Ευνοϊκότερο θα είναι το καθεστώς φορολόγησης, ειδικά για τις ασθενέστερες οικονομικά ομάδες του πληθυσμού, με τις αλλαγές που δρομολογεί το οικονομικό επιτελείο στο πλαίσιο της νέας φορολογικής μεταρρύθμισης.
Ολες οι παρεμβάσεις θα τεθούν στο τραπέζι του διαλόγου αμέσως μετά την κατάθεση στη Βουλή του νέου κρατικού προϋπολογισμού του 2010, περί τις 20 Νοεμβρίου, που αποτελεί και το πρώτο μεγάλο «στοίχημα» της κυβέρνησης, ώστε αρχές του επομένου έτους να είναι έτοιμο το σχετικό νομοσχέδιο.
Παρ’ όλα αυτά στενοί συνεργάτες του υπουργού Οικονομικών, Γ. Παπακωνσταντίνου, έχουν αρχίσει ήδη να δέχονται τις πρώτες εισηγήσεις όσον αφορά στη διαμόρφωση της νέας φορολογικής κλίμακας, στην οποία θα ενταχθούν όλα τα εισοδήματα -με εξαίρεση τους τόκους των καταθέσεων- με απώτερο στόχο τη μεγαλύτερη φορολόγηση των υψηλότερων εισοδημάτων.
Πρόταση – «βόμβα»
Αίσθηση έχει προκαλέσει όμως στα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών η πρόταση που έχουν υποβάλει οι φοροτεχνικοί, όχι μόνο γιατί προβλέπει την κατάργηση του αφορολογήτου ορίου για όλα τα φυσικά πρόσωπα και είναι σίγουρα ένα ρηξικέλευθο μέτρο, αλλά γιατί ταυτόχρονα με τα νέα κλιμάκια που ορίζονται ευνοούνται όλοι ανεξαιρέτως οι φορολογούμενοι, ενώ παράλληλα δίδεται μια ισχυρή «τονωτική ένεση» στην κατανάλωση και ως εκ τούτου και στην αγορά, με την έκπτωση όλων των δαπανών.
Ειδικότερα, η εισήγηση για πλήρη κατάργηση του αφορολογήτου ορίου των 12.000 ευρώ που ισχύει σήμερα, θα συνοδεύεται και από:
* την αλλαγή της φορολογικής κλίμακας που εφαρμόζεται σήμερα, με νέους ευνοϊκότερους συντελεστές για τα χαμηλά εισοδήματα,
* την αναγνώριση περισσότερων δαπανών για έκπτωση από το εισόδημα ή το φόρο με την επικείμενη διεύρυνση του σχετικού καταλόγου,
* την εφαρμογή των νέων τεκμηρίων που θα πιάνουν στα «δίχτυα» τους όσους φοροδιαφεύγουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόταση προβλέπει συγκεκριμένα την κατάργηση του αφορολογήτου ορίου για τα φυσικά πρόσωπα και υπολογισμό του εισοδήματος που θα φορολογείται με έκπτωση από το ακαθάριστο εισόδημα του συνόλου των δαπανών που πραγματοποιούνται κατ’ έτος. Τα οφέλη μάλιστα που θα υπάρξουν, εφόσον φυσικά υιοθετηθεί από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, θα είναι τα εξής:
*ο ουσιαστικός περιορισμός του παρεμπορίου. Ειδικότερα, κάθε πολίτης που, όπως υποστηρίζουν οι εισηγητές, θα έχει ουσιαστικό φορολογικό κίνητρο, θα πραγματοποιεί τις αγορές του, ή και θα λαμβάνει τις οποιεσδήποτε υπηρεσίες, από τους νόμιμους επαγγελματίες. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι οποιαδήποτε συναλλαγή στο μέλλον με το παρεμπόριο θα καθίσταται ασύμφορη.
*ο ουσιαστικός περιορισμός της φοροδιαφυγής, που είναι πλέον και το μεγάλο «στοίχημα» του οικονομικού επιτελείου αφού οι «πηγές» εσόδων για τη στήριξη του κρατικού προϋπολογισμού έχουν αρχίσει να στερεύουν.
Συγκεκριμένα, με την εφαρμογή του μέτρου κάθε πολίτης, έχοντας ουσιαστικό φορολογικό κίνητρο, θα απαιτεί για κάθε συναλλαγή του να λάβει το αντίστοιχο φορολογικό στοιχείο. Κατά συνέπεια θα υπάρξει πολύ μεγάλη αύξηση των φορολογικών εσόδων, αφ’ ενός από Φ.Π.Α. όπου παρατηρείται ανησυχητική μείωση και αφ’ ετέρου από τη φορολογία εισοδήματος με δεδομένο ότι και τα εισοδήματα που θα αναγκαστούν να δηλώσουν οι επιχειρήσεις και οι επιτηδευματίες θα είναι σαφώς υψηλότερα.
Είναι αξιοσημείωτο, όπως επισημαίνουν οι υποστηρικτές της εν λόγω πρότασης, ότι το συγκεκριμένο μέτρο θα συμβάλει και στην πραγματική τόνωση της αγοράς, που είναι το ζητούμενο πλέον για το οικονομικό επιτελείο, καθώς θα βοηθήσει στην τόνωση της ζήτησης από τους πολίτες οι οποίοι θα επιδιώκουν να εμφανίσουν κατά την υποβολή των φορολογικών τους δηλώσεων δαπάνες που θα μειώνουν το εισόδημα και κατ’ επέκταση το φόρο που θα καλούνται να πληρώσουν.
Τα υψηλότερα εισοδήματα
Προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης φορολόγησης των υψηλότερων εισοδημάτων κινείται η πρόταση που έχουν ετοιμάσει οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου, καθώς προβλέπει επιβάρυνση για εισοδήματα που ξεπερνούν τις 60.000 ευρώ.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι στην περίπτωση που υιοθετηθεί η συγκεκριμένη πρόταση θα θεσπιστεί νέος συντελεστής 15% για εισοδήματα από 12.000 ευρώ (αφορολόγητο όριο) έως και 20.000 ευρώ, ενώ ο συντελεστής 25% θα εξακολουθήσει να ισχύει για εισοδήματα από 20.000 ευρώ μέχρι 30.000 ευρώ.
Από την άλλη πλευρά με τη συγκεκριμένη πρόταση μειώνεται το δεύτερο φορολογικό κλιμάκιο κατά 15.000 ευρώ, με αποτέλεσμα ο συντελεστής 35% να ισχύει για εισοδήματα από 30.000 ευρώ μέχρι 60.000 ευρώ. Μέχρι δε τις 75.000 ευρώ ο συντελεστής θα είναι 40%, ενώ το υπερβάλλον εισόδημα θα φορολογείται με 45%.