12μηνη δοκιμαστική περίοδος για την καταγγελία συμβάσεως. Μη τήρηση εγγράφου τύπου. (...) Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/20 και 1 και 5 του Ν. 3198/55 προκύπτει ότι η (άτακτη) καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Από τις παρατεθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 167, 168, 648 Α.Κ., 3 ν. 2112/20,1, 3 παρ. 1 και 5 του β.δ. της 16.7.2020 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Επομένως είναι άκυρη η καταγγελία αν δεν είναι έγγραφη και ο εργοδότης δεν καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό την αποζημίωση απόλυσης (που κατά τα προαναφερθέντα άρθρα 3 παρ. 2 ν. 2112/20 και 5 παρ. 1 ν. 3198/55 υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του απολυομένου κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης) ή αν καταβάλει σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές μειωμένη αποζημίωση. Η ανωτέρω ακυρότητα της καταγγελίας είναι σχετική υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του από τον υπερήμερο πλέον εργοδότη, προσφέροντας σ' αυτόν προσηκόντως τις υπηρεσίες του, είτε, παραιτούμενος ρητώς ή σιωπηρώς από το δικαίωμά του προσβολής του κύρους της καταγγελίας, να θεωρήσει αυτή έγκυρη και να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Συνεπώς οι ανωτέρω ελλείψεις κατά την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας δεν καθιστούν αυτήν ανυπόστατη, αλλά αποτελούν λόγους ακυρότητας της καταγγελίας, η επίκληση της οποίας (ακυρότητας) πρέπει να γίνει από τον εργαζόμενο με αγωγή. Ειδικότερα στην περίπτωση που ο μισθωτός θεωρήσει άκυρη την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης και εμμείνει στη σύμβαση αυτή, η αξίωσή του για μισθούς υπερημερίας λόγω της αρνήσεως του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά θεμελιώνεται στη σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και τη βάση της σχετικής αγωγής. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του εδαφίου Α της παρ. 2 άρθρου 74 παρ. 2 του Ν. 3863/2010 "Νέο ασφαλιστικό σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις" (ΦΕΚ Α115), το οποίο (εδάφιο Α) προστέθηκε με την διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 περ. α του Ν. 3899/2010 "Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της Ελληνικής Οικονομίας" (ΦΕΚ Α 212), -η οποία έχει εφαρμογή εν προκειμένω λόγω του κατά την ένδικη αγωγή χρόνου κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης (1.11.2014)- ορίσθηκε ότι η απασχόληση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου λογίζεται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου για τους πρώτους δώδεκα (12) μήνες από την ημέρα ισχύος της και η οποία μπορεί να καταγγελθεί χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση απόλυσης, εκτός και αν άλλο συμφωνήσουν τα μέρη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στο να καταστήσει περισσότερο ευέλικτη την αγορά εργασίας με στόχο την αύξηση της κινητικότητας των εργαζομένων και την συνακόλουθη μείωση της ανεργίας σε σχέση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, δεν αρκείται στο να επεκτείνει σε ένα έτος από τους δύο μήνες που προέβλεπε το άρθρο 1 του Ν. 2112/20, το χρονικό διάστημα από την πρόσληψη του μισθωτού, κατά το οποίο είναι δυνατή η από τον εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς προειδοποίηση και χωρίς καταβολή αποζημίωσης, εκτός τυχόν αντίθετης συμφωνίας των μερών, αλλά σε αντίθεση με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 1 του Ν. 2112/20) που δεν προέβλεπε κάτι σχετικό, καθιερώνει νομικό πλάσμα χαρακτηρίζοντας για πρώτη φορά νομοθετικά την ως άνω αρχική δωδεκάμηνη περίοδο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, ήτοι περιόδου κατά την οποία ο εργοδότης έχει την δυνατότητα να διαπιστώνει τις ικανότητες και την καταλληλότητα του εργαζομένου και σε περίπτωση που κρίνει, κατ' αντικειμενική και δίκαιη κρίση, ότι δεν είναι κατάλληλος για την θέση στην οποία προσλήφθηκε, να καταγγείλει την σύμβαση, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης (ΑΠ 617/2022, ΑΠ 259/2019). Αφετηρία της ως άνω δοκιμαστικής περιόδου απασχόλησης αποτελεί η ημέρα πρόσληψης του εργαζόμενου. Δηλαδή αρχίζει από την ημέρα που έλαβε χώρα η πρόσληψη του εργαζόμενου και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του δωδέκατου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό με την ημέρα που άρχισε, δηλαδή την ημέρα της πρόσληψης, σύμφωνα με τα άρθρα 242 και 243 εδαφ. β' ΑΚ (ΑΠ 617/2022, ΑΠ 1003/2017, ΑΠ 429/2016, ΑΠ 1387/2015). Η κατά τα ανωτέρω ευχέρεια του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εντός της ανωτέρω προθεσμίας χωρίς την τήρηση των ανωτέρω διατυπώσεων δεν αποκλείει τον έλεγχο της καταγγελίας ως καταχρηστικής, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ (ΑΠ 617/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 438/2015 ΝΟΜΟΣ). (...) Α.Π. 1248/2023 Πρόεδρος: Η κ. Ζαμπέττα Στράτα Εισηγητής: Η κ. Μαρία Σιμίτση - Βετούλα Δικηγόροι: Η κ. Σοφία Καλιούση