Εκκαθάριση επιχείρησης και προθεσμία διεκδίκησης της αποζημίωσης απολύσεως Αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας διεκδικήσεως της αποζημίωσης, λόγω απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας είναι αυτή κατά την οποία έγινε η καταγγελία. - Σε περίπτωση ειδικής εκκαθάρισης η προθεσμία διεκδίκησης της αποζημίωσης αρχίζει από την ημέρα δημοσίευσης της αποφάσεως του Εφετείου. Α.Π. 1247/2008 Πρόεδρος: ο κ. ΣΠ. ΚΟΛΥΒΑΣ Εισηγητής: ο κ. ΑΝ.-ΦΙΛ. ΠΕΡΙΔΗΣ Δικηγόροι: ο κ. Δ. ΚΡΙΤΣΑΝΟΣ - η κυρία ΙΩΑΝΝΑ ΒΑΒΟΥΓΥΙΟΥ-ΚΕΦΑΛΑΚΗ Κατά το άρθρο 6 παρ. 2 εδ. α' του ν. 3198/1955 "Πάσα αξίωσις μισθωτού επί καταβολής ή συμπληρώσεως της κατά τον νόμον 2112/1920... αποζημιώσεως τυγχάνει απαράδεκτος εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαμήνου αφ' ης κατέστη απαιτητή". Με τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση που η εργασιακή σχέση λύεται, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 46 ν. 1892/1990, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 ν. 2000/1991, αυτοδικαίως με τη δημοσίευση της αποφάσεως του Εφετείου, με την οποία η εργοδότρια επιχείρηση τίθεται υπό την ειδική εκκαθάριση του εν λόγω άρθρου, προβλέπεται εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία για την άσκηση της αξίωσης προς καταβολή της οφειλομένης από τον ν. 2112/1920 αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Αφετηρία για την έναρξη της προθεσμίας αυτής αποτελεί η ημέρα κατά την οποία η αξίωση κατέστη απαιτητή, και σε περίπτωση απροειδοποίητης καταγγελίας η ημέρα αυτή συμπίπτει με την ημέρα κατά την οποία έλαβε χώρα η καταγγελία, ενώ στην περίπτωση της ειδικής εκκαθαρίσεως η εν λόγω προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση της αποφάσεως του Εφετείου. Η αποσβεστική αυτή προθεσμία, σε αντίθεση με την παραγραφή, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και υπόκειται σε αναστολή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255 έως και 259 Α.Κ., αφού και στις αποσβεστικές προθεσμίες εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την παραγραφή (Α.Κ. 279), και ειδικότερα εκείνες που συμβιβάζονται με τη φύση της συγκεκριμένης αποσβεστικής προθεσμίας και τον σκοπό που αυτή υπηρετεί και στην εν λόγω εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία συμβιβάζονται οι περί αναστολής ανωτέρω διατάξεις του Α.Κ. Έτσι, η ως άνω αποσβεστική προθεσμία αναστέλλεται κατά το άρθρο 255 εδ. 2 Α.Κ. και αν μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο δικαιούχος εμποδίστηκε να ασκήσει την αξίωσή του με δόλια συμπεριφορά του υπόχρεου. Υπάρχει δε δόλια συμπεριφορά και όταν ο υπόχρεος εντός του εξαμήνου από την απόλυση αυτού υπόσχεται στον απολυόμενο μισθωτό ότι θα του καταβάλει σύντομα την αποζημίωση απολύσεως, αυτή δε η υπόσχεση γίνεται μόνο φαινομενικά, γιατί στην πραγματικότητα τέτοια πρόθεση δεν υπάρχει. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε τα εξής: Με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν μεταξύ του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας και των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, οι τελευταίοι προσλήφθηκαν από την εν λόγω εταιρεία κατά τους αναφερόμενους στην προσβαλλόμενη απόφαση χρόνους, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με τις εκτιθέμενες στην ίδια απόφαση ειδικότητες, στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης που αυτή διατηρούσε στη Λάρισα, αντί του νομίμου για τον καθένα μισθού. Με την υπ' αριθμ. 1081/1992 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η αναιρεσίβλητη εταιρεία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, και ακολούθως, με την υπ' αριθμ. 4482/1994 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, τέθηκε υπό την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 46α του ν. 1892/1990, με αποτέλεσμα οι αναιρεσείοντες να απολυθούν αυτοδικαίως. Εκκαθαρίστρια δε ορίστηκε με την τελευταία αυτή απόφαση η εταιρεία με την επωνυμία "Εθνική Κεφαλαίου - Ανώνυμη Εταιρεία Διαχειρίσεως Ενεργητικού και Παθητικού", η οποία και εκπροσωπεί έκτοτε την αναιρεσίβλητη. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχτηκε ότι η ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, περί καταβολής της αποζημιώσεως απολύσεως, ασκήθηκε στις 3.8.2000, ήτοι μετά την πάροδο των έξι (6) μηνών από της απολύσεώς τους, και ότι η μη άσκηση των ενδίκων αξιώσεων εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας δεν οφειλόταν σε δόλιες ενέργειες της εκκαθαρίστριας εταιρείας, δηλαδή σε ψευδείς διαβεβαιώσεις των αρμοδίων οργάνων της ότι θα καταβληθεί στους αναιρεσείοντες σε σύντομο χρονικό διάστημα η νόμιμη αποζημίωση απολύσεως. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 255 παρ. 2 Α.Κ. Επομένως, ο πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος που αποδίδεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι παραβίασε α) εκ πλαγίου την ίδια πιο πάνω διάταξη και β) τα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, καθ' όσον δεν προσδιορίζονται, ως προς μεν την πρώτη αιτίαση, η συγκεκριμένη πλημμέλεια του δικαστηρίου της ουσίας, αν δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφασή του στερείται νόμιμης βάσεως και για ποιον λόγο (έλλειψη ή παράθεση ελλιπούς ή αντιφατικής αιτιολογίας) ως προς το ουσιώδες για την έκβαση της δίκης ζήτημα της αναστολής ή μη της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για την άσκηση εκ μέρους των αναιρεσειόντων της αξιώσεώς των για καταβολή της ένδικης αποζημιώσεως απολύσεως, ως προς δε τη δεύτερη αιτίαση, τα φερόμενα ως παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας. Ο αυτός λόγος, κατά το μέρος που μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν εκτίμησε ορθά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν δόλια αποτροπή των αναιρεσειόντων από την άσκηση των ένδικων αξιώσεών τους, είναι απαράδεκτος, διότι με αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίον προβάλλεται η αιτίαση της μη λήψεως υπόψη των αναφερομένων στην αναίρεση 28 εγγράφων, που οι αναιρεσείοντες προσκόμισαν και επικαλέστηκαν στο Εφετείο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθ' όσον, από τη διαβεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους με επίκληση έγγραφα, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει αδιστάκτως ότι ελήφθησαν υπόψη και τα έγγραφα αυτά. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" δε κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάνσεως (Ολ. Α.Π. 3/1997). Για να ιδρυθεί όμως ο λόγος αυτός, θα πρέπει ο ισχυρισμός να έχει προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά τρόπο παραδεκτό, και να ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. Α.Π. 2/1989). Έτσι, δεν αρκεί ο ισχυρισμός που στηρίζει τον λόγο να είχε προταθεί παραδεκτά και νόμιμα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά πρέπει να έχει επαναφερθεί νόμιμα και στον δεύτερο βαθμό, κατ' άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή όχι με απλή αναφορά στο σύνολο των πρωτοδικών προτάσεων αλλά με προσαγωγή επικυρωμένου αντιγράφου και με σαφή συγχρόνως και ορισμένη αναφορά σε συγκεκριμένα μέρη ή ισχυρισμούς των επαναφερομένων προτάσεων, σε τρόπο ώστε να προκύπτουν απ' αυτή οι εκ νέου επικαλούμενοι ισχυρισμοί, οι οποίοι είχαν προβληθεί στην πρωτοβάθμια δίκη και επαναλαμβάνονται κατά τη νέα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις προτάσεις των αναιρεσειόντων στο Εφετείο, αυτοί δεν πρότειναν με αυτές τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης να προβάλει την ένσταση της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, όσον αφορά την ένδικη πιο πάνω αξίωση, ούτε επανέφεραν τον εν λόγω πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό παραδεκτώς με τις προτάσεις αυτές, τις οποίες απλώς επικαλέστηκαν και προσκόμισαν στο Εφετείο. Επομένως, το τελευταίο αυτό δικαστήριο ορθώς δεν απάντησε στον πιο πάνω ισχυρισμό και κατά συνέπεια ο τρίτος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον προβάλλεται η σχετική πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προσάπτεται στο Εφετείο η αιτίαση ότι δεν απάντησε στον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, με τον οποίον αυτοί υποστήριξαν ότι οι ένδικες απαιτήσεις τους είναι μεταπτωχευτικές και ως τέτοιες δεν υπόκεινται σε κανένα περιορισμό ούτε στην αποσβεστική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955. Ο λόγος αυτός, με τον οποίον προβάλλεται η από τον αριθμό 8, και όχι 9 (όπως αναφέρεται στο αναιρετήριο) του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως διότι, όπως προκύπτει από τις προτάσεις των αναιρεσειόντων ενώπιον του Εφετείου, δεν προβλήθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός.