνες των φορολογούμενων. Το ποσό των αποδείξεων που θα συγκεντρώνει κάθε φορολογούμενος θα καθορίζει το ύψος του αφορολόγητου ποσού που θα δικαιούται.
2. Οι επιτηδευματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και εισοδηματίες θα πρέπει να συγκεντρώσουν και να προσκομίσουν στην εφορία μαζί με τη φορολογική δήλωση αποδείξεις λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών συνολικού ποσού 10.500 ευρώ για όλες τις προσωπικές τους δαπάνες, προκειμένου να δικαιούνται το ισόποσο αφορολόγητο όριο που προβλέπεται για τα εισοδήματά τους.
3. Αποδείξεις συνολικής αξίας 5.000 – 6.000 ευρώ για τις προσωπικές τους δαπάνες θα πρέπει να συγκεντρώσουν και να προσκομίσουν με τις φορολογικές τους δηλώσεις και οι φορολογούμενοι με εισοδήματα από μισθούς ή συντάξεις, εάν θέλουν να δικαιούνται το βασικό αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ που προβλέπει γι’ αυτούς η φορολογική νομοθεσία.
4. Κάθε φορολογούμενος μη μισθωτός, εάν δεν προσκομίζει στην εφορία αποδείξεις λιανικής πώλησης και παροχής υπηρεσιών για προσωπικές δαπάνες, που πραγματοποίησε το προηγούμενο έτος δεν θα δικαιούται το αφορολόγητο των 10.500 ευρώ. Το αφορολόγητο που θα δικαιούται θα ισούται με τo σύνολο των αποδείξεων που θα συγκεντρώνει, αλλά δεν θα μπορεί να υπερβεί το ισχύον σήμερα αφορολόγητο όριο.
5. Κάτι παρόμοιο θα ισχύει και για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους με τη μόνη διαφορά ότι στις συγκεκριμένες κατηγορίες φορολογουμένων, επειδή περιλαμβάνονται και ασθενέστερες οικονομικά ομάδες, θα αναγνωρίζεται αφορολόγητο χωρίς αποδείξεις μέχρι του ποσού των 6.000 ευρώ ή και υψηλότερο (π.χ. 7.000 ή 8.000 ευρώ).
Εισόδημα πάνω από το όριο αυτό και μέχρι τα 12.000 ευρώ θα είναι αφορολόγητο, μόνο εφόσον ο μισθωτός ή ο συνταξιούχος προσκομίσει με τη φορολογική του δήλωση τις αποδείξεις λιανικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών για προσωπικές δαπάνες που πραγματοποίησε.
«Εφοριακοί» οι φορολογούμενοι
Θα προτιμούν να επιβαρύνονται με τον ΦΠΑ 9% ή 19%, που θα ενσωματώνουν οι αποδείξεις, για να γλιτώνουν φόρο εισοδήματος Για την κάλυψη του αφορολογήτου θα αναγνωρίζονται αποδείξεις από όλες σχεδόν τις κατηγορίες μικρομεσαίων επιτηδευματιών και επαγγελματιών και όχι μόνο από ορισμένες, όπως γίνεται σήμερα.
Ετσι, οι φορολογούμενοι θα υποχρεώνουν όλους αυτούς τους ελεύθερους επαγγελματίες να εκδίδουν αποδείξεις, ακόμη και για τη βενζίνη που βάζουν στα αυτοκίνητά τους, καθώς θα θέλουν να καλύψουν το αφορολόγητο όριο.
Θα προτιμούν δηλαδή να επιβαρύνονται με τον ΦΠΑ 9% ή 19%, που θα ενσωματώνουν οι αποδείξεις, για να γλιτώνουν φόρο εισοδήματος.
Υποχρεωτική χρήση
Το μέτρο αυτό θα συνδυαστεί με την υποχρεωτική χρήση ταμειακών από περισσότερες επαγγελματικές ομάδες όπως έχει ήδη προαναγγείλει ο υπουργός Οικονομικών. Με την συγκεκριμένη πρόταση, η οποία αν και θεωρείται γραφειοκρατική, το Δημόσιο όχι μόνο δεν θα χάσει έσοδα (καθώς τα αφορολόγητα των 10.500 και των 12.000 ευρώ ισχύουν και τώρα αλλά αναγνωρίζονται στους φορολογούμενους χωρίς αποδείξεις), αλλά θα δει ξαφνικά τις εισπράξεις από τον ΦΠΑ να εκτοξεύονται στα ύψη καθώς όλοι οι μικρομεσαίοι επαγγελματίες θα εξαναγκάζονται από τους πελάτες τους να κόβουν αποδείξεις, οπότε θα υποχρεώνονται να εμφανίζουν σημαντικά αυξημένο τζίρο και να αποδίδουν περισσότερο ΦΠΑ στο Δημόσιο.
Επίσης το δημόσιο θα έχει αυξημένες εισπράξεις, από τον φόρο εισοδήματος των 800.000 μικρομεσαίων επαγγελματιών, καθώς οι φορολογούμενοι αυτοί από τη στιγμή που θα κόβουν αποδείξεις θα υποχρεωθούν να δηλώνουν στην Εφορία και σημαντικά αυξημένα καθαρά εισοδήματα.
Αποδείξεις που θα μειώνουν τον φόρο
Οι αποδείξεις που θα ζητούνται από την Εφορία για να καλυφθεί το αφορολόγητο θα αφορούν σε αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών από όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες:
* Γιατρούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, λογιστές – φοροτέχνες, ψυχιάτρους, λογοθεραπευτές.
* Εμπόρους ειδών ένδυσης και υπόδησης, επίπλων, οικιακών συσκευών και εξοπλισμού, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ποδηλάτων.
* Συνεργεία αυτοκινήτων και δικύκλων.
* Κομμωτήρια, γυμναστήρια, ινστιτούτα αισθητικής, καθαριστήρια, βιβλιοπωλεία.
* Καφετέριες, ζαχαροπλαστεία, καντίνες, εστιατόρια, ταβέρνες, μπαρ, κέντρα διασκέδασης.
* Ενοικιαζόμενα δωμάτια ή διαμερίσματα, ξενώνες.
* Ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, ελαιοχρωματιστές, αλουμινάδες, πλακάδες, πατωματζήδες κ.λπ.
Σ’ αυτούς θα πρέπει να περιληφθούν ακόμη και οι πρατηριούχοι υγρών καυσίμων, οι ταξιτζήδες και οι πωλητές αγροτικών προϊόντων στις λαϊκές αγορές, οι οποίοι θα υποχρεωθούν στην έκδοση αποδείξεων.