Αποχώρηση μισθωτού και συνταξιοδότηση - Η συγκατάθεση του εργοδότη μπορεί να παρασχεθεί και με τον κανονισμό Μισθωτοί που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού φορέα, εφόσον συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία. Οι επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν το 40% της αποζημίωσης που δικαιούνται. Αυτό προϋποθέτει και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί να είναι σαφής και αναμφίβολη. Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό Εργασίας. Α.Π. 1493/2012 Πρόεδρος: ο κ. ΣΠ. ΖΙΑΚΑΣ Εισηγητής: ο κ. Ν. ΠΑΣΣΟΣ Δικηγόροι: οι κ.κ. Θ. ΜΗΝΟΣ - Θ. ΚΟΝΤΟΒΑΖΑΙΝΙΤΗΣ Η ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, η οποία θεμελιώνει τον αναιρετικό λόγο που προβλέπεται από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., συντελείται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, μολονότι κατά τις παραδοχές της σχετικής απόφασής του δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν αυτό δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, αν και σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασής του υπήρχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις εφαρμογής του. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. Α.Π. 7/2005). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' του ν. 3198/1955 μισθωτοί που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και έχουν συμπληρώσει δεκαπενταετή υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη, με την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 18/18.7.1920 ή το προβλεπόμενο από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό όριο ηλικίας και, αν δεν προβλέπεται αυτό, το 65ο έτος της ηλικίας τους, αποχωρώντας από την εργασία τους με την συγκατάθεση του εργοδότη δικαιούνται το ήμισυ της οριζόμενης από τον ν. 2112/1920 ή το ανωτέρω β.δ. αποζημίωσης για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Η αποζημίωση αυτή υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του νόμου αυτού. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 8 εδ. β' και γ' του ίδιου νόμου, που προστέθηκαν με το άρθρο 8 παρ. 4 του ν.δ. 3789/1957 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 435/1976, ορίζονται τα εξής: Μισθωτοί γενικά που υπάγονται στην ασφάλιση οποιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού για την χορήγηση σύνταξης, εφόσον συμπλήρωσαν ή συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, μπορούν, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτη να αποχωρούν από την εργασία, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρούν είτε να απομακρύνονται από την εργασία από μέρους του εργοδότη τους. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, οι μεν επικουρικά ασφαλισμένοι λαμβάνουν τα 40%, οι δε μη επικουρικά ασφαλισμένοι τα 50% της αποζημίωσης, την οποία δικαιούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις για την περίπτωση της απροειδοποίητης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από μέρους του εργοδότη. Για την χορηγούμενη ως άνω μειωμένη αποζημίωση προς τους αποχωρούντες ή τους απομακρυνόμενους μισθωτούς εφαρμόζονται όσα ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του ν. 3198/1955, καθώς και εκείνες του ν. 2112/1920 ή του β.δ. της 16/18.7.1920, πλην των διατάξεων που αφορούν την προειδοποίηση. Από την αντιπαραβολή των δύο ως άνω εδαφίων του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, η θέσπιση των οποίων αποσκοπούσε στην παροχή κινήτρων για την ανανέωση του προσωπικού των επιχειρήσεων με την έξοδο των παλαιών ή υπερηλίκων και την είσοδο νέων εργατοτεχνιτών ή υπαλλήλων, την ευρύτερη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου και την θέσπιση με το εδάφιο αυτό δυνατότητας λύσης της εργασιακής σύμβασης με μονομερείς ενέργειες των συμβληθέντων (αποχώρηση εργαζομένου ή καταγγελία εργοδότη), στις οποίες ο νόμος προσδίδει τις ανωτέρω συνέπειες, συνάγονται τα ακόλουθα: α) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της άνω διάταξης προϋποθέτει ρητώς μισθωτούς που συνδέονται με σχέση εργασίας αόριστης διάρκειας και δεν επεκτείνεται και σε εκείνους που η εργασιακή τους σχέση είναι ορισμένου χρόνου, όπως είναι και η σύμβαση των εργαζομένων που έχουν προσχωρήσει σε κανονισμό του εργοδότη, με τον οποίο προβλέπεται η αποχώρηση από την εργασία με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας. Στην περίπτωση, όμως, που με τον κανονισμό έχει παράλληλα προβλεφθεί δυνατότητα πρόωρης λύσης της σύμβασης, τότε ενυπάρχει διαλυτική αίρεση, εφόσον δε αυτή πληρωθεί, η σύμβαση εργασίας μεταπίπτει εξαρχής σε αόριστου χρόνου (Ολ. Α.Π. 1110/1986). β) Σε αντίθεση προς το δεύτερο εδάφιο, για την εφαρμογή του οποίου προσαπαιτείται η συμπλήρωση των προϋποθέσεων για λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, το πρώτο εδάφιο δεν αξιώνει, την συνδρομή του στοιχείου αυτού. γ) Η εφαρμογή του πρώτου εδαφίου προϋποθέτει, εκτός άλλων, και τη συγκατάθεση του εργοδότη για την αποχώρηση του μισθωτού. Η συγκατάθεση (συναίνεση) αυτή πρέπει να παρέχεται πριν από την αποχώρηση του μισθωτού, δύναται δε να είναι έγγραφη ή προφορική, ρητή ή σιωπηρή, αρκεί, στην τελευταία περίπτωση, να είναι σαφής και αναμφίβολη. Τέτοια συγκατάθεση μπορεί να προβλεφθεί και να παρασχεθεί εκ των προτέρων με τον Κανονισμό, όταν διαλαμβάνεται σε αυτόν ότι είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, μετά πάροδο ορισμένου χρόνου, η αποδοχή της πρόωρης παραίτησης του μισθωτού. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, κατά την κατάρτιση του κανονισμού, αυτοδεσμεύεται συμβατικά έκτοτε, παρέχοντας εκ των προτέρων την συγκατάθεση του στην παραίτηση του υπαλλήλου, οποτεδήποτε ήθελε αυτή υποβληθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας, ύστερ' από την άσκηση αντιθέτων εφέσεων, επί αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος κατά της ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας "Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε.", με την οποία αυτός ζητούσε την οφειλομένη διαφορά αποζημίωσης λόγω παραίτησής του πριν από την συμπλήρωση του προβλεπομένου από τον Γενικό Κανονισμό Κατάστασης των υπαλλήλων της αναιρεσίβλητης ορίου ηλικίας (α) κατά την κύρια βάση της σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. α' ν. 3198/1955, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ του καταβλητέου ημίσεος της αποζημίωσης κατά το ν. 2112/1920 και του καταβληθέντος μικρότερου, μη εφαρμοζομένων κατά πάσα περίπτωση των περιορισμών του άρθρου 2 α.ν. 173/1967 και (β) κατά την επικουρική βάση της σύμφωνα με το εδάφιο β' της αυτής ως άνω διάταξης, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ του καταβλητέου ποσοστού 40% (ως επικουρικά ασφαλισμένου) της δικαιούμενης αποζημίωσης για απροειδοποίητη καταγγελία και του καταβληθέντος ως άνω, η οποία (επικουρική βάση) και έγινε δεκτή με την εκκληθεισα απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την αναιρεσιβαλλομένη 1549/2011 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσλήφθηκε από την εναγομένη και τώρα αναιρεσίβλητη "Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε." την 11.8.1972 ως υπάλληλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και εξελίχθηκε βαθμολογικά μέχρι τον βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη και θα ελάμβανε σύνταξη με την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας των 60 ετώ)ν που προβλεπόταν από το άρθρο 19 του Γενικού Κανονισμού των υπαλλήλων της εναγομένης, στον οποίο είχε προσχωρήσει κατά την πρόσληψή του, ότι με την από 31.10.2007 αίτησή του προς την εναγομένη υπέβαλε την παραίτησή του πριν την συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας και ζήτησε την αποδοχή της, ότι η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με την 1265/31.10.2007 πράξη του Διοικητή της εναγομένης σύμφωνα με τα άρθρο 16 και 18 του Γενικού Κανονισμού Κατάστασης των υπαλλήλων της, δηλαδή εντός μηνός από την υποβολή της, και έτσι ο ενάγων διαγράφηκε από την δύναμη του προσωπικού της εναγομένης από 1.11.2007, κατά δε την αποχώρησή του είχε πραγματική υπηρεσία 35 ετών, 2 μηνών και 20 ημερών, ότι η σύμβαση εργασίας του διεπόταν από τον συμβατικής ισχύος Κανονισμό της εναγομένης, που προέβλεπε την λύση της σύμβασης εργασίας του με την συμπλήρωση του ορίου ηλικίας και συνεπώς ήταν ορισμένου χρόνου, με τον ίδιο δε Κανονισμό, οι όροι του οποίου αποτελούσαν και περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, προβλεπόταν και περίπτωση πρόωρης λύσης της σύμβασης με μονομερή δήλωση παραίτησης του μισθωτού, υπήρχε δηλαδή διαλυτική αίρεση στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, σύμφωνα με τα άρθρα 669 και 202 Α.Κ., η οποία πληρώθηκε με την προαναφερομένη δήλωση παραίτησης και έτσι η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος κατέστη από την αρχή αορίστου χρόνου και λύθηκε με την συγκατάθεση της εναγομένης, η οποία αποδέχθηκε την παραίτηση από την ημερομηνία που αυτός ζητούσε, ότι συνεπώς ο ενάγων, ο οποίος ήταν επικουρικά ασφαλισμένος κατά τον χρόνο της αποχώρησής του, είχε συμπληρώσει στην εναγομένη συνεχή υπηρεσία μεγαλύτερη των 15 ετών και αποχώρησε οικειοθελώς με την συγκατάθεση της τελευταίας (συγκατάθεση που συνάγεται από τον Κανονισμό, με τον οποίο παρασχέθηκε στον ενάγοντα δικαίωμα μονομερούς παραίτησης από την εργασία του σε οποιονδήποτε χρόνο και επιπλέον από την αποδοχή της δήλωσης παραίτησής της από την ημερομηνία που αυτός ζητούσε), εδικαιούτο να λάβει μειωμένη αποζημίωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' ν. 3198/1955, η οποία, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, κατά το μη εκκληθέν μέρος της ανέρχεται σε 54.528 ευρώ, αντ' αυτού όμως η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα κατά την αποχώρησή του, και συγκεκριμένα την 22.11.2007, αναγνωρίζοντας το σχετικό δικαίωμά του που πηγάζει από την διάταξη του άρθρου 8 εδ. α' ν. 3198/1955, αποζημίωση 15.000 ευρώ, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι ως προς τον καθορισμό του ύψους αυτής υπόκειται στους περιορισμούς που αφορούν τον δημόσιο τομέα, ως εκ τούτου δε υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα την διαφορά μεταξύ της αποζημίωσης που δικαιούται και αυτής που του καταβλήθηκε, ανερχομένη σε 39.526,26 ευρώ. Με βάση τις σκέψεις και παραδοχές αυτές, απορρίπτοντας τις εφέσεις των διαδίκων, επικύρωσε την 1090/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής του αναιρεσείοντος, είχε δηλαδή επιδικασθεί σ' αυτόν, ως επικουρικά ασφαλισμένο, το 40% της οφειλομένης κατά το ν. 2112/1920 αποζημίωσης για την απροειδοποίητη καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του εδαφίου α' του άρθρου 8 ν. 3198/1955, την οποία δεν εφήρμοσε, αν και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες παραδοχές του συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της, και του εδαφίου β' του ίδιου άρθρου, την οποία εφήρμοσε, αν και κατά τις ίδιες παραδοχές δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής της, ειδικότερα δε, αν και δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων ενάγων είχε συμπληρώσει στην αναιρεσίβλητη εναγομένη συνεχή υπηρεσία μεγαλύτερη των 15 ετών, παραιτήθηκε κατά την παρεχομένη από τον Κανονισμό της εναγομένης δυνατότητα πριν από την συμπλήρωση του προβλεπομένου απ' αυτόν ανωτάτου ορίου του 60ού έτους της ηλικίας του και η παραίτηση αυτή έγινε δεκτή από την εναγομένη, με αποτέλεσμα η αρχικά ορισμένου χρόνου σύμβαση εργασίας του να καταστεί από την αρχή αορίστου χρόνου, πληρωθείσης με την παραίτηση της σχετικής διαλυτικής αίρεσης, και να λυθεί έτσι με την συγκατάθεση της εναγομένης, εδικαιούτο, επομένως, να λάβει μειωμένη αποζημίωση σύμφωνα με το εδάφιο α' του άρθρου 8 ν. 3198/1955, δηλαδή το ήμισυ της προβλεπομένης από το ν. 2112/1920, εντούτοις, κατ' επικύρωση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή του ενάγοντος είχε γίνει δεκτή κατά την επικουρική βάση της και είχε επιδικασθεί σ' αυτόν, ως επικουρικά ασφαλισμένο, η οφειλομένη διαφορά μεταξύ της καταβλητέας αποζημίωσης, δηλαδή του 40% της αποζημίωσης του ν. 2112/1920 για την απροειδοποίητη καταγγελία, και της καταβληθείσης (με τους περιορισμούς του άρθρου 2 α.ν. 173/1967), εφάρμοσε δηλαδή την μη εφαρμοστέα διάταξη του εδαφίου β' του άρθρου 8 ν. 3198/1955. Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι λόγοι της κρινόμενης αίτησης, δεύτερος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., και πρώτος κατά το σχετικό σκέλος του από την ίδια διάταξη, παρελκούσης της έρευνας του αυτού πρώτου λόγου κατά το σχετικό σκέλος του από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Σύμφωνα με τα παραπάνω πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρουμένη, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος του (άρθρα 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό. (Αναιρεί την 1549/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών)