15ετία και αποχώρηση - πότε έχουμε συγκατάθεση εργοδότη Σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3198/55 μισθωτοί οι οποίοι συνδέονται με τον εργοδότη με σχέση εργασίας αορίστου διάρκειας, αποχωρούντες από την υπηρεσία τους, ύστερα από συγκατάθεση του εργοδότη δικαιούνται το μισό της αποζημίωσης του ν. 2112/20. Η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού μπορεί να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή δηλαδή προκύπτουσα εμμέσως από τη συμπεριφορά του εργοδότη όταν αυτός (εργοδότης) δεν εναντιωθεί στην αποχώρηση του μισθωτού. ΑΠ 1436/2018 Πρόεδρος: Η κ. Πηνελόπη Ζωντανού Εισηγητής: Ο κ. Θ. Τζανάκης Δικηγόροι: Η κ. Αικατερίνη Παπαγεωργίου - Ο κ. Νικ. Ζωητός (...) Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, Ολ. ΑΠ 10/18) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ). Σημειώνεται ότι η Ολομέλεια του ΑΠ δέχθηκε την ερμηνευτική εκδοχή πως, επί εκδοθεισών αλλά μη επιδοθεισών αποφάσεων, η καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με αναίρεση είναι τριετής αρχόμενη από την δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης κατ' αναλογική εφαρμογή της διαχρονικού δικαίου αρχής του άρθρου 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ (βλ Ολ. ΑΠ 10/18). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η προσβαλλόμενη και μη επιδοθείσα απόφαση δημοσιεύθηκε την 12-05-2015, η ένδικη αναίρεση ασκηθείσα την 15-11-2017 (δηλαδή πριν την παρέλευση της τριετούς προθεσμίας) είναι εμπρόθεσμη, απορριπτομένου του ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης περί εκπροθέσμου ασκήσεώς της. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' του Ν. 3198/55, "μισθωτοί συνδεόμενοι διά σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας, συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη, υπό την έννοιαν της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν. 2112 ή το υπό του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού προβλεπόμενον όριον ηλικίας, εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των, αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου δικαιούνται του ημίσεως της υπό τον Ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, ή του ΒΔ της 16/18-7-1920 οριζόμενης αποζημιώσεως διά την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας υπολογιζόμενης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος". Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης αυτής, η οποία συνεχίζει να ισχύει είναι: α) σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας, β) συμπλήρωση δεκαπενταετούς υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ή συμπλήρωση του προβλεπομένου από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό ορίου ηλικίας και σε περίπτωση ελλείψεως τέτοιου του 65ου έτους της ηλικίας και γ) αποχώρηση από την υπηρεσία με την συγκατάθεση του εργοδότη. Εφ' όσον συντρέξουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο μισθωτός δικαιούται το ήμισυ της αποζημιώσεως, του Ν. 2112/20 ή του ΒΔ του 1920 (βλ. ΑΠ 1314/08, ΑΠ 1804/08). Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή τους είναι - μεταξύ άλλων - και η συγκατάθεση του εργοδότη στην αποχώρηση του μισθωτού από την εργασία του. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, δηλαδή συναγόμενη εμμέσως από την συμπεριφορά του εργοδότη εν όψει και των πραγματικών περιστατικών συγκεκριμένης περιπτώσεως αρκεί στην τελευταία περίπτωση να είναι σαφής και αναμφίβολη (ΑΠ 290/15, 1318/15). Έτσι, η συγκατάθεση του εργοδότη μπορεί να δοθεί εγγράφως ή προφορικώς, ακόμη και σιωπηρώς, εφ' όσον προκύπτει σαφώς, πράγμα που συμβαίνει όταν αυτός (εργοδότης) δεν εναντιωθεί στην αποχώρηση του μισθωτού (βλ. ΑΠ 170/13, ΑΠ 426/16, ΑΠ 311/17). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σε αυτούς. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, που είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (Ολ. ΑΠ 7/14, 2/13), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/14, ΑΠ 121/17). Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την από 14-3-2014 αγωγή της, ισχυρίσθηκε ότι προσλήφθηκε κατά την 6-3-1989 από την εναγόμενη, που διατηρεί ξενοδοχειακή επιχείρηση, ως σερβιτόρα, και ότι έκτοτε προσέφερε τις υπηρεσίες της μέχρι την 17-2-2014, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς με τη συγκατάθεση της εργοδότριάς της. Ότι, μολονότι είχε συμπληρώσει κατά την αποχώρησή της δεκαπέντε συνεχόμενα έτη εργασίας στον ίδιο εργοδότη, η εναγόμενη δεν της κατέβαλε την προβλεπόμενη από το άρθρο 8 εδ. α του Ν. 3198/1955 αποζημίωση. Ενόψει αυτών, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως αποζημίωση 15.721,18 ευρώ εντόκως. Επικουρικά ζήτησε το ως άνω ποσό με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 252/14 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας, με την οποία έγινε αυτή δεκτή κατ' ουσίαν ως προς την κυρία βάση της, ενώ απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ως προς την επικουρική βάση της. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, αφού εξαφανίσθηκε η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας, ακολούθως δικάσθηκε κατ' ουσίαν και απορρίφθηκε η αγωγή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα προσλήφθηκε στις 6-3-1989, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, από την εναγόμενη, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως σερβιτόρα στο ξενοδοχείο που διατηρεί και εκμεταλλεύεται στη Λάρισα. Η ενάγουσα στις αρχές του έτους 2014 αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα. Την 10-1-2014 αιτήθηκε τη χορήγηση της κανονικής της άδειας, η οποία της χορηγήθηκε κανονικά κατά το χρονικό διάστημα από 13-1-2014 μέχρι και την 16-2-2014. Την επομένη ημέρα η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της. Τα παραπάνω συνομολογούνται από τους διαδίκους. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη έπρεπε να της καταβάλει την αποζημίωση του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/55, επειδή είχε συμπληρώσει 15 έτη υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη ... Η παραπάνω αποζημίωση καταβάλλεται σε εργαζόμενο που έχει συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη και αποχωρεί οικειοθελώς με τη συγκατάθεση του εργοδότη, η οποία μπορεί να είναι γραπτή ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, στην τελευταία όμως περίπτωση πρέπει να είναι σαφής και αναμφίβολη. Στην προκειμένη περίπτωση, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι υπήρξε ρητή ή σαφής και αναμφίβολη σιωπηρή συγκατάθεση της εναγομένης πριν την αποχώρηση της ενάγουσας. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης υπέγραψε την από 17-2-2014 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας προς τον ΟΑΕΔ, καθώς από το παραπάνω έγγραφο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να συναχθεί συγκατάθεση της εναγομένης στην αποχώρηση, αφού η ανακοίνωση της οικειοθελούς αποχώρησης, για οποιονδήποτε λόγο και αν λάβει χώρα, στον ΟΑΕΔ, και μάλιστα εντός οκταήμερης αποκλειστικής προθεσμίας, αποτελεί υποχρέωση της εναγομένης εργοδότριας ..., και συνεπώς η αναγγελία της οικειοθελούς αποχώρησής της προς τον ΟΑΕΔ δεν συνιστά γεγονός που υποδηλώνει τη ρητή έγγραφη συγκατάθεση της εναγομένης στην αποχώρηση της ενάγουσας και όσα αντίθετα ισχυρίζεται η ενάγουσα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πριν από τη λήψη της αδείας ενημέρωσε το λογιστή της εναγόμενης για την πρόθεσή της συνταξιοδοτηθεί πρόωρα. Κατ' αρχάς ο λογιστής της εναγόμενης δεν είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, ο οποίος είναι ο μόνος που είχε εξουσία εκπροσώπησης της εναγομένης και ο μόνος που μπορούσε να τη δεσμεύει, και συνεπώς η εναγόμενη δε μπορεί να έδωσε τη συγκατάθεσή της για γεγονός το οποίο αγνοούσε. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός της ενημέρωσης της εργοδότριάς της για την επικείμενη αποχώρησή της, δεν συνιστά και συναίνεση αυτής για την αποχώρηση, αφού ο εργοδότης δεν μπορεί να εξαναγκάσει τον εργαζόμενό του να παραμείνει στην εργασία του. Με βάση τα παραπάνω αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της χωρίς τη συναίνεση της εναγομένης, η οποία δεν συνάγεται ούτε από το έγγραφο της αναγγελίας αλλά ούτε και από το ότι νωρίτερα η ενάγουσα είχε ενημερώσει το λογιστή της εναγομένης για την πρόθεσή της να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα. Σημειώνεται ότι είναι διαφορετική η περίπτωση που η εργοδότρια επιχείρηση διέπεται από κανονισμό στον οποίο προβλέπεται δικαίωμα παραίτησης του μισθωτού οποτεδήποτε, χωρίς ο εργοδότης να μπορεί να εναντιωθεί και συνεπώς δεσμεύεται από τον κανονισμό με την εκ των προτέρων συγκατάθεσή του στην αποχώρηση. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη διέπεται από κανονισμό, ούτε εξάλλου η ενάγουσα ισχυρίζεται κάτι τέτοιο, με τον οποίο έχει δώσει νωρίτερα τη συγκατάθεση της στην αποχώρηση του μισθωτού. Συνεπώς, αφού δεν αποδείχθηκε συγκατάθεση της εναγόμενης στην αποχώρηση της ενάγουσας, η ενάγουσα δεν δικαιούται την από το άρθρο 8 εδ. α' του Ν. 3198/55 προβλεπόμενη αποζημίωση...". Κρίνοντας το Δικαστήριο ότι η αναιρεσείουσα δεν δικαιούται της προβλεπόμενης στο άρθρο 8 εδ. α του ν. 3198/55 αποζημίωσης, δεν παραβίασε, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ως άνω νόμου, εφόσον με βάση τα πραγματικά περιστατικά, που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, η οικειοθελής αποχώρηση της αναιρεσείουσας από την εργασία της, μετά από 15ετή υπηρεσία στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης - εργοδότριάς της, έγινε χωρίς την συγκατάθεσή της τελευταίας. Η ύπαρξη δε συγκατάθεσης της αναιρεσίβλητης (ρητή ή σιωπηρά) στην οικειοθελή αποχώρηση της αναιρεσείουσας αποτελεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ένα από τα απαιτούμενα για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης στοιχεία. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/55 και δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη σ' αυτό, με τον εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, πλημμέλεια. Τα δε υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης , ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/55, εφόσον το Δικαστήριο δέχθηκε: α) ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της αναιρεσίβλητης υπέγραψε την δήλωση οικειοθελούς αποχώρησης της αναιρεσείουσας προς τον ΟΑΕΔ, β) ότι υπήρξε ενημέρωση από την αναιρεσείουσα προς τον λογιστή της αναιρεσίβλητης για την πρόθεσή της αναιρεσείουσας να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα και γ) ότι "σε κάθε περίπτωση το γεγονός της ενημέρωσης της εργοδότριάς της για την επικείμενη αποχώρησή της, δεν συνιστά και συναίνεση αυτής για την αποχώρηση, αφού ο εργοδότης δεν μπορεί να εξαναγκάσει τον εργαζόμενό του να παραμείνει στην εργασία του" είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Και αυτό διότι τα ως άνω περιστατικά δεν αποτελούν στοιχεία (προϋποθέσεις) για την εφαρμογή της επίμαχης διάταξης αλλά αιτιολογίες και επιχειρήματα του Δικαστηρίου, μετά από αξιολόγηση των οποίων το Δικαστήριο κατέληξε στην παραπάνω κρίση του. Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας και συγκεκριμένα του Εισηγητή Αρεοπαγίτη Θεοδώρου Τζανάκη ο παραπάνω αναιρετικός λόγος έπρεπε να γίνει δεκτός ως και ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, κατά την γνώμη αυτή: Το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας (που δίκασε ως Εφετείο) ενώ, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, δέχθηκε ότι: α) ο νόμιμός εκπρόσωπός της εναγόμενης υπέγραψε την από 17-2-2014 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησης της ενάγουσας προς τον ΟΑΕΔ", β) ότι πριν από τη λήψη της χορηγηθείσας αδείας η εναγόμενη ενημερώθηκε μέσω του λογιστή της για την πρόθεση της ενάγουσας για πρόωρη συνταξιοδότηση και ότι γ) λαμβάνοντας γνώση της ως άνω προθέσεώς της δεν διατύπωσε καθ' οιονδήποτε τρόπο επιφύλαξη ή αντίρρηση για την ως άνω οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας, ακολούθως έκρινε ότι η τελευταία δεν δικαιούται την από το άρθρο 8 εδ. α' του Ν. 3198/55 προβλεπόμενη αποζημίωση. Και ναι μεν το ως άνω έγγραφο που υπέγραψε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης και το απηύθυνε στον ΟΑΕΔ (περί αναγγελίας οικειοθελούς αποχωρήσεως) δεν συνιστά ρητή έγγραφη συγκατάθεσή της στην αποχώρηση του ενάγοντος, αφού αυτό (έγγραφο αναγγελίας) αποτελεί υποχρέωση του εργοδότη να ανακοινώσει δηλαδή στον ΟΑΕΔ την αποχώρηση του εργαζομένου και μάλιστα σε τασσόμενη αποκλειστική προθεσμία, ακόμη δε και χωρίς την υπογραφή του εργαζομένου, (άρθρο 6 παρ. 1δ του Ν. 2972/01, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 65 του Ν. 5996/11) πλην όμως σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά, αφού η εναγόμενη δια του νόμιμου εκπροσώπου της δεν διατύπωσε καθ' οιονδήποτε τρόπο επιφύλαξη ή αντίρρηση για την ως άνω οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας παρέχοντας έτσι σιωπηρά την συγκατάθεσή της στην αποχώρησή της , συναγόμενη από την συμπεριφορά της ενόψει των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και η οποία (συγκατάθεση) είναι σαφής και αναμφίβολη (ΑΠ 262/11, 290/15, 1318/2015), το Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφήρμοσε την ως άνω διάταξη του άρθρου 8 εδ. α του Ν. 3198/55. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ είναι βάσιμος. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 560 ΚΠολΔ, "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο: ...5) αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, 6) αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Οι ως άνω υπό τους αριθμούς 5 και 6 λόγοι έχουν προβλεφθεί με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο "Τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας" του Ν. 4335/15, του οποίου η ισχύς άρχισε από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του νόμου αυτού, ισχύουν δε επί αποφάσεων που εκδίδονται μετά την παραπάνω ημερομηνία, αφού σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 ΕισΝΚΠολΔ το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, το επιτρεπτό των προβαλλομένων λόγων και ο χρόνος της άσκησης κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης.